«Βλέπουμε με ανησυχία τον πληθωρισμό να αυξάνεται» αναφέρει αναλυτής της Pictet
Αντιμέτωπη με ένα ισχυρό στασιμοπληθωριστικό σοκ είναι, καταπώς φαίνεται, η παγκόσμια οικονομία, καθώς οι τιμές στην Ενέργεια αυξάνονται ραγδαία.
Την ίδια στιγμή, αρνητικά συμβάλλει και η επιβράδυνση που παρατηρείται σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το πετρέλαιο έσπασε το φράγμα των 80 δολαρίων ανά βαρέλι για πρώτη φορά εδώ και τρία χρόνια, ενώ το φυσικό αέριο, βάσει του Bloomberg Commodity Spot, καταγράφει υψηλό δεκαετίας.
Αύξηση καταγράφεται επίσης στις τιμές των τροφίμων, η οποία επιτείνεται από την καταστροφή της παραγωγής σιτηρών στη Βραζιλία, με τον δείκτη UN να είναι «πάνω» 33% από την αρχή του χρόνου.
Οι ολοένα αυξανόμενες δαπάνες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αποτελούν πλήγμα για την επενδυτική ψυχολογία, ενώ ο πληθωρισμός «τρέχει» πολύ γρηγορότερα του αναμενομένου.
Μοιραία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι στη δυσάρεστη θέση να επιλέξουν ανάμεσα στην αύξηση των τιμών και τη χαμηλότερη ανάπτυξη – επιλογή η οποία ενέχει πολλά ρίσκα.
Το σοκ που έχει προκληθεί στις οικονομίες διεθνώς έχει φέρει σε πολλούς οικονομολόγους στον νου τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ’70.
Ενώ πολλοί κεντρικοί τραπεζίτες απορρίπτουν αυτό το σενάριο ως υπερβολή, η ανησυχία ότι οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών θα τροφοδοτήσουν τη ζήτηση για υψηλότερες αμοιβές, ρίχνοντας την οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο, είναι έκδηλη.
«Βλέπουμε με ανησυχία τον πληθωρισμό να αυξάνεται» αναφέρει αναλυτής της Pictet, προσθέτοντας: «Άραγε πώς μπορεί να υπάρξει λύση απέναντι σε αυτή την κατάσταση.
Φυσικά, η σίγουρη συνταγή είναι με την καταστροφή της ζήτησης».
Η Bloomberg Economics υπολογίζει ότι η αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων κατά 20% συνεπάγεται μεταφορά αξίας τουλάχιστον 550 δισεκατομμυρίων δολαρίων – περίπου ισοδύναμη με την ετήσια παραγωγή του Βελγίου – από καταναλωτές βασικών προϊόντων σε αυτούς που παράγουν τα περισσότερα.
Σε όρους δολαρίου, οι μεγαλύτεροι χαμένοι μπορεί να είναι η Κίνα, η Ινδία και η Ευρώπη.
Οι νικητές περιλαμβάνουν τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία και την Αυστραλία.
Οι απότομες περικοπές στην παραγωγή, σε μια σειρά από βιομηχανίες έντασης ενέργειας στην Κίνα, αναμένεται να οδηγήσουν σε χαμηλότερη ανάπτυξη φέτος, με τους οικονομολόγους από την Goldman Sachs Group Inc. έως τη Morgan Stanley να αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μειώθηκε τον Σεπτέμβριο με τον υψηλότερο ρυθμό από τότε που επιβλήθηκαν τα lockdown, πριν από έναν χρόνο, καθώς οι Βρετανοί προετοιμάζονται για συρρίκνωση εισοδήματος.
Εκτός από τη λειτουργία των πρατηρίων καυσίμων μετά από έλλειψη οδηγών για παράδοση καυσίμων, το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με μεγάλο μέρος της Ευρώπης υφίσταται αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, η οποία προκλήθηκε από την αύξηση της ζήτησης λόγω των χαμηλότερων αποθεμάτων.
Αυτό έχει υπονομεύσει το ήδη εύθραυστο καταναλωτικό συναίσθημα.
Υπάρχει όριο…
Αν μη τι άλλο, υπάρχει ένα όριο στο πόσες ανατιμήσεις μπορούμε να αντέξουμε, έγραψε ο George Buckley της Nomura.
«Οι υψηλότερες τιμές στην Ενέργεια οδηγούν σε χαμηλότερη εμπιστοσύνη, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο αυξανόμενος αριθμός κρουσμάτων θα μπορούσε ακόμη να ανατρέψει την οικονομική ανάκαμψη.
Η τελευταία περίοδος αύξησης των τιμών των βασικών προϊόντων αιφνιδίασε τις αγορές, καθώς οι κεντρικές τράπεζες είχαν αρχίσουν να συζητούν τη μείωση των πράξεων ανοιχτής αγοράς.
«Είναι πιθανό αυτή η αύξηση στο κόστος ενέργειας να επιταχύνει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών» είπε ο Jim Reid της Deutsche Bank, συμπληρώνοντας: «Από την άλλη, ενδέχεται να χτυπήσει τη ζήτηση τόσο πολύ, με αποτέλεσμα να την επιβραδύνει.
Αν μη τι άλλο, αυτή είναι μια πολύ λεπτή και δύσκολη περίοδος για τις κεντρικές τράπεζες».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Andrew Bailey επέστησε την προσοχή στα όρια της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση ορισμένων παραγόντων που προκαλούν υψηλότερες τιμές.
«Οφείλουμε να προσέξουμε την προσφορά σε σχέση με την ανάκαμψη της ζήτησης.
Αυτό είναι σημαντικό επειδή η νομισματική πολιτική δεν θα αυξήσει την προσφορά τσιπ ημιαγωγών, δεν θα αυξήσει την ποσότητα του ανέμου».
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη χτυπήθηκε στις ΗΠΑ, όπου οι υψηλές τιμές, περιόρισαν την κατανάλωση διαρκών αγαθών οικιακής χρήσης στο χειρότερο επίπεδο από τη δεκαετία του 1980.
Από την άλλη, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μπορεί να επιστρέψει σε τροχιά πριν από την κρίση το 2022, σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτού του μήνα από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Πολλοί αξιωματούχοι εξακολουθούν να επιμένουν ότι η τρέχουσα άνοδος των τιμών θα εξασθενήσει.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde δήλωσε την Τρίτη ότι η βασική πρόκληση είναι «να μην αντιδράσουμε υπερβολικά σε παροδικά σοκ εφοδιασμού που δεν επηρεάζουν την οικονομία μεσοπρόθεσμα».