Στα χρόνια τα οποία προηγήθηκαν της πανδημίας, η Γερμανία συγκέντρωνε τα μεγαλύτερα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο, καθώς πουλούσε σε άλλες χώρες πολύ περισσότερα πράγματα από όσα αγόραζε σε αντάλλαγμα. Αντιμετώπιζε, δε, οργή και αντιπάθεια γι’ αυτό.
Όλοι, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επέπλητταν την κυβέρνηση της τέως καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ για στρέβλωση της παγκόσμιας οικονομίας. Ευτυχώς, αυτή η συγκεκριμένη ανισορροπία θα μπορούσε σύντομα να αποτελεί ιστορία.
Αλλαγές
Η Covid-19 και άλλα σοκαριστικά γεγονότα προκάλεσαν πρόσφατα τεράστιες αλλαγές στις παγκόσμιες εμπορικές ροές. Ως αποτέλεσμα, το πλεόνασμα της Γερμανίας μειώθηκε από το ανώτατο όριο άνω του 8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 2015-2016 σε λιγότερο από 7% πέρυσι, με πτωτική τάση.
Πολλά από αυτά τα γεγονότα έχουν να κάνουν με προσωρινά φαινόμενα, όπως η πτώση στις εξαγωγικές αγορές και η ενεργειακή κρίση, η οποία ανεβάζει τις τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου. Σύντομα, ωστόσο, θα εισαχθούν και νέοι, μακροπρόθεσμης υφής παράγοντες στην “εξίσωση”.
Πρώτον, υπάρχει μια νέα κυβέρνηση στη Γερμανία με επικεφαλής τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Έχει διαφορετικές οικονομικές προτεραιότητες, πάνω απ’ όλα αυξήσεις μισθών και τεράστιες επενδύσεις προκειμένου να κάνει την οικονομία πιο πράσινη και ψηφιακή – όλα αυτά προμηνύουν υψηλότερες εισαγωγές.
Από εκεί και πέρα, η γενιά των baby boomers της Γερμανίας θα αρχίσει να συνταξιοδοτείται και να ξοδεύει τα αβγά που συγκέντρωνε για χρόνια στη “φωλιά” της. Συνδυάστε αυτούς τους παράγοντες και η Γερμανία θα μπορούσε κάλλιστα να μετατραπεί από πλεονασματική σε ελλειμματική χώρα.
Ιστορία
Η τελευταία φορά που η Γερμανία βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση ήταν τη δεκαετία που ακολούθησε την επανένωση του 1990. Για χρόνια, τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας επένδυαν πολλά για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων υποδομών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Μια τέτοια υπέρβαση στον τομέα των επενδύσεων σε σχέση με τις εγχώριες αποταμιεύσεις – η οποία πρέπει αναγκαστικά να χρηματοδοτηθεί με κεφάλαια από το εξωτερικό – αποτελεί συνταγή ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Το ισοζύγιο πληρωμών στη συνέχεια αντιστράφηκε κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ και της διαδόχου του, Μέρκελ. Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτό ήταν η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και οι συμφωνίες μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών για άμβλυνση των αυξήσεων στους μισθούς, γεγονός που έκανε τα γερμανικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά.
Η Γερμανία ήταν ήδη πια μέρος της νομισματικής ένωσης, επομένως το ευρώ δεν ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου ΗΠΑ και άλλων νομισμάτων, όπως πιθανότατα θα συνέβαινε με το παλιό γερμανικό μάρκο στο ίδιο σενάριο. Σε διεθνές επίπεδο, ήταν σαν να είχε γίνει φθηνότερη ολόκληρη η γερμανική οικονομία. Οι εξαγωγές άρχισαν να ανθούν.
“Ορντολιμπεραλισμός”
Οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά της Γερμανίας θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιήσει την προκύπτουσα αφθονία εσόδων από το εξωτερικό προκειμένου να επενδύσουν στο εσωτερικό. Δεν το έκαναν ωστόσο, προτιμώντας αντ’ αυτού να συσσωρεύουν το κομπόδεμα που αποσπούσαν από τους ξένους αγοραστές γερμανικών προϊόντων.
Μερικοί άνθρωποι έχουν αποδώσει αυτή τη γερμανική νοοτροπία αποταμίευσης στη σφιχτή νοοτροπία της παροιμιώδους “Σουηβής νοικοκυράς”. Άλλοι την εξηγούν μέσω δημογραφικών στοιχείων. Τεράστιοι αριθμοί Γερμανών βρίσκονταν στα χρόνια των υψηλότερων αποδοχών του εργασιακού τους βίου και έχτιζαν αποταμιεύσεις για μια συνταξιοδότηση η οποία επρόκειτο να ξεκινήσει μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Το διανοητικό πλαίσιο της γερμανικής χάραξης πολιτικής είχε επίσης σημασία. Μια γενιά Γερμανών οικονομολόγων εκπαιδευμένων στην αρχειακά συντηρητική (και γενικά αντι-κεϋνσιανή) ορντολιμπεριλιστική (ορντοφιλελεύθερη) παράδοση απέκρουε την κριτική των ξένων για τα γερμανικά πλεονάσματα. Υποστήριζε είτε ότι η κυβέρνηση ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να διορθώσει τις διεθνείς ανισορροπίες, είτε ότι τα πλεονάσματα ήταν κάτι καλό – σημάδι γερμανικής σφριγηλότητας και σθένους.
