Το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο άνοιξε το δρόμο για την εισβολή της Τουρκίας. Η Αγκυρα από καιρό περίμενε μια τέτοια ευκαιρία για να βάλει μπροστά τα σχέδια της διχοτόμησης. Η απόφαση για την εισβολή λαμβάνεται το βράδυ της 15ης Ιούλη 1974, κατ’ αρχήν, από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας και, στη συνέχεια, από το υπουργικό συμβούλιο. Η επιχείρηση παίρνει την κωδική ονομασία «Αττίλας 1» και ορίζεται για το βράδυ της 19ης προς 20ή Ιούλη.
Στις 17 του μηνός, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ μεταβαίνει στο Λονδίνο, κατόπιν προσκλήσεως του Βρετανού πρωθυπουργού Χάρ. Ουίλσον. Στη συνάντησή τους, ο Ετσεβίτ προτείνει στους Βρετανούς να επέμβουν από κοινού ως εγγυήτριες δυνάμεις. Την άλλη μέρα, στην τουρκική πρεσβεία στο Λονδίνο, ο Ετσεβίτ συναντά τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο. Μετά τη συνάντηση, ο Σίσκο αναλαμβάνει να μεταφέρει στη χούντα της Αθήνας τους όρους της Τουρκίας, δηλαδή την εγκατάσταση τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο για «αποκατάσταση της ισορροπίας».
Στις 19 Ιουλίου, διεξάγεται η κρίσιμη έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Σοβιετική Ενωση προτείνει ψήφισμα για την καταδίκη του πραξικοπήματος, αλλά προσκρούει στο βέτο των ΗΠΑ, που ήθελαν για ευνόητους λόγους να παραμείνει το θέμα στα ΝΑΤΟικά πλαίσια.
Η εισβολή
Τα ξημερώματα της 20ής Ιούλη, οι κάτοικοι της Λευκωσίας ξυπνούν από το θόρυβο των αεροπλάνων και στο πρώτο φως βλέπουν να πέφτουν κατά κύματα οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί και οι εγκαταστάσεις της Εθνοφρουράς βομβαρδίζονται με ναπάλμ. Στις 6.30 π.μ., οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάζονται στην παραλία της Κυρήνειας.
Στις 5 το απόγευμα, η τουρκική απόβαση έχει ολοκληρωθεί, η αντίσταση που συνάντησαν ήταν μηδαμινή. Μόνον προς το απόγευμα οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις ανασυντάσσονται και προχωρούν σε κάποιες επιθετικές ενέργειες. Οσο περνάει η ώρα, οι μάχες γίνονται σκληρότερες, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις γνωρίζουν ότι έχουν ελάχιστα χρονικά περιθώρια, μέχρι το επόμενο αποβατικό κύμα.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμά του, καταδικάζει την τουρκική εισβολή και ζητεί την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων. Το ψήφισμα είναι ομόφωνο, αλλά ο Ετσεβίτ γνωρίζει ότι έχει την υποστήριξη των Αμερικανών και διατάσσει τον απηνή βομβαρδισμό, αδιακρίτως, στρατιωτικών στόχων και αμάχων. Η επιχείρηση ονομάστηκε «Βροχή θανάτου» και ξεκίνησε από το πρωί της 21ης Ιούλη.
Ο τουρκικός στρατός εντός τριών ημερών κατέλαβε την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν.
Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.
Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία ξεκίνησε την επιχείρηση «Αττίλας ΙΙ».
Η Τουρκία κατέλαβε το 36,2% της Κύπρου, εκτοπίζοντας 150.000 Ελληνοκυπρίους και προκαλώντας απώλειες της τάξεως των 4.500-6.000 σε στρατιώτες και άμαχους (νεκροί και τραυματίες) αλλά και πάνω από 2.000 αγνοούμενους.
Ένα χρόνο αργότερα, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές.
