Η επόμενη μέρα στη Συρία μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ ξεκίνησε με σφοδρούς βομβαρδισμούς από το Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ άρπαξε την ευκαιρία από το κενό εξουσίας για να ροκανίσει εδάφη και στη Συρία, ενώ παράλληλα μοιάζει να κάνει ταυτόχρονες κινήσεις με την Τουρκία για να ικανοποιήσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες του στην περιοχή. Την ίδια στιγμή ο Μπενιαμίν Νετανιάχου κινείται μεταξύ δικαστηρίου και πολέμου, καθώς συνεχίζοντας τον γενοκτονικό πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας καταθέτει στην υπόθεση εναντίον του για διαφθορά.
Οι ισραηλινές δυνάμεις εξουδετερώνουν την πολεμική ικανότητα της Συρίας καταστρέφοντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων αεροδρόμια, ραντάρ, αποθήκες όπλων και κέντρα έρευνας του στρατού. Επίσης, βύθισαν σκάφη του συριακού πολεμικού ναυτικού και έπληξαν μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας κοντά στο λιμάνι της Λαττάκειας. Παράλληλα, το Ισραήλ μετέφερε στρατεύματα στα στρατηγικής σημασίας Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία απέσπασε από τη Συρία στον πόλεμο του 1967 και λειτουργούν εδώ και χρόνια ως υποτυπώδης ουδέτερη ζώνη.
Κατά την τωρινή, πρώτη φανερή είσοδο του Ισραήλ στο συριακό έδαφος μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, η κυβέρνηση Νετανιάχου ανακοίνωσε πως η συμφωνία του 1974 για τα Υψίπεδα του Γκολάν είναι πλέον «άκυρη». Παρόλο που ισχυρίστηκε ότι η κατάληψη συριακού εδάφους ήταν «προσωρινή αμυντική κίνηση για να διασφαλίσει ότι δεν θα πέσει στα χέρια των τζιχαντιστών», διαμήνυσε πως τα Υψίπεδα του Γκολάν «θα μείνουν στα χέρια του Ισραήλ για πάντα».
Μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου στη Συρία το 2011 στο πλαίσιο της Αραβικής Ανοιξης, το Ισραήλ θεωρείται ότι παρείχε βοήθεια στους αντάρτες που πήραν τα όπλα εναντίον της κυβέρνησης Ασαντ. Επίσης, πραγματοποιούσε τακτικά αεροπορικές επιδρομές κατά των αποθηκών οπλισμού και του στρατιωτικού προσωπικού του Ιράν και της Χεζμπολάχ στη Συρία. Τώρα το Ιράν κατηγορεί το Ισραήλ ότι έπαιξε βασικό ρόλο στην ανατροπή του συριακού καθεστώτος, βοηθώντας τους ισλαμιστές αντάρτες της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS) να κατακτήσουν συριακές πόλεις. Για το Τελ Αβίβ, το τέλος της δικτατορίας του Ασαντ αποτελεί «ευκαιρία να διαταραχθεί η ικανότητα της Τεχεράνης να διακινεί λαθραία όπλα μέσω της Συρίας στη λιβανική ένοπλη οργάνωση».
Ταυτόχρονες αεροπορικές επιθέσεις από νότο και βορρά
Παρόλο που το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες βλέψεις στον πόλεμο της Γάζας, η νέα μεταβατική κυβέρνηση στη Συρία φαίνεται να έχει ανοίξει τον δρόμο σε αυτούς τους δύο μεγάλους παίκτες ώστε να «κουμαντάρουν» την πολύπαθη χώρα. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια στους ουρανούς δεν πετούν συριακά και ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη, αλλά συνεχίζονται οι αεροπορικές επιδρομές από το Ισραήλ και την Τουρκία. Σε μια σχεδόν ταυτόχρονη όπως εξελίχθηκε επίθεση από νότο και βορρά, το Ισραήλ χτύπησε εγκαταστάσεις του καθεστώτος Ασαντ και η Τουρκία θέσεις των Κούρδων.
Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο καθώς, σύμφωνα με δημοσίευμα της ισραηλινής εφημερίδας «Jerusalem Post», εκπρόσωποι των Κούρδων της Συρίας απηύθυναν έκκληση σε Ισραηλινούς αξιωματούχους μέσω διάφορων διαύλων επικοινωνίας ζητώντας βοήθεια και προστασία. Εν τω μεταξύ ο Ερντογάν, ο οποίος επικρίνει ανοιχτά το Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου στη Γάζα, έχει κατηγορηθεί για υποκρισία επειδή η Τουρκία επιτρέπει τη ροή αργού πετρελαίου από το Αζερμπαϊτζάν προς το Ισραήλ μέσω του αγωγού Μπακού – Τιφλίδα – Τσεϊχάν (BTC), παρά την εμπορική απαγόρευση που του επέβαλε τον Μάιο. Ωστόσο, το τουρκικό υπουργείο Ενέργειας το αρνείται.
Ελπίδες για κατάπαυση του πυρός;
Καθώς η ισραηλινή σφαγή συνεχίζεται και μετρά περίπου 45.000 νεκρούς στη Γάζα, κυρίως αμάχους, δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Wall Street Journal», που επικαλείται διαμεσολαβητές, αναφέρει ότι η Χαμάς φέρεται να αποδέχεται δύο σημαντικές απαιτήσεις του Ισραήλ για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα.
Η πρώτη αφορά την παραμονή ισραηλινών στρατευμάτων στον παλαιστινιακό θύλακα κατά τη διάρκεια της κατάπαυσης του πυρός και η δεύτερη την παράδοση από τη Χαμάς λίστας με τα ονόματα των ομήρων που θα απελευθερώσει σε περίπτωση εκεχειρίας, κάτι που φέρεται να έχει ήδη πράξει. Η εξέλιξη αυτή έρχεται μετά τις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στη Χαμάς για την απελευθέρωση των ομήρων πριν από την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ.