Η (άγνωστη) αγωνία και η απογοήτευση Ντελόρ για την ελληνική οικονομία!

895

Η είδηση του θανάτου του πρώην πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, σε ηλικία 98 ετών, συνοδεύθηκε, ως συνήθως, από τους γνωστούς υμνωδικούς χαρακτηρισμούς ότι ήταν o «πατέρας» του ευρώ, ο οραματιστής και αρχιτέκτονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, φυσικά, το περιβόητο συνώνυμο παχουλό πακέτο μέσω του οποίου (κι ουχί μόνου!) εισέρευσαν κοινοτικοί πόροι δισ. ευρώ. Γι΄ αυτό και τα άλλα πακέτα, καθώς και για την προσπάθειά του και την αγωνία του γίνει η ελληνική οικονομία ευρωπαϊκή, δηλαδή να συγκλίνει με την Ευρώπη ούτε ουδόλως διάβασα ή άκουσα κάτι σχετικό.

Κι όμως, αυτή η αγωνία και η απογοήτευση για τα κοινοτικά πακέτα που πήγαιναν «στράφι» έκανε δύο επονείδιστες παρεμβάσεις, Η πρώτη, ύστερα από εννέα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ, όταν  ο Γάλλος σοσιαλιστής Ζακ Ντελόρ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ένθερμος συμπαραστάτης των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ή του Ανδρέα Παπανδρέου και σιωπών αιδημόνως επί μια οκταετία για τα τέρατα και σημεία της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε μετά το 1981, βρήκε την ευκαιρία να τα «ψάλει» στον «αθώο του αίματος» καθηγητή και ακαδημαϊκό Ξενοφώντα Ζολώτα, πρωθυπουργό της Οικουμενικής Κυβέρνησης.

Το RRF πληρώνει… – Στην Ελλάδα η τρίτη δόση με 3,64 δισ. ευρώ

Τότε, λοιπόν, στις 19 Μαρτίου 1990, ο Ζακ Ντελόρ έστειλε στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα  Ζολώτα επιστολή με δραματικό περιεχόμενο για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για επιστολή κόλαφο, που θα παραμείνει ένα επαίσχυντο μνημείο για το κατάντημα της χώρας μας και της ελληνικής οικονομίας, καθώς, πέρα από την παρουσίαση με στοιχεία της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, έκανε και δραματική έκκληση για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Από την επιστολή αυτή δημοσιεύω μερικά αποσπάσματα  για να θυμόμαστε συνεχώς τα χάλια μας:

«Καθόλου το διάστημα από την είσοδο της χώρας σας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και μετά, η Κοινότητα κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Ελλάδας, και να τη βοηθήσει να φτάσει στο επίπεδο των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών. Η αλληλεγγύη αυτή εκφράστηκε με σημαντικές περιφερειακές και διαρθρωτικές βοήθειες _ όπως συνέβη και με άλλες χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις _ αλλά και με τη μορφή μεσοπρόθεσμου δανείου χρηματοδοτικής αρωγής που χορηγήθηκε το 1985 και 1986 για να βοηθήσει την Ελλάδα να εξέλθει από μια δυσκολότατη κατάσταση στην εποχή εκείνη. Το δάνειο αυτό, τη χορήγηση του οποίου η Επιτροπή είχε τότε υποστηρίξει, στήριζε πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης, που είχε σαν στόχο του τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος του δημόσιου τομέα και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων στους τομείς του πληθωρισμού και του ισοζυγίου πληρωμών.

Μετά από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987), η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας.

Οι σημαντικότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί δείκτες, καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξε η πρόσφατη αποστολή της Επιτροπής στην Αθήνα, δείχνουν πράγματι ότι η κατάσταση έγινε πολύ ανησυχητική:

  •  Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989. (σ.σ. υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987).
  •  Η νομισματική πολιτική δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους της, δεδομένου ότι η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3) ανέρχεται σε 24%.
  •  Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φτάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.
  •  Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 το 1989 (περίπου 5% του ΑΕΠ), παρά τη σημαντική μεταφορά πόρων εκ μέρους της Κοινότητας, ιδιαίτερα κατά το τέλος του χρόνου.

Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη λήψη, χωρίς καθυστέρηση, δραστικών μέτρων και την εκπόνηση και εφαρμογή πολυετούς προγράμματος ανόρθωσης της οικονομίας το ταχύτερο δυνατό. Αν δεν γίνει αυτό η χώρα σας διατρέχει δύο σοβαρούς κινδύνους: Από τη μια πλευρά το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου χρέους και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας κι εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Όσο για την Επιτροπή, θα βρισκόταν στη δύσκολη θέση να έχει συμμετάσχει και συνδέσει την ίδια την αξιοπιστία της σε απόφαση δανείου του οποίου οι όροι δεν τηρήθηκαν από τον οφειλέτη.

