
Αυτή την εβδομάδα, ύστερα από διήμερες συνομιλίες στη Γενεύη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα ανακοίνωσαν την αναστολή του μεγαλύτερου μέρους των δασμών που είχαν οδηγήσει σε διακοπή των εμπορικών συναλλαγών τους για σχεδόν ένα μήνα. Η συμφωνία προβλέπει την αναστολή των τιμωρητικών δασμών για ενενήντα ημέρες.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, οι δασμοί των ΗΠΑ στα κινεζικά προϊόντα, οι οποίοι είχαν εκτοξευθεί στο 145%, θα μειωθούν στο 30%. Αντίστοιχα, οι κινεζικοί δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα θα υποχωρήσουν από το 125% στο 10%.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος ηγήθηκε της αμερικανικής αντιπροσωπείας μαζί με τον εκπρόσωπο εμπορίου, Τζέιμισον Γκριρ, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Συμφωνούμε ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί διαζύγιο».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ, έμπιστος του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, εξέφρασε την ικανοποίησή του, σχολιάζοντας πως «ο επαγγελματισμός και οι προσπάθειες των Αμερικανών συναδέλφων μας ήταν επίσης εντυπωσιακοί».
Οι δύο χώρες συμφώνησαν επίσης στη δημιουργία ενός μηχανισμού για τη συνέχιση των συνομιλιών. Η ανακοίνωση είχε άμεσο θετικό αντίκτυπο στις αγορές, με τις τιμές του πετρελαίου και το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ να καταγράφουν άνοδο 3%.
Για το Πεκίνο, η εξέλιξη αυτή συνιστά σημαντική διπλωματική επιτυχία, παρόλο που η Ουάσινγκτον διατηρεί δασμούς 20 μονάδες υψηλότερους.
Εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου εξέφρασε την ελπίδα οι ΗΠΑ «να διορθώσουν σε βάθος αυτή την κακή πρακτική της επιβολής μονομερών αυξήσεων των δασμών» και να συμβάλουν στην «βεβαιότητα και σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία».
Η τρέχουσα συμφωνία έρχεται μετά από μια περίοδο έντονων εχθροπραξιών. Στις 9 Απριλίου, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, άλλαξε στρατηγική, στοχεύοντας με μαζικούς δασμούς αποκλειστικά τις κινεζικές εξαγωγές.
Το Πεκίνο αντέδρασε άμεσα, επιβάλλοντας αντίποινα και ανακοινώνοντας τη θέσπιση μηχανισμού αδειών εξαγωγής για στρατηγικά μέταλλα, όπως οι σπάνιες γαίες, των οποίων ελέγχει μεγάλο μέρος της εξόρυξης και σχεδόν το σύνολο της διύλισης.
Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική διακοπή των εξαγωγών, απειλώντας άμεσα αμερικανικούς τομείς αιχμής. Η κινεζική διπλωματία διαμήνυε την αποφασιστικότητά της να «φτάσει μέχρι τέλους», με τον Σι Τζινπίνγκ να δηλώνει στις 11 Απριλίου:
«Για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, η Κίνα, για την ανάπτυξή της, βασίζεται μόνο στον εαυτό της και στη σκληρή της δουλειά… και δεν φοβόμαστε τις άδικες επιθέσεις». Το Πεκίνο απαιτούσε συζητήσεις επί ίσοις όροις πριν την επιβολή κυρώσεων, επιδιώκοντας τόσο τη μείωση των δασμών όσο και την αλλαγή του αμερικανικού τόνου της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Κινέζοι εξαγωγείς που εξαρτώνται από την αμερικανική αγορά, η κινεζική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα. Στις 9 Μαΐου, η Κίνα ανακοίνωσε αύξηση 8,1% στις εξαγωγές της τον Απρίλιο, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προβλέψεις, παρά τη μείωση των παραδόσεων προς τις ΗΠΑ κατά 17,6%.
Η απώλεια αυτή αντισταθμίστηκε από άλλες αγορές, όπως οι αναδυόμενες χώρες και η Ευρώπη. Επιπλέον, ορισμένα κινεζικά εργοστάσια παρέδιδαν προϊόντα σε τρίτες χώρες, όπως το Βιετνάμ, για να εισαχθούν στη συνέχεια στις ΗΠΑ.
Η στρατηγική αυτή εδράζεται εν μέρει στην πεποίθηση του Σι Τζινπίνγκ, σφυρηλατημένη κατά την Πολιτιστική Επανάσταση στην οποία ο πατέρας του υπέστη διώξεις, ότι πρέπει κανείς να αντέχει τις δυσκολίες για έναν ανώτερο σκοπό, εκτιμά σε μία ανάλυση της η εφημερίδα Le Monde.
Η κινεζική ηγεσία υπολόγιζε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα πιεζόταν από τις ανησυχίες των Αμερικανών πολιτών για ελλείψεις προϊόντων και αυξήσεις τιμών. Πράγματι, ήδη από τις 22 Απριλίου, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ είχε παραδεχτεί ότι το επίπεδο των δασμών δεν ήταν «βιώσιμο».
Οι προειδοποιήσεις εντάθηκαν: στα τέλη Απριλίου, ο διευθυντής του λιμανιού του Λος Άντζελες, Τζιν Σερόκα, προέβλεψε κατάρρευση 35% στις παραδόσεις, ενώ οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Walmart και Target προειδοποίησαν για τον κίνδυνο άδειων ραφιών.
Αυτές οι πιέσεις φαίνεται πως άλλαξαν τη στάση του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες άφηνε να εννοηθεί ότι οι δασμοί θα μειωθούν, μεταβάλλοντας τη ρητορική του από τις κατηγορίες περί «λεηλασίας» στις 9 Απριλίου.
Παρότι η αμερικανική κυβέρνηση πέτυχε κάποια πρόοδο στην προσπάθεια μείωσης της εξάρτησης από την Κίνα, η πρόσφατη ανακοίνωση θεωρείται σημαντική υποχώρηση για τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς το Πεκίνο δεν προέβη σε νέες παραχωρήσεις για το άνοιγμα της αγοράς του, πέραν της επιστροφής στο status quo πριν την κλιμάκωση του Απριλίου.
Η Κίνα, ωστόσο, θα συνεχίσει να υφίσταται τους εναπομείναντες αμερικανικούς δασμούς ύψους 30%, ένα επίπεδο που παραμένει πολύ υψηλό και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για τους Αμερικανούς διανομείς να αναζητήσουν εναλλακτικούς προμηθευτές.
Η κρίση αυτή αναμένεται να αφήσει βαθιά σημάδια, καθώς η Κίνα έχει ήδη αυξήσει τις εισαγωγές βραζιλιάνικης σόγιας, ενώ οι αμερικανικοί κολοσσοί διανομής εξετάζουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας. Και στις δύο πλευρές, εδραιώνεται η αίσθηση ότι η σχέση έχει καταστεί υπερβολικά επικίνδυνη και πολιτικά φορτισμένη για αμοιβαία εξάρτηση.
Iσως πρόκειται για εκεχειρία και σίγουρα όχι για το τέλος του εμπορικού πολέμου.
ΠΗΓΗ TVXS