Συμπληρώθηκαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από την 23η Απριλίου 2010 όταν ο
Γιώργος Παπανδρέου από το Καστελόριζο ανακοίνωνε την ένταξη της χώρας στο
πρώτο μνημόνιο.
Η μαύρη αυτή επέτειος αποτελεί μια καλή ευκαιρία να ανοίξει επιτέλους ένας
ειλικρινής διάλογος για τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν τη χώρα στην αγκαλιά
του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Εμείς από την πρώτη στιγμή υποδείξαμε τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης ως τη
βασική αιτία της κρίσης χρέους της Ελλάδας τόσο με σχετική μας αρθρογραφία στον
τότε ημερήσιο τύπο (Η Σφήνα 19/2/2010, σελ. 16) αλλά και στον περιοδικό
(Επίκαιρα 27/5/2010, σελ. 33) όσο και με το Βιβλίο μας «Το Μνημόνιο της
Χρεοκοπίας και ο Άλλος Δρόμος-Πειραματόζωον η Ελλάς», Εκδόσεις Λιβάνη Αθήνα
2011.
Ταυτόχρονα αντιταχθήκαμε με επιχειρήματα στις προσπάθειες της τότε κυβέρνησης
να φορτώσει τον ελληνικό λαό με ένοχα αισθήματα, ότι δήθεν για την κρίση χρέους
υπαίτιος ήταν ο ίδιος, με επιχειρήματα του τύπου «μαζί τα φάγαμε» ή ότι η χώρα
ήταν «διεφθαρμένη», όπως δήθεν και όλοι οι Έλληνες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι παραβλέψαμε τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας
αλλά και του ευρωπαϊκού νότου γενικότερα που εξέθρεψε τη λειτουργία του
πελατειακού κράτους και του αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα.
Η Μέρκελ βεβαίως με ιδιαίτερη επιμονή επιχείρησε να αποφύγει την κριτική για τις
ευθύνες που είχε το Βερολίνο για τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας της
Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ONE) και τις οποίες έχουμε ήδη αναλύσει
από το 1997 στο βιβλίο μας «Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Πολιτών και της
Αλληλεγγύης», Εκδόσεις Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός.
Οι μονεταριστικές αντιλήψεις της Γερμανίας που επικράτησαν κατά το σχεδιασμό της
ΟΝΕ συνέβαλαν στη διατήρηση του καταμερισμού εργασίας που υπήρχε στο πλαίσιο
της ΕΟΚ και ο βορράς κατάφερε να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του, ενώ ο νότος
έγινε ακόμη πιο καταναλωτικός καθώς οι τράπεζές του λόγω των χαμηλών επιτοκίων
του ευρώ χορηγούσαν αφειδώς φτηνά καταναλωτικά δάνεια με τα οποία οι
πληθυσμοί του νότου αφενός αναπλήρωναν τα χαμηλά τους εισοδήματα και
αφετέρου αγόραζαν βιομηχανικά προϊόντα του βορρά. Με τον τρόπο αυτό ο βορράς
αξιοποίησε υπέρ του τα οφέλη μιας ενιαίας αγοράς με χαμηλό κόστος δανεισμού.
Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία ο βορράς κέρδισε τριπλά.
1)Αύξησε τις εξαγωγές του στο νότο.
2)Εξαγόρασε τις κυριότερες τράπεζες και βιομηχανίες του νότου.
3)Μετατράπηκε στον μεγαλύτερο πιστωτή των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Επομένως τα δημοσιονομικά προβλήματα του ευρωπαϊκού νότου οφείλονταν στον
ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας που είχε διαμορφωθεί κατά τη λειτουργία της
ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω η αύξηση του χρέους στον ευρωπαϊκό νότο
οφείλονταν σε σημαντικό βαθμό στο οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας και στον
τρόπο λειτουργίας του στο πλαίσιο της ευρωζώνης.
Έτσι ο βορράς και κυρίως η Γερμανία μετατράπηκε στον μεγαλύτερο πιστωτή των
χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας αγοράζοντας κρατικά ομόλογα της Ελλάδας,
Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας αξίας 909 δισ. ευρώ (Ισοτιμία 13/2/2010, σελ.
6) ενώ ο φτηνός δανεισμός οδήγησε σε υπερχρέωση τα νοικοκυριά και τις
επιχειρήσεις του νότου.
Οι ανισορροπίες στο πλαίσιο της ΟΝΕ επιτάθηκαν λόγω της εμπορικής πολιτικής που
ακολούθησε η Γερμανία. Ως γνωστόν ακρογωνιαίος λίθος της μεταπολεμικής
οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας θεωρούντο οι εξαγωγές και το ελεύθερο
εμπόριο. Προκειμένου τα γερμανικά προϊόντα να καταστούν ανταγωνιστικά στο
εξωτερικό οι μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις συνεπικουρούμενες από την
ομοσπονδιακή κυβέρνηση και εν μέρει από τα συνδικάτα των εργαζομένων
καθήλωσαν τους μισθούς στη Γερμανία. Έτσι με την «Ατζέντα 2010» τη γνωστή
μεταρρύθμιση του Σρέντερ το 2003 και την ψήφιση του συνακόλουθου νόμου Χαρτς
καθηλώθηκαν οι μισθοί στη Γερμανία, αυξήθηκε η μερική απασχόληση και το 2011
πέντε εκατομμύρια τουλάχιστον εργαζόμενοι στη Γερμανία απασχολούντο σε θέσεις
μερικής απασχόλησης αμειβόμενοι με 400 ευρώ το μήνα!!! (Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία 8/5/2011, σελ. 9).