Νέα τάξη πραγμάτων
Αυτή την περίοδο, και οι τέσσερις παράγοντες – συγκράτηση μισθών, υπερβολική αποταμίευση, πενιχρές επενδύσεις και ορντοφιλελεύθερες εμμονές – βρίσκονται σε αποδρομή.
Οι εργαζόμενοι απαιτούν υψηλότερους μισθούς, ειδικά καθώς ο πληθωρισμός επιταχύνεται πολύ περισσότερο απ’ όσο αισθάνονται προς το παρόν οι Γερμανοί. Ο κατώτατος μισθός (τον οποίο η Γερμανία εισήγαγε μόλις το 2015) μόλις ανέβηκε μια βαθμίδα την 1η Ιανουαρίου – στα 9,82 ευρώ (11,12 δολάρια) την ώρα – και θα αυξηθεί ξανά την 1η Ιουλίου. Ο Σολτς υποσχέθηκε να τον αυξήσει στα 12 ευρώ το συντομότερο δυνατό.
Ορισμένες από αυτές τις αυξήσεις αντικατοπτρίζουν τελικώς και επάξια την αύξηση παραγωγικότητας των Γερμανών εργαζομένων τα προηγούμενα χρόνια. Θα απαλύνουν όμως επίσης και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ορισμένων εξαγωγών. Ταυτόχρονα, καθώς οι εργαζόμενοι κερδίζουν περισσότερα χρήματα, θα ξοδεύουν περισσότερα σε πράγματα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων.
Η ίδια λογική ισχύει και για τις εγχώριες επενδύσεις, που από καιρό θεωρούνταν ισχνές. Ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς, των περιβαλλοντιστών Πράσινων και των φιλικών προς την οικονομία της αγοράς Ελεύθερων Δημοκρατών ομονοεί ότι πρέπει να δαπανηθούν τεράστια ποσά για την απαλλαγή από τον άνθρακα και την ψηφιοποίηση της οικονομίας.
Το SPD και οι Πράσινοι επιθυμούν από την πολιτική τους φυσιογνωμία το κράτος να ηγηθεί αυτής της επενδυτικής ώθησης. Το FDP προτιμά τον πρώτο ρόλο να τον έχει ο ιδιωτικός τομέας. Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα χρήματα θα ρεύσουν άφθονα.
Αποχαιρετισμός στην “Σουηβή νοικοκυρά”
Οι διάσημες γερμανικές αποταμιεύσεις πιθανόν να μην επαρκούν καν για να χρηματοδοτήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Η Γερμανία είναι μια “γκρίζα” (στα μαλλιά) κοινωνία, η οποία γίνεται ασημένια και μεγάλες ηλικιακές ομάδες θα αρχίσουν να συνταξιοδοτούνται σε μερικά χρόνια.
Σε εκείνο το σημείο θα αρχίσουν να ξοδεύουν ό,τι είχαν αποταμιεύσει – και ολόκληρη η χώρα θα συνειδητοποιήσει ότι τα εμπορικά πλεονάσματα έχουν αξία μόνο αν μπορεί κανείς πραγματικά να τα εξαργυρώσει σε πράγματα όπως διακοπές στην Ταϊλάνδη ή αυτοκίνητα της καλιφορνέζικης Tesla. Οι Γερμανοί θα αποσύρουν καθαρά περιουσιακά στοιχεία από το εξωτερικό προκειμένου να καταναλώσουν. Αυτό ονομάζεται με απλά λόγια “τρέχω την οικονομία επί τη βάσει ελλειμμάτων”.
Ακόμη και οι οικονομολόγοι της χώρας ενδέχεται να επευφημήσουν μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει σιγά-σιγά μια εναλλαγή γενεών στις τάξεις τους. Οι παλιοί ορντοφιλελεύθεροι συνταξιοδοτούνται και ανοίγουν τον δρόμο σε μια νεότερη “φουρνιά”, συχνά εκπαιδευμένη σε αγγλοαμερικανικά πανεπιστήμια και συγκριτικά χαλαρή σε θέματα χρημάτων.
Αντίο Σουηβή Νοικοκυρά. Χαίρε Μεγάλε Γερμανέ Ξοδευτή Χρημάτων.