Μαύρο τριαντάφυλλο
Εγώ έτρεχα. Δεν ήξερα για πού και δεν έβλεπα μπροστά μου. Μαζί με μένα έτρεχαν και τα μάτια μου. Έτρεχαν τόσο πολύ που νόμιζα ότι σε λίγη ώρα οι κόρες των ματιών μου θα γέμιζαν χρυσόψαρα και βατράχια. Τουλάχιστον η μάνα μου αυτό έλεγε όποτε κλαψούριζα.
«Στην αρχή, μαζί με τα δάκρυα, μπορεί να βγουν τα χρυσόψαρα του παράπονου», μου έλεγε, «αλλά αν συνεχίσεις να κλαις από πείσμα, θα αρχίσουν να βγαίνουν βατράχια!»
Κι έτσι, πάντοτε έκλαιγα λίγο, να μην προλάβουν και πεταχτούν βατράχια από τα μάτια μου. Και έκλαιγα ακόμα πιο λίγο γιατί, για να πω την αλήθεια, φοβόμουν ακόμα και τα χρυσόψαρα.
Η μάνα μου με κοίμιζε στην αγκαλιά της. Η μάνα μου είχε μια αγκαλιά που μύριζε πεύκο και λάδι. Τα αχτένιστα μαλλιά της έπεφταν ολόγυρα στο στρογγυλό πρόσωπο, σκούρο στεφάνι από αγίνωτα αγκάθια. Από τότε που χάσαμε τον πατέρα, τα βράδια μας τραγουδούσε. Έβγαζε τραγούδια από το μυαλό της για να μας νανουρίζει. Κάθε νύχτα διαφορετικό.
Ακόμα κι όταν μεγαλώσαμε κι έγινα εγώ δέκα κι ο Αλή μας έξι, μας νανούριζε από την κουζίνα όπου έκανε τις δουλειές. Εμείς κρατούσαμε την αναπνοή μας. Μέναμε σιωπηλοί κι ακίνητοι στα κρεβάτια μας, για να μη χάσουμε λέξη από την τραγουδιστή ιστορία. Η μάνα τραγουδούσε για ήρωες που νικούσαν τους κακούς, για ποταμάκια που στέρευαν και για λουλούδια γίγαντες που ρουφούσαν όποιον κακό περνούσε από μπροστά τους. Ποτέ δεν είχαν ρουφήξει κανέναν καλό.
Γι’ αυτό κλαίω τώρα και δεν με νοιάζει αν από τα μάτια μου αρχίσουν να βγαίνουν χρυσόψαρα και βατράχια. Δε θα με νοιάξει ακόμα κι αν πεταχτούν κροκόδειλοι από τα μάτια μου. Η μάνα μου έμεινε εκεί.
Την είδα να αγκαλιάζει τον αδελφό μου μόλις βούλιαξε το σαπιοκάραβο. Ο αέρας είχε σηκωθεί ξαφνικά. Λες και το έκανε επίτηδες. Το κύμα κουκούλωσε το καΐκι με τη μία.
«Κράτα με από το ρούχο, Σαλάμ», μου είπε, μόλις βρεθήκαμε στη θάλασσα και ενώ πολεμούσε το κύμα με το ένα χέρι.
Η νύχτα είχε γεμίσει φωνές. Η νύχτα είχε γεμίσει ανθρώπινα μυρμήγκια που πνίγονταν. Όσοι προσπαθούσαν να σώσουν τον μπόγο που σήκωναν στην πλάτη και που μέσα έκρυβε τις τελευταίες τους ελπίδες, πήγαιναν κατευθείαν στον πάτο.
Οι πατεράδες κρατούσαν ένα παιδί, οι μανάδες άλλο. Η γιαγιά μου η Σάλμα δεν είχε βρεθεί ποτέ της σε τόσο νερό. Την είδα να κουνάει τα χεράκια της πέρα – δώθε και πάνω – κάτω σα να προσπαθούσε να αρπάξει τη ζωή που περνούσε κάπου εκεί γύρω μα της ξέφευγε. Την είδα να προσπαθεί να φωνάξει ‘βοήθεια’ με το στόμα της ήδη γεμάτο νερό, αλλά κανένας δεν μπορούσε να της τη δώσει γιατί όλοι γύρω φώναζαν ‘βοήθεια’.
Μετά την έχασα. Η μάνα μου βογκούσε από την προσπάθεια να κρατηθεί στον αφρό και μαζί να κρατήσει το κεφάλι του Αλή μας απ’ έξω. Ο μπόγος μας είχε πάει στον πάτο. Ποιος νοιαζότανε για τον μπόγο μας!
Το νερό ήτανε κρύο. Τουρτούριζα κι έβλεπα τον Αλή μας να τουρτουρίζει κι αυτός. Έκλαιγε και τουρτούριζε. Τα μάτια του είχανε γίνει διπλάσια από το φόβο. Έσφιγγε το λαιμό της μάνας κολλημένος πάνω της.
Κρατούσα το φουστάνι της μάνας μου τόσο σφιχτά, που τα παγωμένα μου δάχτυλα είχαν ασπρίσει. Η φούστα επέπλεε σαν μαύρο τριαντάφυλλο επάνω στο σκοτεινό νερό. Οι φωνές όσο πήγαιναν λιγόστευαν. Το κύμα φούσκωνε κι όταν ερχόταν, κουκούλωνε τα κεφάλια μας. Με το ζόρι κρατιόμασταν επάνω. Σκέφτηκα να αφήσω το φουστάνι της μάνας. Ήξερα κολύμπι. Κάποτε πήγαινα στην πισίνα. Στα μαθήματα κολύμβησης που με είχανε γράψει από μικρό, είχα μάθει να κολυμπάω καλά. Όταν άρχισε ο πόλεμος σταμάτησα να πηγαίνω στην πισίνα επειδή τη βομβάρδισαν και τα νερά της χύθηκαν παντού. Ευτυχώς που δεν ήμασταν μέσα. Την άλλη μέρα είχαμε πάει κρυφά μαζί με τον φίλο μου τον Χασάνι να τη δούμε.
Η βόμβα είχε σκάσει ακριβώς στο κέντρο της πισίνας, είχε διαλύσει τους εξωτερικούς τοίχους που την περιτριγύριζαν και είχε κομματιάσει τα γαλάζια πλακάκια. Μια τεράστια τρύπα έχασκε στο κέντρο της, σαν στόμα ξεδοντιασμένο, όπου θα μπορούσε να χωρέσει μέσα όρθιο, ακόμα και τον Γιάσι, τον πιο ψηλό άνθρωπο του Χαλεπιού. Το νερό είχε ξεχυθεί στους δρόμους και μιας και δεν βρήκε εμπόδιο, παράσυρε τις πλαστικές καρέκλες του κολυμβητήριου χιλιόμετρα μακριά. Μερικοί γείτονες έλεγαν την άλλη μέρα πως οι καρέκλες περνούσαν τον πλημμυρισμένο δρόμο σαν άσπρα καραβάκια που είχαν αργήσει. Μερικοί τις προλάβαιναν και τις έπαιρναν στα σπίτια τους και τις έβαζαν στις αυλές τους.
Αλλά εδώ, ήταν σκοτάδι. Και ήμασταν όλοι τρομαγμένοι. Και το νερό ήταν κρύο. Τσαλαβουτούσαμε άτσαλα. Κάποιοι έφτυναν νερά και, ακόμα και οι άντρες, έκλαιγαν. Η μάνα μου, μέσα σ’ αυτό τον πανικό, λαχανιασμένη από την προσπάθεια να παλεύει το νερό με το ένα χέρι, άρχισε να τραγουδάει την ιστορία του Ταρτούς που πάλεψε με τα κύματα και τους πειρατές αλλά τελικά βγήκε σε μια ακτή όπου έκανε ζέστη και ήλιο.
Μερικούς το κύμα τους κατάπινε και δεν ξανανέβαιναν πάνω. Το παλιοκάραβο είχε τελείως εξαφανιστεί, το ίδιο και ο διακινητής μας. Ένα κύμα έσκασε στα μούτρα του Αλή μας κι άρχισε να βήχει. Η μάνα συνέχισε να τραγουδάει σιγανά ενώ τον έσφιγγε πανικόβλητη. Τα μαλλιά της είχαν λυθεί και το νερό τα έφερνε μπροστά στα μάτια της. Την εμπόδιζαν να δει αλλά δεν είχε ελεύθερο χέρι να τα μαζέψει. Σε λίγο κάποιος φώναξε: «Φώτα! Ακτή!» και η φούστα της μάνας γύρισε να δει και γύρισα κι εγώ που κρατιόμουν από την άκρη της.
Μακριά τα φωτάκια της σωτηρίας μας αναβόσβηναν. Τότε μια ξαφνική αστραπή φώτισε το σκοτάδι, μαχαίρι που άνοιγε γινωμένο καρπούζι. Είδαμε τη σκιά του διακινητή να κολυμπάει πολλά μέτρα μακριά μας, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αρχίσαμε όλοι να κολυμπάμε προς τα φώτα.
Η βροχή ήρθε μετά την αστραπή να μας τρομάξει ακόμα περισσότερο. Οι σταγόνες έπεφταν χοντρές και δυνατές πάνω στα κεφάλια μας, πάνω στα μάτια μας, πάνω στη μύτη και τα στόματά μας. Δυσκόλευαν όχι μονάχα να βλέπουμε μα και να αναπνέουμε.
Η μάνα είχε σταματήσει το τραγούδι. Οι άλλοι μας προσπερνούσαν τσαλαβουτώντας και φτύνοντας νερά. Ήξερα να κολυμπάω αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Με το ένα χέρι κρατούσα το φουστάνι της μάνας και με το άλλο χέρι έκανα κουπί. Το κύμα που μας χτύπησε από πίσω, ήρθε ύπουλα. Η σκοτεινή θάλασσα είχε αρχίσει να λυσσάει, πεινασμένος δράκος που πάσχιζε να μας ρουφήξει στην πλεονέχτρα κοιλιά του. Με πήρε από κάτω. Κατάπια τόσο αλμυρό νερό που δεν χωρούσε άλλο το νηστικό μου στομάχι. Για λίγο έχασα την αναπνοή μου.
Παρακάλεσα στα γρήγορα τον Αλλάχ να μη με πνίξει. Άφησα το φουστάνι της μάνας κι ανέβασα το κεφάλι στον αφρό. Πήρα μισή ανάσα και κατάλαβα πως ο Αλλάχ με είχε ακούσει. Τότε, όλο το θάρρος μου – που ήθελα να μοιάζει με του Ταρτούς του γενναίου – χάθηκε. Έβαλα τα κλάματα.
Μόλις άρχισα να αναπνέω κανονικά, κοίταξα γύρω.
Κάποιοι κολυμπούσανε μπροστά μου. Η μάνα; Η μάνα; Ο Αλή μας;
«Μάνα!» φώναξα με όση δύναμη είχα. «Μάνα!»
Η βροχή και τα κύματα δεν άφηναν τη φωνή μου να πάει ούτε ένα μέτρο μακριά.
Συνέχισα να κλαίω. Βροχή από πάνω, κύματα από κάτω, δάκρυα από μέσα. Και η ακτή όλο και πλησίαζε.
Ύστερα μου φάνηκε πως χάθηκα. Δεν κατάλαβα αν με πήρε ο ύπνος ή αν λιποθύμησα όπως έκανε η γιαγιά μας στα ψέματα όταν παίζαμε, για να μας τρομάξει. Το ξημέρωμα με βρήκε ξαπλωμένο στην άμμο. Από πάνω μου ο ουρανός καθαρός και το φεγγάρι μια λεπτή λευκή κλωστή γυρισμένη ανάποδα, όπως οι κούπες. Τα πόδια μου κρύωναν. Το παντελόνι μου είχε χαθεί στα κύματα. Τα μαλλιά μου ήταν γεμάτα φύκια και αλάτι. Πετάχτηκα πάνω κι άρχισα να ψάχνω τη μάνα και τον Αλή μας.
Κείτονταν όλοι εκεί, ξαπλωμένοι, εξουθενωμένοι, απελπισμένοι. Μερικοί ήταν ακίνητοι. Εντελώς ακίνητοι, σαν πεθαμένοι. Δεν πήγα κοντά. Από μακριά ξεχώρισα το φουστάνι της μάνας. Έτρεξα χαρούμενος αλλά τα μάτια μου που ακόμα είχαν στα βλέφαρα ξεραμένο αλάτι, άρχισαν να κλαίνε χωρίς να θέλω.
«Μάνα! Μανούλα!»
Πλησίασα. Η μάνα ακίνητη με την πλάτη στον ήλιο που είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Το πρόσωπο χωμένο στην υγρή άμμο. «Πώς μπορεί να αναπνέει με τη μούρη στην άμμο;» αναρωτήθηκα. Κάτω από το αριστερό της χέρι έβγαινε το κεφαλάκι του Αλή. Είχε τα μάτια του ανοιχτά, σαν να με κοιτούσε. Αλλά τα μάτια του Αλή μας κοιτούσαν πια το πρόσωπο του Αλλάχ. Ούτε την ανάποδη κούπα που έμοιαζε με φεγγάρι ούτε τον ήλιο που είχε αρχίσει να φαίνεται. Και η μάνα μου ακίνητη. Με τα μούτρα στην άμμο και τη μαύρη φούστα της σκοτεινό τριαντάφυλλο ανοιγμένο στην κίτρινη ακτή.
Και τότε άρχισα να τρέχω. Δεν ήξερα για πού και δεν έβλεπα μπροστά μου. Μαζί με μένα έτρεχαν και τα μάτια μου. Έτρεχαν τόσο πολύ που νόμιζα ότι σε λίγη ώρα οι κόρες των ματιών μου θα γέμιζαν χρυσόψαρα και βατράχια.
Τουλάχιστον η μάνα μου αυτό μου έλεγε για να μην κλαψουρίζω
Ευτυχία Κοσμαδοπούλου