Τα ιμπεριαλιστικά σχέδια που οδήγησαν στην κατοχή
Της Τουρκικής εισβολής είχαν προηγηθεί χοντρά παζάρια και παιχνίδια μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Αρχικά οι συμφωνίες Ζυρίχης (1959) και Λονδίνου (1960). Οι συγκεκριμένες συμφωνίες έθεταν την «ανεξάρτητη» υποτίθεται Κύπρο κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη των 3 «εγγυητριών δυνάμεων». Η Μεγάλη Βρετανία διατηρούσε, σε μεγάλο τμήμα του εδάφους, βάσεις στο νησί. Η Τουρκία και η Ελλάδα διατηρούσαν στρατιωτικές δυνάμεις, την ΤΟΥΡΔΥΚ και την ΕΛΔΥΚ, αντίστοιχα. Εξάλλου, η διοικητική διαίρεση που προβλεπόταν και από το Σύνταγμα της Κύπρου καθώς και το δικαίωμα «βέτο» που είχε ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος, εμπόδιζαν την κυπριακή κυβέρνηση να λειτουργήσει ως κυβέρνηση ενιαίου κράτους.
Οπως ήταν επόμενο, τέσσερα χρόνια αργότερα, οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου κατέρρευσαν και άρχισαν ένοπλες συγκρούσεις, ενώ το 1964 χαράχτηκε από τους Βρετανούς στο νησί η «πράσινη γραμμή», που αποτέλεσε το φυσικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων (ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής). Ακολούθησε η μεσολάβηση των ΗΠΑ με το «σχέδιο Ατσεσον», που προέβλεπε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ίδρυση τριών τουρκικών καντονιών, την εγκατάσταση τουρκικής βάσης στην Κύπρο και την παραχώρηση στην Τουρκία ενός μικρού ελληνικού νησιού. Με άλλα λόγια, το σχέδιο είχε ως τίτλο την ένωση και ως περιεχόμενο τη διχοτόμηση.
Συγκεκριμένα έπεισαν την Αθήνα – που γι’ αυτό το λόγο έστειλε τον υπουργό Αμυνας Π. Γαρουφαλιά στις 20/8/1964 στη Λευκωσία – να προωθήσει σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας. (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη Χούντα», τόμος Ε’, στο ίδιο, σελ. 56-62 κ. ά.). Οι ΗΠΑ ουσιαστικά επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα.
«Σ’ όλο το επόμενο διάστημα, μέχρι την επιβολή της χούντας, η πολιτική των Αμερικανών συνεχίστηκε στο ίδιο πλαίσιο αποδιεθνοποίησης – ΝΑΤΟποίησης του Κυπριακού, χωρίς φυσικά να υπάρξουν αντιδράσεις από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Στο διάστημα όμως της 7χρονης Δικτατορίας φαίνεται πως οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζουν πυρετωδώς τη λύση της δυναμικής διχοτόμησης και για το λόγο αυτό παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα. Για παράδειγμα φροντίζουν να αποχωρήσει η ελληνική μεραρχία από τη Μεγαλόνησο ούτως ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου – που θα τίναζε στον αέρα τη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ – ύστερα από μια στρατιωτική τουρκική εισβολή στο νησί. Θυμίζουμε δε ότι η αποχώρηση της μεραρχίας πραγματοποιήθηκε ύστερα από την επιχείρηση του Κοφίνου, που πολλοί τη θεωρούν σαν προβοκάτσια στημένη από τη Χούντα και τους Αμερικανούς, με σκοπό να προκαλέσει την τουρκική αντίδραση ώστε να αποσυρθούν από το νησί οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η εν λόγω άποψη κυριάρχησε στις συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο αρχηγών στην Ελληνική Βουλή, το Φλεβάρη του 1986, σχετικά με το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου και ενισχύθηκε από τις καταθέσεις του Κ. Κόλλια και Γ. Παπαδόπουλου στην ανακριτική κοινοβουλευτική επιτροπή» (Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις «Γνώσεις», σελ. 41-47).
Το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα ανατροπής της κυβέρνησης Μακαρίου στην Κύπρο που εκδηλώθηκε στις 15 Ιούλη 1974 ήταν η τελευταία πράξη του δράματος για τον Κυπριακό λαό. Ηταν μια ενέργεια για την οποία ο δικτάτορας Ιωαννίδης – και όχι μόνον αυτός – είχε πάρει την έγκριση και την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εισβολή και τελικά η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου από τους Τούρκους πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ και αφού πρώτα άνοιξε δρόμο το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ σε βάρος της κυπριακής κυβέρνησης Μακάριου.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ – Ντοκιμαντέρ παραγωγής ΡΙΚ του 1975