Ελλάδα για επίπεδα προ κρίσης-Θέλει ανάπτυξη 2% άνω ευρωζώνης μιας δεκαετίας

996
Η πραγματοποίηση οικονομικής σύγκλισης θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία
Την ανάγκη να αναπτυσσόμαστε ως οικονομία κατά 2% πάνω από την Ευρωζώνη την επόμενη 10ετία ώστε η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα υπογράμμισε με παρέμβασή του στο οικονομικό φόρουμ των Δελφών ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος.
Συνεπώς, η πραγματοποίηση οικονομικής σύγκλισης θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία.
Βασική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η ποσοτική αύξηση και ποιοτική βελτίωση των επενδύσεων, οι οποίες σήμερα αποτελούν το 14,1% του ΑΕΠ, έναντι 22.3% στην Ευρωζώνη, και δεν επαρκούν για να χτιστεί ξανά το κεφάλαιο που απωλέσθηκε στα χρόνια της κρίσης.
Επιπλέον, για να είναι η ανάπτυξη διατηρήσιμη, πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με προώθηση εξαγωγών και υποκατάσταση εισαγωγών, καθώς και να εισαχθούν περισσότερες δραστηριότητες έντασης γνώσης και τεχνολογίας στην παραγωγή ώστε να μην ανταγωνιζόμαστε σε όρους χαμηλότερου κόστους και να δημιουργηθούν ποιοτικότερες θέσεις εργασίας. Βασικά αναπτυξιακά εργαλεία για την επίτευξη αυτών των στόχων αποτελούν, όχι οι εισοδηματικές ενισχύσεις, αλλά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Χρέος

Στη συνέχεια, ο κ. Αναστασάτος επεσήμανε: Η οικονομική ανάπτυξη ενισχύει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, επομένως πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι μονοδιάστατη. Ενώ υπερβολικά υψηλά πλεονάσματα μπορεί να πλήττουν την ανάπτυξη αφαιρώντας δημοσιονομικό χώρο, το ίδιο μπορεί να κάνουν και τα μεγάλα ελλείμματα, καθότι πλήττουν τις προσλήψεις διατηρησιμότητας του δημόσιου χρέους και μπορεί να οδηγήσουν σε εκτόπιση των ιδιωτικών επενδύσεων μέσω ανόδου των επιτοκίων και, σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης των αγορών, φυγή κεφαλαίων και κρίση χρηματοδότησης».
Επομένως, οι στόχοι για τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα πρέπει να τηρούνται, διότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους τα καθιστά απαραίτητα. Επιπλέον, αποτελούν διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, καθώς το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ ορίζει ότι όσες χώρες έχουν δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 90% του ΑΕΠ τους, πρέπει να το μειώνουν κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ανά έτος.
Στην Ελλάδα, τα δημόσια έσοδα αυξήθηκαν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2008-2022, ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αντίθετα, το μερίδιο των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ ήταν το 2022 δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το 2008, καθώς και από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, χωρίς το επίπεδο των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών να είναι πάντα αντίστοιχο. Δεν έχουν όλες οι δαπάνες την ίδια επίδραση στην ανάπτυξη, οι παραγωγικές επενδύσεις έχουν μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από τις μεταβιβαστικές πληρωμές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το κόστος απασχόλησης -μισθολογικό και μη- ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν το 2022 ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο της ευρωζώνης και οι δαπάνες για συντάξεις είχαν το 5ο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, παρά τις περικοπές των προηγούμενων ετών.
«Καθώς οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις είναι πιο ανελαστικές, δεν είναι επιθυμητό να υπάρξουν περικοπές -που θα είχαν υφεσιακή επίπτωση- αλλά πρέπει ο ρυθμός αύξησης αυτών των δαπανών να είναι βραδύτερος του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί στο σκέλος των συντάξεων εφόσον δεν ανατραπεί η μεταρρύθμιση που ορίζει ότι οι συντάξεις πρέπει να αυξάνονται ετησίως σε ποσοστό ίσο με το άθροισμα του ημίσεως ανάπτυξης και πληθωρισμού.
Είναι σημαντικό να τηρηθεί αυτό καθώς οι συντάξεις είναι μακράν το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού.
Η δυσμενής πορεία του δημογραφικού και η επιδείνωση της σχέσης εργαζόμενων προς συνταξιούχους καθιστούν αυτή την περιοχή μεγάλη πρόκληση για το μέλλον.
Οι προοπτικές ανάπτυξης είναι θετικές στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, με προβλεπόμενη υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης την επόμενη τριετία, με ατμομηχανές τις δράσεις του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, την καλή πορεία του τουρισμού, την ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη, καθώς και την θετική επίδραση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας στις επενδύσεις» κατέληξε ο οικονομολόγος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας