Μπορεί να συνδυασθεί η “συμπεριληπτικότητα” με τον “ιδεασμό μεγαλείου”; Ή μάλλον, σε πιο πολιτικούς όρους, η “δημοκρατία” με την “αυτοκρατορία”; Κατά τον Ταγίπ Ερντογάν, φαίνεται πως μπορεί. Αυτό προκύπτει από την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του για το “Τζουμχουριέτ Μπαϊράμι”, δηλ. την επέτειο της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ (μετέπειτα Ατατούρκ) στις 29 Οκτωβρίου 1923.
Η συμπλήρωση 101 ετών από τη συγκρότηση εθνικού κράτους με αβασίλευτο πολίτευμα βρίσκει τη γείτονα σε μια λεπτή συγκυρία. Η αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, ο φόβος γενικευμένου περιφερειακού πολέμου, η πιθανότητα αλλαγής συνόρων έρχεται να προστεθεί στον μετριότατο απολογισμό των προσπαθειών της Άγκυρας να ξεδιπλώσει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αλλά και να παροξύνει το “υπαρξιακό πρόβλημα” της Τουρκίας, που δεν είναι παρά το Κουρδικό ζήτημα.
Εξ ου και οι κυβερνώντες έχουν δρομολογήσει (από την εντυπωσιακή χειραψία του ηγέτη των συμπολιτευόμενων εθνικιστών Ντεβλέτ Μπαχτσελί στους βουλευτές του φιλοκουρδικού κόμματος και εξής) μια διαδικασία ανοιγμάτων προς το κουρδικό στοιχείο, με την προσδοκία ότι αξιοποιώντας και το κύρος του έγκλειστου ιδρυτή του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτζαλάν θα οχυρώσουν τη χώρα απέναντι σε απειλές για την ασφάλεια και την ακεραιότητά της.
Οι φαινομενικώς παράδοξες κορώνες Ερντογάν και λοιπών ότι “το Ισραήλ εποφθαλμιά την Ανατολία” αναφέρονται ακριβώς σε αυτούς τους φόβους – όχι και τόσο αβάσιμους αν αναλογισθούμε τις στενές σχέσεις του εβραϊκού κράτους με τις αρχές του αυτόνομου Ιρακινού Κουρδιστάν ή την παρουσία Αμερικανών πεζοναυτών στις κουρδοκρατούμενες περιοχές της Συρίας.
Κύριος στόχος συνεπώς του Τούρκου προέδρου ήταν με την επετειακή ομιλία του να τονίσει ότι η πολιτική των ανοιγμάτων θα συνεχισθεί, παρά την επίθεση της 23ης Οκτωβρίου στην εξοπλιστική βιομηχανία TUSAS (για την οποία ανέλαβε την ευθύνη το PKK), αλλά και να απευθύνει ευρύτερα ένα κάλεσμα εθνικής συσπείρωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό εάν δεν αναγνωρίσει, θέλοντας και μη, ότι η Τουρκία είναι περισσότερο πολύμορφη απ’ ό,τι το θέλει η κυρίαρχη ιδεολογία της (και οι καταπιεστικές πρακτικές των προηγούμενων 100 ετών).
Γι’ αυτό και ο Ερντογάν προσφεύγει στην επίκληση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που του είναι τόσο αγαπητή, υποστηρίζοντας ότι η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας δεν αποτέλεσε στην πραγματικότητα τομή, παρά “επανεκκίνηση” στο πλαίσιο μιας αδιάσπαστης ανά τους αιώνες ιστορίας των Τούρκων και των άλλων λαών που αυτοί “ενσωμάτωσαν”.
Σε ένα μείγμα διαφορετικών ιδεολογικών στοιχείων, από τον παντουρανισμό που έχει το βλέμμα στραμμένο προς την Κεντρική Ασία, μέχρι τον οθωμανισμό και τον ρεπουμπλικανισμό, συν την απαραίτητη υποβάθμιση του ιστορικού ρόλου του Ατατούρκ (αφού αυτός δεν “ίδρυσε”, αλλά “επανεκκίνησε”), ο Ερντογάν πλάθει ένα παρελθόν πολύ αρμονικότερο του πραγματικού, για να υποσχεθεί ένα κοινό μέλλον, στο οποίο είναι προτιμότερο να επενδύσουν οι λαοί της Τουρκίας, αντί να δελεάζονται από επικίνδυνες περιπέτειες.
Φυσικά, για να σταθεί το αφήγημα θα πρέπει να “λειανθούν” όλες οι αντιφάσεις που γέννησαν τη σύγχρονη Τουρκία: το πώς ο παλαιός δεσποτισμός αντικαταστάθηκε από ένα αυταρχικό πατερναλιστικό κράτος, περισσότερο δυσανεκτικό στην εθνοθρησκευτική και λοιπή διαφορετικότητα, το πώς η “κοσμικότητα” θεμελιώθηκε πάνω στην μουσουλμανικότητα (με εξοβελισμό των αλλόθρησκων και καταστολή των ετερόδοξων Αλεβιτών), το πώς επιχειρήθηκε βίαιη αποκοπή από το παρελθόν που σήμερα δοξάζεται, αρχής γενομένης από την αλλαγή αλφαβήτου κ.ο.κ.
