Ο Yıldırım Demirören, γιος του επιχειρηματία Erdoğan Demirören και στενού συνεργάτη του Τούρκου προέδρου President Recep Tayyip Erdoğan, έχτισε τον πλούτο του από τα παράνομα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία ενός Έλληνα επιχειρηματία που δολοφονήθηκε βάναυσα στην Τουρκία, σύμφωνα με όσα αποκαλύπτει η γνωστή ιστοσελίδα Nordic Monitor.
Τα εμπιστευτικά έγγραφα που ενέπλεξαν την οικογένεια του Demirören στη δολοφονία και την κλοπή περιουσιακών στοιχείων ενσωματώθηκαν σε δικαστικό φάκελο για πρώτη φορά το 2018 χάρη στις προσπάθειες του δημοσιογράφου Mehmet Baransu.
Τα έγγραφα που εξασφάλισε το Nordic Monitor αποκαλύπτουν τις φρικτές λεπτομέρειες της δολοφονίας και της κλοπής, σε ένα εχθρικό περιβάλλον, που συνεχίστηκε μια δεκαετία μετά τις επιθέσεις όχλων στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 κατά της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, οι οποίες ενορχηστρώθηκαν από τις τουρκικές αρχές.
Καταθέτοντας στο 23ο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης τον Οκτώβριο του 2018, ο Baransu παρείχε λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο απέκτησε έγγραφα από ένα μέλος της οικογένειας Demirören ονόματι Ferruh Karakaş, ανιψιό του Demirören του πρεσβύτερου και ξάδερφο του Demirören junior.
Έλαβε επίσης έγγραφα από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην δικηγόρου ενός αρχιεγκληματία, από τον οποίο ο Demirören ζήτησε να σκοτώσει το επιζών μέλος της ελληνικής οικογένειας.
Ο Karakaş «πρόδωσε» τα έγγραφα στον Baransu λόγω μιας μακροχρόνιας οικογενειακής διαμάχης για τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων, που είχε ξεσπάσει στην οικογένεια Demirören.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Baransu, ο Karakaş πλησίασε και άλλους δημοσιογράφους για να παρουσιάσει την ιστορία, αλλά κανένας δεν τόλμησε να γράψει κάτι από φόβο για τον ισχυρό επιχειρηματία Demirören και τους «φίλους» του στην τουρκική κυβέρνηση.
Δεδομένου του γεγονότος ότι η δολοφονία συγκαλύφθηκε με τη συμμετοχή της αστυνομίας, της υπηρεσίας πληροφοριών, πολιτικών και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, κανείς δεν τόλμησε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Ο Baransu ενήργησε όμως διαφορετικά… Συμφώνησε να γράψει άρθρο, υπό τον όρο ότι οι ισχυρισμοί θα εξεταστούν και θα επαληθευτούν και από άλλες πηγές και μάρτυρες, όπερ και εγένετο.
ιστορία δημοσιεύτηκε τελικά στην ανεξάρτητη καθημερινή εφημερίδα «Taraf» στις 20 Μαΐου 2013, δύο χρόνια πριν η κυβέρνηση Ερντογάν αποφασίσει να την κλείσει.
Η θεία του Karakaş, Nurhan Aksoy, που πέθανε από καρκίνο στις 15 Μαΐου 2008, άφησε διαθήκη στα παιδιά της να βγάλουν τα άπλυτα του αδελφού της Demirören στη φόρα και παρέδωσε χειρόγραφες επιστολές μαζί με απόρρητα έγγραφα για να υποστηρίξει την αποκάλυψη.
Μεταξύ αυτών των εγγράφων ήταν μια αναφορά σε μια έκθεση που συντάχθηκε από το MIT το 1982 που εμπλέκεται ο Demirören ως ο δολοφόνος δύο ατόμων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάστηκαν αργότερα στον ίδιο.
Αυτή η έκθεση εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και αντίγραφά της σε πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες καταστράφηκαν…
Μετά από μια μακρά αναζήτηση, ο Baransu κατάφερε να βρει ένα αντίγραφο από μια πηγή που δεν περίμενε ποτέ.
Το θύμα αυτής της τρομερής ιστορίας ήταν ένας Έλληνας ονόματι Γιώργος Παπαδόπουλος (στα επίσημα αρχεία ήταν γνωστός ως Yorgi Papadopulo), ο ιδιοκτήτης της Arşimidis Müessesesi Otomobil Malzemesi Ticaret Türk Anonim Şirketi (Arşimidis), έμπορος ανταλλακτικών αυτοκινήτων.
Είχε ρίζες στην καρδιά της Ανατολίας, όπου ο πατέρας του Μηνάς εργαζόταν ως αγρότης.
Η οικογένειά του μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη όταν ήταν 10 ετών…
Αφού σπούδασε, άρχισε να εργάζεται στην Arşimidis, μια εταιρεία που πουλούσε ανταλλακτικά αυτοκινήτων και ποδηλάτων, τη δεκαετία του 1930, έγινε μέτοχος και τελικά διορίστηκε Διευθύνων Σύμβουλος.
Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά, Ελληνικά και Αραβικά.
Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα που την έλεγαν Αφροδίτη.
Το ζευγάρι είχε δύο παιδιά, αλλά κανένα δεν επέζησε.
Το ζευγάρι εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από προσώπου γης το 1963…
Τα αρχεία εμπορικού μητρώου που εξετάστηκαν δείχνουν ότι ο Γιώργος Παπαδόπουλος μπορεί να ζούσε τουλάχιστον μέχρι το 1967, αφού το όνομά του καταγραφλόταν σε πρακτικά, συνεδριάσεις και καταθέσεις της εταιρείας.
