Φωτιά πήραν ξανά το 2025 τα ενοίκια. Στο 11,4% η αύξηση τον Ιούνιο κατά ΕΛΣΤΑΤ.
Απρόσιτες έχουν γίνει η αγορά και η ενοικίαση σπιτιού για τα ελληνικά νοικοκυριά, διότι οι τιμές των ακινήτων, ιδίως από το έτος 2022 και μετά, μαζί και τα ενοίκια, αυξάνονται πολύ περισσότερο από τα εισοδήματα των ανθρώπων. Τη σκληρή αυτή αλήθεια αναδεικνύει σε μελέτη του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στην τελευταία έκδοσή του.
Οπως αναφέρει η ερευνήτρια Αρτεμις Στρατοπούλου που υπογράφει τη μελέτη, από το 2018 η ελληνική αγορά ακινήτων άρχισε να ανακάμπτει από τη μεγάλη καθίζηση που υπέστη στο διάστημα 200917 λόγω της μεγάλης κρίσης και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα εισοδήματα, ενώ από το 2022 ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα σπίτια αρχίζει να ανεβάζει ταχύτατα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σημαντική απόκλιση συγκριτικά με τα εισοδήματα.
Παραδείγματος χάρη, σημειώνεται, το 2022-23 που υπήρξαν οι χρονιές με τις μεγαλύτερες αυξήσεις των τιμών στα ακίνητα οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 11,9% και κατά 13,9% αντίστοιχα ενώ τα εισοδήματα αυξήθηκαν μόνο κατά 6,5% και κατά 9%. Ισχυρή απόκλιση είχε καταγραφεί επίσης το 2020 όταν οι τιμές των κατοικιών είχαν αυξηθεί κατά σχεδόν 5% ενώ τα εισοδήματα είχαν μειωθεί κατά -3,5% λόγω της πανδημίας. Κατά συνέπεια, η διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης των τιμών των ακινήτων και των εισοδημάτων ξεπέρασε τις 18 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στην τριετία 202023, με αποτέλεσμα η στέγη να καθίσταται όλο και πιο απρόσιτη οικονομικά για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Δείκτες στα τάρταρα
Ο ΟΟΣΑ χρησιμοποιεί έναν δείκτη που είναι ο ονομαστικός δείκτης τιμής των κατοικιών διαιρεμένος με το μέσο ονομαστικό εισόδημα για να δείξει πόσο προσιτή είναι η αγορά κατοικίας. Οταν οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται πιο γρήγορα από τα εισοδήματα, ο λόγος αυτός αυξάνεται όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Ο δείκτης τιμής προς εισόδημα του ΟΟΣΑ έφτασε το 103,3 το 2023 και το 104,8 το 2024, ξεπερνώντας τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του. Η εξέλιξη αυτή μας λέει σε γενικές γραμμές ότι η αγορά κατοικίας καθίσταται ολοένα λιγότερο προσιτή για τα νοικοκυριά, όμως, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη του άλλες παραμέτρους όπως π.χ. η επιβάρυνση από τα επιτόκια ενός στεγαστικού δανείου ή οι δαπάνες επισκευής και εκσυγχρονισμού μιας κατοικίας, δεν θεωρείται ικανοποιητικός από τους οικονομικούς αναλυτές.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ επιλέγει ως πιο ενδεικτικό τον Δείκτη Στεγαστικής Προσιτότητας (Housing Affordability Index), που συνδυάζει περισσότερα κριτήρια και αναφέρει: ένας Δείκτης Στεγαστικής Προσιτότητας ίσος με 100 σημαίνει ότι ένα νοικοκυριό με μέσο εισόδημα διαθέτει όσο εισόδημα χρειάζεται για να μπορεί να πάρει ένα ενυπόθηκο δάνειο μιας κατοικίας μέσης τιμής. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τον Δείκτη Στεγαστικής Προσιτότητας, η Ελλάδα έχει τιμή μόλις 60 έναντι 113 της Ιταλίας, 109 της Πορτογαλίας και 140 της Ισπανίας. Αυτό σημαίνει ότι τα εισοδήματα των ελληνικών νοικοκυριών είναι πάρα πολύ χαμηλά για να πληρούν τα κριτήρια διασφάλισης ενός στεγαστικού δανείου με βάση τις τιμές κατοικιών της αγοράς.