Έτσι όπως τονίζουμε στο βιβλίο μας το «Μνημόνιο της Χρεοκοπίας» (σελ. 185) η
καθήλωση των μισθών των Γερμανών εργαζομένων οδήγησε σε μείωση της
εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία, με αποτέλεσμα τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα
της γερμανικής πλευράς να μην μετατρέπονται σε εσωτερική καταναλωτική δαπάνη.
Αν όμως υπήρχε δικαιότερη κατανομή πλούτου στη Γερμανία και αύξηση των
μισθών και άρα και της εσωτερικής ζήτησης, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την
αύξηση των εξαγωγών των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης στη Γερμανία. Έτσι θα
υπήρχε τόνωση της ανάπτυξης στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης και κυρίως του
ευρωπαϊκού νότου και αναδιανομή των πλεονεκτημάτων της ΟΝΕ σε όλα τα μέλη
της.
Αυτό όμως δεν μπορούσε να συμβεί στο πλαίσιο του υφιστάμενου
κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος που ίσχυε και ισχύει στη Γερμανία αφού έτσι θα
μειωνόταν τα υπερκέρδη των γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων.
Την πολιτική αυτή της Γερμανίας είχαν ήδη στηλιτεύσει αρκετοί οικονομολόγοι όπως
P. Krugman (New York Times 15/12/2008) αλλά και η Γαλλία με δριμύτατες
δηλώσεις της τότε υπουργού οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ (Financial Times
15/3/2010).
Σύμφωνα με στοιχεία από την έκθεση του ΔΝΤ που παρουσιάστηκε τον Μάιο 2010
(Έκθεση 10/110, 5 Μαΐου 2010, σελ. 125) με αφορμή την ψήφιση του πρώτου
μνημονίου από τη Βουλή, το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό ) της χώρας μας
από 186 δισ. ευρώ το 2004, (δηλαδή δύο χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στο
ευρώ) είχε φτάσει το 2010 στα 427 δισ. ευρώ!!!
Ειδικότερα στο δημόσιο χρέος από 131 δισ. ευρώ το 2004 σκαρφάλωσε στα 329 δισ.
ευρώ το 2010.
Σύμφωνα με την ίδια Έκθεση του ΔΝΤ ενώ το 2004 οι ξένοι δανειστές κατείχαν το
70% του ελληνικού χρέους, το 2009 το ποσοστό αυτό είχε φτάσει στο 80%.
Ταυτόχρονα στο τέλος του 2009 ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους περί τα 150
δισ. ευρώ κατείχαν ξένες τράπεζες κυρίως ευρωπαϊκές και ειδικότερα το 36% το
κατείχαν γαλλικές τράπεζες, το 32% άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες το 21% γερμανικές
τράπεζες και το 11% μη ευρωπαϊκές τράπεζες.
Σε σχέση με τα νοικοκυριά της χώρας μας ενώ μέχρι το 2004 τους είχαν χορηγηθεί
δάνεια 52,560 δισ. ευρώ, τον Ιούλιο του 2009 το ποσό είχε ανέλθει στα 118,333 δισ.
ευρώ (Ισοτιμία 31/1/2010, σελ. 70), δηλαδή μέσα σε πέντε και μισό χρόνια τα
νοικοκυριά δανείστηκαν 65,773 δισ. ευρώ!!!
Από τα ποσά αυτά 44,9 δισ. ευρώ αφορούσαν σε στεγαστικά δάνεια, ενώ 19,3 δισ.
ευρώ αφορούσαν σε καταναλωτικά δάνεια τα οποία βεβαίως στο μεγαλύτερο μέρος
χρησιμοποιήθηκαν για αγορές προϊόντων του ευρωπαϊκού βορρά και για άλλες
υπηρεσίες. Μάλιστα μεγάλο μέρος του δανεισμού αυτού στράφηκε στην αγορά
αυτοκινήτων από τις χώρες της ΕΕ και άλλες τρίτες χώρες. Άλλωστε κατά το
διάστημα 2004-2009 πουλήθηκαν στην Ελλάδα κατά μέσο όρο 265.800 αυτοκίνητα
ετησίως.
Έτσι αποδεικνύεται ότι ο Ελληνικός λαός υπερχρεώθηκε προκειμένου να στηρίξει τις
εξαγωγές των γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών εργοστασίων στην Ελλάδα!!!
Και αυτό ήταν γνωστό στις εποπτικές αρχές της ΕΕ όπως προκύπτει από σχετικές
δηλώσεις του τότε Προέδρου του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (Κέρδος 9/10/2010
σελ.3). Μάλιστα πρόκειται για κατ΄ εξοχήν περίπτωση «επονείδιστου» χρέους αφού
οι δυνάμεις του δικομματισμού στη χώρα μας σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές
της ΕΕ, την ΕΚΤ, τις πολιτικές ηγεσίες της Γαλλίας και της Γερμανίας και τις
διάφορες ευρωπαϊκές τράπεζες προχώρησαν στον υπερδανεισμό της χώρας μας
προκειμένου να ενισχύσουν τις εξαγωγές γαλλο-γερμανικών προϊόντων και
υπηρεσιών στην Ελλάδα, επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα της
χώρας.
Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα.
Νότης Μαριάς, Καθηγητής Θεσμών της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην
Ευρωβουλευτής και Βουλευτής Ηρακλείου