Όμως, αυτά τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στις αρχειοθετήσεις του μητρώου εμπορίου υποστήριξης μπορεί κάλλιστα να έχουν παραποιηθεί και πλαστογραφηθεί.
Στις 31 Οκτωβρίου 1967, υποτίθεται πως έστειλε επιστολή παραίτησης από διευθύνων σύμβουλος και πούλησε τις μετοχές του.
Ένας Τούρκος ονόματι Necdet Çobanlı, ο οποίος ήταν ο νομικός σύμβουλός του, τον αντικατέστησε ως ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.
Στις 15 Απριλίου 1977 ο Erdoğan Demirören, αναπληρωτής του Çobanlı, ανέλαβε την εταιρεία σύμφωνα με τα αρχεία και ο Çobanlı παραιτήθηκε.
Τον Ιανουάριο του 2013 η εταιρεία διέκοψε τη λειτουργία της και συγχωνεύθηκε με την εταιρεία επενδύσεων Taksim Gayrimenkul Yatırımı ve Danışmanlık A.Ş., η οποία επίσης ανήκει και ελέγχεται από την οικογένεια Demirören.
Αποδείχθηκε ότι η «συμμορία των τεσσάρων» — Çobanlı, Demirören, Adnan Başer Kafaoğlu (οικονομικός σύμβουλος που αργότερα έγινε υψηλόβαθμος γραφειοκράτης και υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών) και Vural Arıkan (λογιστής που έγινε επίσης αργότερα υπουργός Οικονομικών) συνωμότησε για να δολοφονήσει τον Έλληνα επιχειρηματία και τη σύζυγό του και να αρπάξει παράνομα τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Νόμιζαν ότι κανείς δεν θα έκανε τον κόπο να ερευνήσει και να διεκδικήσει την περιουσία τους, καθώς πίστευαν ότι το ζευγάρι δεν είχε συγγενείς.
Σύμφωνα με κυβερνητικά έγγραφα, υποστηρίχθηκε ότι ο Demirören και ένας άλλος άνδρας στραγγάλισαν τον Έλληνα επιχειρηματία στο αυτοκίνητό του, κάνοντας χρήση μιας γραβάτας.
Τα μέλη της οικογένειας του Γιώργου πιστεύουν ότι η σύζυγός του Αφροδίτη δολοφονήθηκε επίσης την ίδια περίοδο και ότι το σώμα της πυρπολήθηκε με βενζίνη σε μια απομακρυσμένη τοποθεσία στην περιοχή Χαλκάλι.
Η εταιρεία Arşimidis και όλα τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας μεταβιβάστηκαν στον Çobanlı και τους συνεργάτες του με πλαστά έγγραφα.
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι ο Γιώργος έψαχνε τους συγγενείς του στην Τουρκία όταν ήταν ζωντανός και είχε γνωρίσει μια αδερφή που δεν ήξερε ότι είχε.
Η αδερφή του, Παναγιώτα, είχε ασπαστεί το Ισλάμ και είχε αλλάξει το όνομά της σε Zeynep Aslan κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ήταν παντρεμένη με έναν άντρα ονόματι Sıtkı Arabulan και ζούσε στην επαρχία Μερσίνης.
Aυτή προσέγγισε τον Çobanlı και τον ρώτησε για τον αδελφό της.
Ο Çobanlı απάντησε με επιστολή στις 13 Δεκεμβρίου 1967 στην οποία ανέφερε ότι ο Παπαδόπουλος πέθανε στη Γενεύη και ότι η γυναίκα του επέστρεψε στην Ελλάδα.
Ως απόδειξη, έστειλε ένα απόσπασμα ειδήσεων που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Hürriyet.
Φυσικά, η ιστορία της Hürriyet κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου χάρη στις προσπάθειες του Çobanlı και της επιρροής των συνεργατών του στην εφημερίδα.
Η συμμορία δημιούργησε επίσης πλαστά έγγραφα, όπως αρχεία εισόδου και εξόδου στα σύνορα από την αστυνομία που έδειχναν ότι το ζευγάρι έφυγε για το εξωτερικό αλλά δεν επέστρεψε ποτέ.
Η αδερφή του Γιώργου και ο σύζυγός της αμφισβήτησαν τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και ξεκίνησαν έναν δικαστικό αγώνα, ο οποίος δεν κατέληξε πουθενά, παρόλο που ένα δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ήταν στην πραγματικότητα αδερφή του Γιώργου και είχε δικαίωμα νομής επί της κληρονομιάς.
Στο μεταξύ, ο Çobanlı παρέδωσε την Arşimidis στο Demirören και μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου ζούσε από τα κατασχεμένα περιουσιακά στοιχεία του Παπαδόπουλου.
Στην έρευνά του, ο Baransu ανακάλυψε ότι ο Demirören έλαβε βοήθεια από τον τότε αρχηγό της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης Hayri Kozakçıoğlu για τη δημιουργία πλαστών εγγράφων που έδειχναν φαινομενικά τα ταξίδια του ζεύγους Παπαδόπουλου στο εξωτερικό και δικαιολογούσαν τις παράνομες μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ο Kozakçıoğlu έγινε αργότερα κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης και έκανε ό,τι μπορούσε για να εκτροχιάσει την έρευνα για τις δολοφονίες και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων.
Σε αντάλλαγμα, ο Demirören έδωσε δουλειά στον γιο του Kozakçıoğlu, Ferhan, στη δική του εταιρεία με έναν αρκετά μεγάλο μισθό.
Αν και ο γιος είχε ένα γραφείο στον ίδιο όροφο με τον Demirören, σπάνια εμφανιζόταν στη δουλειά.