Εκρηκτική άνοδος
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στα ενοίκια. Να θυμηθούμε μάλιστα ότι το πρόβλημα της εκρηκτικής ανόδου των ενοικίων έχει καταγραφεί πρώτο, όταν βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στο διάστημα Μαΐου 2021 – Μαΐου 2022 ο συνδυασμός της πληθωριστικής κρίσης, που είχε οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο των τιμών υλικών, με την ενεργειακή κρίση, η οποία έβαλε φωτιά στους λογαριασμούς ρεύματος και στο κόστος θέρμανσης, έφερε αύξηση κατά 3,61% του κόστους στέγασης (περιλαμβάνει ενοίκιο ή δόση του στεγαστικού δανείου και τα πάγια έξοδα του σπιτιού).
Στη ΔΕΘ του 2022 κι ενώ το θέμα της αδυναμίας των νέων ανθρώπων να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους, να νοικιάσουν ή πολύ περισσότερο να αγοράσουν σπίτι ανέβαινε στον δημόσιο διάλογο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε μια «στεγαστική πολιτική» της Νέας Δημοκρατίας, υποτίθεται, με πυρήνα το πρόγραμμα «Σπίτι μου Ι» που αφορούσε την επιδότηση επιτοκίου για τη λήψη τραπεζικών δανείων από νέα ζευγάρια ή άτομα για να αγοράσουν πρώτη κατοικία.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου Ι»… έτρεξε μέσα στην προεκλογική περίοδο των δίδυμων εκλογών του 2023, για να έχει και το ανάλογο ψηφοθηρικό αποτέλεσμα. Δεδομένου όμως ότι εφαρμοζόταν σε μια αγορά ακινήτων με μειωμένη προσφορά λόγω της παρατεταμένης κατάρρευσης της οικοδομής στα χρόνια κρίσης, αντί να βοηθήσει, αύξησε περαιτέρω –όπως είχαν προειδοποιήσει μεσίτες– τις τιμές στα ακίνητα και τα ενοίκια.
Τα ενοίκια συνέχισαν να αυξάνονται τα επόμενα χρόνια, αναφέρει η μελέτη του ΚΕΠΕ, με πιο αργό ρυθμό, καταγράφοντας μέση ετήσια αύξηση 4,8% το 2023 και 5,1% το 2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ωστόσο, από τις αρχές του 2025 πήραν ξανά φωτιά κι άρχισαν να τρέχουν με αυξήσεις άνω του 10%, έως και 11,4% τον Ιούνιο. Εδώ αναρωτιέται κανείς αν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι παράλληλα άνοιξε το πρόγραμμα «Σπίτι Μου ΙΙ»… Εντέλει η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα νέο επίδομα: την επιστροφή ενός ενοικίου στους ενοικιαστές από τον Νοέμβριο του 2025.
Πιθανόν κανείς δεν εκπλήσσεται με όλα αυτά. Αλλωστε, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου QED σε δείγμα 2.109 νοικοκυριών που συμπεριέλαβε σε πρόσφατη μελέτη της η Alpha Bank:
• Το 54% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει ότι θεωρεί απολύτως ανέφικτη την αγορά κατοικίας σήμερα ενώ το 39% τη θεωρεί δύσκολα εφικτή. Πιο απαισιόδοξοι από όλους είναι οι παντρεμένοι που ζουν στο νοίκι, με επτά στους δέκα να τη θεωρούν απολύτως ανέφικτη.
• Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα σε ό,τι αφορά τα ενοίκια, καθώς το 68% των νοικοκυριών βρίσκει τις τιμές τους απολύτως απρόσιτες συγκριτικά με τα επίπεδα μισθών.