Του Κώστα Ράπτη
Ο Χερτ Βίλντερς δεν εμφανίσθηκε χθες στην πολιτική ζωή της Ολλανδίας. Ωστόσο, την ικανότητά του να σοκάρει (και ταυτοχρόνως να θέλγει μέρος του εκλογικού κοινού) δεν φαίνεται να την έχασε μέσα στα χρόνια. Το αποδεικνύει αυτό η πρωτιά του “Κόμματος για την Ελευθερία” στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Ολλανδία την Τετάρτη.
Οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις της Ολλανδίας υποτίμησαν προεκλογικά την “απειλή Βίλντερς”. Ακόμα χειρότερα, επέλεξαν την ίδια στιγμή να παίξουν στο γήπεδό του, με τον απερχόμενο πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε πρώτο και καλύτερο να επικεντρώνει την καμπάνια του στο ζήτημα της μετανάστευσης.
Η επόμενη μέρα
Το αποτέλεσμα ήταν να έχουν εγκλωβιστεί τώρα σε μία παγίδα. Είτε θα σχηματίσουν έναν κυβερνητικό συνασπισμό του τύπου “οποιοσδήποτε εκτός του Βίλντερς” είτε θα συνδιαλλαγούν μαζί του. Τα μειονεκτήματα της δεύτερης επιλογής είναι προφανή. Όμως και στην πρώτη περίπτωση τα προβλήματα είναι πολύ μεγάλα: αφενός θα πρέπει να συμπράξουν τουλάχιστον τέσσερα κοινοβουλευτικά κόμματα για να σχηματισθεί μία εξ ορισμού ευάλωτη κυβέρνηση και αφετέρου θα έχει δικαιωθεί το αφήγημα του ίδιου του Βίλντερς ότι η ολλανδική δημοκρατία πάσχει και το κατεστημένο μηχανεύεται οτιδήποτε για να αποκλείσει από τη διακυβέρνηση το πρώτο κόμμα. Και βέβαια, ακόμη και αν ο Βίλντερς βρει κλειστό, όπως αναμένουν οι περισσότεροι αναλυτές, τον δρόμο για την πρωθυπουργία, κάθε άλλο θα έχει χάσει την ικανότητα να χρωματίζει με την εμπρηστική ρητορική του τη δημόσια συζήτηση και να υποχρεώνει τους αντιπάλους του να υιοθετούν στοιχεία της δικής του ατζέντας.
Στην ίδια παγίδα μοιάζει να έχει πέσει συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι μόνο ανησυχία προκαλεί στις Βρυξέλλες το γεγονός ότι επτά μήνες πριν από τις ευρωεκλογές ο Βίλντερς δίνει αέρα νίκης στην πανευρωπαϊκή ακροδεξιά και δέχεται ήδη τα συγχαρητήρια ομοϊδεατών του από διαφορετικά κράτη-μέλη. Μέχρι τώρα, μολονότι αποτελούσε ανερχόμενο πολιτικό χώρο, η ακροδεξιά δεν είχε διεισδύσει στα ηγετικά όργανα της Ένωσης. Αλλά αυτό πιθανότατα θα αλλάξει με τους αριθμητικούς συσχετισμούς που αναμένεται να προκύψουν στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο, ενώ σε πολιτικό επίπεδο η γραμμή της “υγιειονομικής ζώνης” απέναντι στην ακροδεξιά θα αρχίσει, λόγω και της προφανούς αναποτελεσματικότητάς της, να δίνει τη θέση της στην επιλογή της κανονικοποίησης. Όμως μπορεί το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης να πορευθεί κανονικοποιώντας δυνάμεις που τρέφονται ακριβώς από τον εθνικισμό και τον ευρωσκεπτικισμό;
Πολυμορφία και διαιρέσεις
Ωστόσο, η ακροδεξιά, λαϊκιστική δεξιά ή όπως αλλιώς την αποκαλέσουμε, κάθε άλλο αποτελεί χώρο με ενιαία χαρακτηριστικά στην Ευρώπη. Ανάμεσα στη Γαλλίδα Μαρίν Λεπέν και την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι υπάρχει χαώδης διαφορά σε ό,τι έχει να κάνει με την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία. Αμφότερες, δε, προβάλλουν ως πρότυπα ευρωπαϊσμού, συγκρινόμενες με την “Εναλλακτική για τη Γερμανία” ή τον Βίλντερς, ο οποίος προωθεί την ιδέα της ολλανδικής εξόδου από την Ε.Ε. μέσω δημοψηφίσματος.
