Του Κώστα Ράπτη
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ μάλλον έχει πολύ αδύναμη αντίληψη της ειρωνείας.
“Δεν μπορούμε να δεχτούμε μια αδύναμη συμφωνία για την Ουκρανία, όπως αυτή του Μινσκ”, δήλωσε ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ μετά τη σύνοδο των Ευρωπαίων ηγετών στο Λονδίνο. Το γιατί η Συμφωνία του Μινσκ, που προέβλεπε τη διατήρηση των εξεγερμένων επαρχιών του Ντονμπάς εντός της ουκρανικής κυριαρχίας, δεν τηρήθηκε ποτέ, μολονότι είχε συνυπογραφεί από τη Γερμανία και τη Γαλλία (που τώρα συμμετέχουν σε συνάξεις σαν του Λονδίνου), μοιάζει να του διαφεύγει. Και όμως, οι Άνγκελα Μέρκελ και Φρανσουά Ολάντ δήλωσαν εκ των υστέρων ότι η Συμφωνία του Μινσκ απέβλεπε στο να δώσει χρόνο στην ουκρανική πλευρά να εξοπλιστεί και δεν υπήρχαν πραγματικές προθέσεις υλοποίησης των υπογεγραμμένων.
“Διαμορφώνουμε μια Συμμαχία των Προθύμων για την Ουκρανία”, δήλωσε επίσης ο Στάρμερ, σημειώνοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι έτοιμο να “βάλει μπότες στο έδαφος”, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Και πάλι ο Βρετανός πρωθυπουργός ξεχνά ότι ο όρος έχει ήδη απαξιωθεί, καθώς καθιερώθηκε τον καιρό της εκτός πλαισίου ΟΗΕ εισβολής στο Ιράκ, από την οποία είχαν εγκαίρως πάρει αποστάσεις η Γερμανία, η Γαλλία και η Ρωσία, ενώ ο απολογισμός της υπήρξε, κατά κοινή ομολογία πλέον, απλώς καταστροφικός.
Αλλά έτσι και αλλιώς “Συμμαχία των Προθύμων” που να μην συγκροτείται πέριξ των ΗΠΑ αποτελεί αξιοπερίεργη ιστορική πρωτοτυπία.
Το “αφήγημα”, ωστόσο, έχει εμφανώς αποσυνδεθεί από τα αντικειμενικά δεδομένα. Οι (βασικά Ευρωπαίοι) ηγέτες που συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο θεωρούν ότι μπορούν να ηγηθούν μιας “ανταρσίας” εντός του δυτικού στρατοπέδου εναντίον της φυσικής ηγέτιδάς του, ήτοι της Ουάσιγκτον, στο όνομα πολιτικών που έχουν πλέον απορριφθεί και εγκαταλειφθεί από αυτήν.
Πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν (κάποτε) την Ουκρανία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση ισχύος και να επιβάλλουν (κάπως) την επιλογή τους αυτή σε μία κυβέρνηση Τραμπ, η οποία έχει μπει για τα καλά σε πορεία “περιορισμού ζημιών” και αποφυγής περαιτέρω ρίσκων, που δεδομένου του αντιπάλου, θα μπορούσαν να φθάνουν μέχρι την πυρηνική σύγκρουση.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μιλούν για “στρατηγική αυτονομία”, την ώρα που διεκδικούν συνέχιση της αμερικανικής προστασίας, ως όρο για την υλοποίηση των δικών τους υψιπετών σχεδιασμών. Και εναγκαλίζονται ως οιονεί ηγέτη τους τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, την ώρα που στην Αμερική έχει αρχίσει δημοσίως και από επίσημη χείλη η συζήτηση για την αναγκαιότητα της αντικατάστασής του.
Οι αντικειμενικοί όροι προδιαγράφουν την τύχη της ιδιόμορφης αυτής ενδο-ατλαντικής “ανταρσίας” – την οποία, άλλωστε, δεν είναι όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες διατεθειμένοι να οδηγήσουν πολύ μακριά.
Το Ινστιτούτο του Κιέλου (IfW) σημειώνει ότι “η Γερμανία δεν αύξησε ουσιαστικά τις στρατιωτικές προμήθειες τον ενάμιση χρόνο μετά τον Φεβρουάριο του 2022 και τις επιτάχυνε μόνο στα τέλη του 2023. Δεδομένου του μαζικού αφοπλισμού της Γερμανίας τις τελευταίες δεκαετίες και του τρέχοντος ρυθμού των προμηθειών, για ορισμένα βασικά οπλικά συστήματα, η Γερμανία δεν θα φτάσει τα επίπεδα του 2004 τα επόμενα περίπου 100 χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις όπλων προς την Ουκρανία, ορισμένες γερμανικές ικανότητες μάλιστα μειώνονται”.
Το IfW επίσης εκτιμά ότι “η Ευρώπη θα χρειαζόταν επιπλέον 300.000 στρατιώτες και μια αύξηση περίπου 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αμυντικές δαπάνες για να αρχίσει ακόμη και να επανορθώνει αυτή τη θλιβερή κατάσταση των στρατιωτικών υποθέσεων. Οι δαπάνες φαίνονται εφικτές ακόμη και βραχυπρόθεσμα, η αύξηση του προσωπικού όμως όχι”.
Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ.Ντ. Βανς, που φαίνεται πως αναλαμβάνει όλο και πιο κομβικό ρόλο στον τερματισμό της ουκρανικής κρίσης, εκτίμησε λακωνικά μέσω Χ: “Η πικρή ειρωνεία της σημερινής δύσκολης κατάστασης της Αμερικής είναι ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζητωκραυγάζουν για μόνιμες αποστολές όπλων στην Ουκρανία υποστήριξαν επίσης την αποβιομηχάνιση της Αμερικής. Τα πράγματα ακριβώς που θέλετε να στείλουμε είναι πράγματα που δεν παράγουμε αρκετά”.
Αλλά αν αυτό ισχύει για την Αμερική, ασφαλώς ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για την Ευρώπη…