Κυρίως όμως θα πρέπει οι κυβερνώντες να επιλύσουν το πρακτικό πρόβλημα πώς να προχωρήσουν τα κουρδικά τους ανοίγματα, συνεχίζοντας ταυτοχρόνα τον δικό τους “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”. Το ότι την επομένη του διαγγέλματος Ερντογάν συνελήφθη με την κατηγορία των επαφών με το ΡΚΚ ο πανεπιστημιακός και εκλεγείς με το CHP της αξιωματικής αντιπολίτευσης δήμαρχος του Εσενγιούρτ (του μεγαλύτερου σε πληθυσμό από τους 39 δήμους της Κωνσταντινούπολης) καταδεικνύει το ακροβατικό του εγχειρήματος.
Το περιεχόμενο του διαγγέλματος
Σύμφωνα με την ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου, αφού υποστήριξε ότι η ιστορία των Τούρκων είναι “ενιαία”, από τους Ούνους, τους Ουιγούρους και τους Σελτζούκους μέχρι τους Οθωμανούς, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έκρινε ότι η σημερινή Τουρκία είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος σειράς κρατών με ιστορία χιλιάδων χρόνων και ότι “η Δημοκρατία δεν ανακηρύχθηκε πριν από 101 χρόνια ως νέο κράτος, αλλά ως ένα καθεστώς που συμβολίζει μια νέα αρχή”.
Εξάλλου, διαβεβαίωσε ότι από την άφιξή τους στην Ανατολία, οι Τούρκοι αγκάλιασαν όλους τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, “με συμπόνια και δικαιοσύνη”: δεν τους θεώρησαν, όπως είπε, χωριστούς από τους ίδιους, τους δέχθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος του “παγκόσμιου κράτους” που ίδρυσαν.
Σε μία έμμεση αναφορά στη Γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων και την εθνοκάθαρση των Ρωμιών της Ανατολίας, υποστήριξε ακόμη πως “το τουρκικό έθνος δεν ήταν η αιτία για κανένα από τα οδυνηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις αρχές του περασμένου αιώνα”, αλλά ότι “γείτονες χιλιάδων ετών έπεσαν θύμα των υποσχέσεων, των ψεμάτων και των προκλήσεων των ιμπεριαλιστών και γι’ αυτό πλήρωσαν το τίμημα των δικών τους φιλοδοξιών και λαθών”.
Ο Ερντογάν αναγνώρισε πως “μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, η αποδοχή κάθε ατόμου εντός των συνόρων ως ισότιμου πολίτη που αντιμετωπίζεται με δικαιοσύνη μπορεί να ήταν διαδικασία λίγο επώδυνη”, αλλά υποστήριξε ότι “στο σημείο που έχουμε φτάσει, πιστεύω ότι πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το να μετράμε τους πόνους του περασμένου αιώνα και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και να στρέψουμε την προσοχή μας όλοι μαζί στον τουρκικό αιώνα”.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε ακόμη ότι “από την ίδρυσή της, η Δημοκρατία μας είχε σίγουρα κάποιες ελλείψεις, κάποιες αδυναμίες, ακόμη και κάποιες λανθασμένες επιλογές, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι αρκετό για να επισκιάσει τη βαθιά ριζωμένη ιστορία, τον πλούσιο πολιτισμό και τις ανθρώπινες αξίες”, που – κατ’ αυτόν – “αποτελούν παράδειγμα για όλο τον κόσμο”.
Ο πρόεδρος Ερντογάν τόνισε ότι την τρέχουσα περίοδο λαμβάνουν χώρα ιστορικές εξελίξεις στον κόσμο και στην περιοχή. “Σε μια τέτοια περίοδο, έχει γίνει πολύ πιο σημαντικό και ζωτικής σημασίας και τα 85 εκατομμύρια (των κατοίκων της Τουρκίας) να ενωθούμε γύρω από το όραμα του τουρκικού αιώνα. Για τον σκοπό αυτό, ως χώρα και έθνος, είναι επιτακτική ανάγκη να λύσουμε γρήγορα τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που έχουμε μπροστά μας”.
Ακόμη, αναφερόμενος στην τρομοκρατική επίθεση της 23ης Οκτωβρίου, διαβεβαίωσε ότι “όσο το έθνος διατηρεί την ενότητα και την αλληλεγγύη του και διατηρεί άθικτο το εσωτερικό μέτωπο, οι τρομοκρατικές οργανώσεις και οι δυνάμεις του κακού που τις τροφοδοτούν και τις εξαπολύουν στη χώρα, δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν τις φιλοδοξίες τους”.