Ομοίως στην Ευρώπη, κάθε ένας σχηματισμός στο δεξιό άκρο του φάσματος είναι sui generis – συνδυάζοντας σε διαφορετικές δόσεις τον ευρωατλαντισμό, τον οικονομικό φιλελευθερισμό, την κοινωνική ανεκτικότητα, την ξενοφοβία κ.ο.κ. Για παράδειγμα, ο Βίλντερς θα μπορούσε εύκολα να περιγραφεί ως φιλελεύθερος, αλλά και ταυτόχρονα λαϊκιστής και σε κάθε περίπτωση κήρυκας του μίσους κατά των Μουσουλμάνων – στο όνομα όμως της υπεράσπισης του ολλανδικού ανεκτικού τρόπου ζωής.
Εξού και η ένταξη διαφορετικών εθνικών κομμάτων σε διαφορετικές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο, τους “Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές” και την ομάδα “Ταυτότητας και Δημοκρατίας” ή τους ανεξάρτητους.
Πώς το φαινόμενο διαπλέκεται με το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης
Όμως υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο όλοι αυτοί οι σχηματισμοί έχουν κοινό: την απόρριψη της κοσμιότητας όπως αυτή νοούνταν στον δημόσιο λόγο έως τώρα και την επίδειξη μιας ορισμένης μοχθηρίας απέναντι στους εκάστοτε “στόχους τους”. Πέραν του ύφους δε, υπάρχει, σύμφωνα με το Eurointelligence, και ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο: η αδιαφορία για τη γεωπολιτική, την παγκοσμιοποίηση και την πολυμερή διπλωματία και η αντίθεση στην διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρα από τον χώρο της ιδρυτικής της δικαιοδοσίας. Και αυτό δεν αφορά μόνο ζητήματα ήδη πολυσυζητημένα, όπως η πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Αφορά (και αυτό θα γίνεται διαρκώς εμφανέστερο) και τις “πράσινες” πολιτικές για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και την ενεργειακή μετάβαση, οι οποίες έχουν φθάσει στο σημείο να επηρεάζουν πλέον αισθητά τον τρόπο ζωής των Ευρωπαίων.
Τακτική οπισθοχώρηση
Το Eurointelligence υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα πρέπει να περάσει σε μία φάση τακτικής οπισθοχώρησης, ώστε να εξασφαλίσει το στρατηγικώς μείζον: να μη διευρύνει τη δικαιοδοσία της και να μην παριστάνει ότι αποτελεί γεωπολιτικό παίκτη, ενώ δεν είναι. Να εστιάσει σε τομείς που είναι κρίσιμοι για το μέλλον της Ε.Ε., αλλά “πεζοί” και δεν συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των λαϊκιστών, όπως η προώθηση της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας αγοράς κεφαλαίων ή η διαχείριση της αναπόφευκτης αποβιομηχάνισης. Οι περισσότερο τοξικές αντιπαραθέσεις μπορούν να παραμείνουν υπόθεση των κρατών-μελών…
Η Ε.Ε., καταλήγει το άρθρο, δεν χρειάζεται να υπεισέρχεται σε τομείς που βρίσκονται στην καρδιά της εγχώριας πολιτικής αντιπαράθεσης των εθνικών κρατών, ούτε να δίνει μάχες τις οποίες δεν μπορεί να κερδίσει. Θα έδινε μεγαλύτερη ώθηση στη συνολική ενοποίηση της Ευρώπης μακροπρόθεσμα, εάν εξασφάλιζε αυτό που αρχικώς προοριζόταν και ήξερε να κάνει: τη λειτουργία της κοινής αγορά και τη δημιουργία μιας λειτουργικής οικονομικής και νομισματικής ένωσης.