Για το λόγο αυτό θεωρούμε απαραίτητη τη λήψη σύντομα δραστικών μέτρων που θα επέτρεπαν να διαφανεί η σαφής πρόθεση της χώρας σας να μειώσει μόνιμα τις ανισορροπίες.

Γνωρίζουμε ότι παρόμοια μέτρα θα απαιτήσουν σοβαρές προσπάθειες από την πλευρά του συνόλου της διοίκησης, των επιχειρήσεων και των ιδίων των πολιτών της χώρας σας. Μας φαίνονται όμως τα μόνα που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να επανακτήσει μια αρμονική ανάπτυξη, προς όφελος όλων των πολιτών της στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας».

Δεύτερη παρέμβαση το 1992 με ενδοπασοκικές έριδες για το έτος κατάρρευσης της οικονομίας

Η δεύτερη αγωνιώδης παρέμβαση εκδηλώθηκε  δύο περίπου χρόνια μετά και συγκεκριμένα  τον Μάϊο του 1992, όταν ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου είχε προσκληθεί για να τιμηθεί με το Βραβείο Ωνάση και να μιλήσει στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. Και τότε, έκανε σκληρές πάλι δηλώσεις, οι οποίες μάλιστα προκάλεσαν ενδοπασοκικές έριδες γύρω από το ερώτημα «ποιο είναι το έτος κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας».

Τότε, έφη ταύτα ο Ζακ Ντελόρ:

«Η ελληνική οικονομία αποτέλεσε, με τον πλέον σαφή τρόπο, την εξαίρεση  καθώς δεν συμμετείχε (από το 1985) στη γενική ευρωπαϊκή πορεία, ούτε σε ό,τι αφορά τη μακροοικονομική πορεία, ούτε σε ό,τι αφορά τη διαρθρωτική προσέγγιση. Και η αποτυχία αυτή καταγράφηκε παρά τη συνεχή υποστήριξή της από τους κοινοτικούς πόρους».

Τότε, λοιπόν, θορυβηθείς (εκλογές γαρ επί θύραις!) ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ότι δεν είναι το 1985, αλλά το 1989 που άρχισε η αρνητική πορεία της ελληνικής οικονομίας, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στις μετά τις δικές του κυβερνήσεις.

Όμως, τότε, ο Κώστας Σημίτης, μέλος τότε του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, σε συνέντευξή του στη Θεσσαλονίκη στις 24 Μαίου 1992, διαφώνησε με κατηγορηματικό τρόπο με τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας άρχισε από το 1989, τονίζοντας τα εξής:

«Όπως θυμάστε, την περίοδο 1985 – 1987 ήμουν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και το 1987 θεώρησα ότι η ελαστική πολιτική θα θέσει σε κίνδυνο τα όποια επιτεύγματα του σταθεροποιητικού προγράμματος (σημείωση: που εφήρμοσε διαδεχόμενος το 1985 τον Γεράσιμο Αρσένη). Οι εξελίξεις με δικαίωσαν. Είχαμε αύξηση ελλειμμάτων, αύξηση του πληθωρισμού και ανακοπή του σταθεροποιητικού προγράμματος».

Με αυτή την ξεκάθαρη θέση, ο Κώστας Σημίτης «άδειασε τον Ανδρέα», όπως έγραψε σε πηχυαίο τίτλο η «Ελευθεροτυπία» (28 Μαϊου 1992) και προσδιόρισε ως έτος κατάρρευσης της οικονομίας το 1987.

Ζοφερή η οικονομική πραγματικότητα 1980-1989

Σημειώνω ότι, όπως προκύπτει από όλα  τα διαχρονικά στατιστικά στοιχεία των βιβλίων μου και του αρχείου μου, η ελληνική οικονομία άρχισε να καταρρέει από το 1980 – 1981, όταν η τότε  κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, αντί να προετοιμάσει την Ελλάδα για την έναρξη της συμμετοχής της ως ισότιμου μέλους της (τότε) ΕΟΚ, παρασύρθηκε από τη λογική των παροχών προς πάντα αιτούντα του σοσιαλιστή Ανδρέα Παπανδρέου, που κάλπαζε προς την εξουσία. Στη συνέχεια, η νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981, ενώ παρέλαβε, όπως κατήγγελλε, «καμένη γη», προχώρησε, με την αλόγιστη επεκτατική πολιτική, στη λεηλασία και του υπόλοιπου δημόσιου χρήματος που είχε απομείνει στα δημόσια ταμεία.

Πάντως, αυτό που πρέπει για την ιστορία να υπογραμμισθεί είναι ότι το 1981 η κυβέρνηση Ράλλη παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ μια οικονομία, η οποία, παρά τα προβλήματά της από τις αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις και τις προεκλογικές παροχές, πληρούσε από τότε όλα σχεδόν τα κριτήρια του Μάαστριχτ (αν υπήρχαν τότε) και θα εντασσόταν με το σπαθί της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (αν υπήρχε)!   

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας