πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…»
οι πολλοί: οι μισθοσυντήρητοι και οι άνεργοι, καθώς το κοριτσάκι από το παραμύθι του Άντερσεν, «ανάβουν σπίρτα» για να ζεσταθούν, να επιβιώσουν.
οι αρκετοί: τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, «ανάβουν σπίρτα» για να ζήσουν το όνειρο τους, να διώξουν τον εφιάλτη της πραγματικότητας τους -έστω και για λίγο.
οι ελάχιστοι: η προοδευτική διανόηση, άνθρωποι των γραμμάτων, της επιστήμης και του πολιτισμού, «ανάβουν σπίρτα» για να φωτίσουν τον «δρόμο», τη σκέψη.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες, τα πολιτικοποιημένα και αντιμνημονιακά τμήματά τους, είναι καιρός να συντονιστούν μετωπικά, για να ανάψει επιτέλους η φλόγα του αγώνα που στοχεύει στην εξάλειψη της φτώχειας, της δυστυχίας, της καταπίεσης, και δίνει μορφή στον ακοίμητο και συνυφασμένο με την κοινωνική φύση του ανθρώπου πόθο και βούληση για ελευθερία.
Αν, λοιπόν, η ελευθερία νοείται
α) σαν λαχτάρα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας να υπερβεί πρακτικά τους καταναγκασμούς των υπερκείμενων νόμων και νομοτελειών της πραγματικότητας (…)
β) σαν δράση ενάντια σε κάθε αρχή, εξουσία, κοινωνικο-οικονομική δύναμη ή δομή που αντιπροσωπεύει την εκμετάλλευση, την καταστολή και την καταπίεση (…)
γ) σαν υποκειμενική ικανότητα του ανθρώπου για εξουσία πάνω στην εξωτερική φύση, τις κοινωνικές νομοτέλειες και τον εαυτό του (…)
δ) σαν θρίαμβος της υποκειμενικής βούλησης και δράσης να θέτει, να σχεδιάζει και να κατακτά στόχους που δεν αντιφάσκουν προς την αναγκαιότητα αλλά την εμπεριέχουν και την ξεπερνούν (…),
τότε, στη σημερινή ζοφερή μνημονιακή και κατεξοχήν ανελεύθερη πραγματικότητα, που σίγουρα οδηγεί σε καταστροφή τον λαό και τη χώρα, οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία ενός αντιμνημονιακού, δημοκρατικού, προοδευτικού, πατριωτικού κινήματος, αποτελούν πολιτική και ιστορική ανάγκη.
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει»