ΑΚΕΠ: Ανταγωνισμός και ατομισμός

1600
κεντρικής

Η πανδημία του Covid-19 (και όχι μόνον αυτή) εμφάνισε με τρόπο άμεσο και αδιαμφισβήτητο την αναποτελεσματικότητα και την ανεπάρκεια των αρχών και των αξιών ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος με πήλινα πόδια, που σαπίζει.

Η κύρια θεωρητική και πρακτική αρχή της σημερινής πραγματικότητας, που ορίζει θεσμικά και ηθικά τις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές σχέσεις των ατόμων, των κοινωνικών συνόλων και των τάξεων, ονομάζεται ιδεολογία του ανταγωνισμού.

Αν, σύμφωνα με την γκραμσιανή εκδοχή, στον όρο ιδεολογία δώσουμε την ανώτερη σημασία μιας κοσμοαντίληψης που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας και ενυπάρχει στις γενικές και ειδικές συμπεριφορές της πλειοψηφίας του πληθυσμού, τότε ο ανταγωνισμός, σαν καθολική ιδεολογία του καπιταλισμού, φανερώνει την ανώτερη σημασία της κοσμοαντίληψης του αστικού ατομισμού, που επιχειρεί να δικαιώσει προπαγανδιστικά την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ατομική ιδιοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος της κοινωνικοποιημένης παραγωγής από την σημερινή κυρίαρχη τάξη.

Πράγματι, ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, που σαν ηγεμονική ιδεολογική δύναμη εκδηλώνει τις μορφές κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης που αντιστοιχούν οργανικά στους ανταγωνιστικούς υλικούς όρους ύπαρξης, όχι μόνο των τάξεων αλλά και των ατόμων. Ο Μαρξ γράφει: «οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής πορείας της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι μονάχα με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που αναφύεται από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων».

Ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός, σαν σύμφυτες θεωρητικές και πρακτικές αξίες των εκμεταλλευτικών συστημάτων, εμφανίστηκαν ιστορικά μαζί με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, τον χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος, αλλά βρήκαν την πληρέστερη θεμελίωσή τους στην καπιταλιστική κοινωνία.

Ο αστικός ατομισμός αντιπαραθέτει το ξεχωριστό άτομο στην κοινωνία και υποτάσσει τα κοινωνικά συμφέροντα στα ατομικά. Εκλαμβάνει τον ανταγωνισμό σαν αναγκαία εκδήλωση της δήθεν αναλλοίωτης ανθρώπινης φύσης, και προπαγανδίζει πως, χωρίς αυτόν και τα αποτελέσματά του, η οικονομική, η κοινωνική και η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι δήθεν ανέφικτη.

Ο σύγχρονος αστικός ατομισμός φέρει το όνομα λογικός ατομισμός (rational individualism) ή αντικειμενισμός και προβάλλεται ποικιλοτρόπως, πρωτίστως μέσα από το δοκιμιακό και λογοτεχνικό έργο της περιβόητης Άυν Ράντ (Ayn Rand).

Για τον λογικό ατομισμό, η επιτυχία ή η αποτυχία, η ευτυχία ή η δυστυχία του ανθρώπου δεν συναρτώνται με τις κοινωνικές συνθήκες αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά των δικών του επιλογών και ενεργειών.

Ο λογικός ατομισμός είναι, στην ουσία του, η σύλληψη του ανθρώπου ως ηρωικού όντος, με την επιδίωξη της προσωπικής ευτυχίας ως τον ηθικό σκοπό της ζωής του, με την ατομική παραγωγική επιτυχία ως την ευγενέστερη γι’ αυτόν δραστηριότητα και την λογική ως το μόνο απόλυτο δεδομένο του. Ο άνθρωπος είναι για τον λογικό ατομισμό ένα λογικό ον, η λογική είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσει την γνώση και το βασικό μέσον για την επιβίωσή του.

Για την φιλοσοφία του λογικού ατομισμού η ύπαρξη του κόσμου είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, η πραγματικότητα είναι μία (αυτή που ζούμε) και ο ρόλος της συνείδησης του ανθρώπου είναι να αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα, και όχι να την δημιουργήσει, να την αλλάξει ή να εφεύρει άλλη.

Οι σημαντικότερες αρχές του λογικού ατομισμού συνοπτικά είναι: η «λογική», οι «στόχοι» του ανθρώπου και ο «εαυτός» του.

Ο λογικός ατομισμός υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος αποτελεί σκοπό για τον ίδιο του τον εαυτό, όχι μέσον για τους σκοπούς άλλων ανθρώπων. Ο άνθρωπος, όπως λέει, οφείλει να ζει για τον εαυτό του, και όχι να θυσιάζεται για άλλους, ούτε να δέχεται την θυσία άλλων για εκείνον. Πρέπει να εργάζεται για το λογικό ατομικό του συμφέρον, θέτοντας την δική του ευτυχία ως ύψιστο ηθικό στόχο στη ζωή.

Ο λογικός ατομισμός απορρίπτει κάθε μορφή ντετερμινισμού, και θεωρεί δοξασία ότι ο άνθρωπος είναι θύμα δυνάμεων έξω από τον έλεγχό του, όπως πχ. η ανατροφή, οι οικονομικές ή οι κοινωνικές συνθήκες, δοξασίες κτλ.

Λέει επίσης πως, οι άνθρωποι πρέπει να συναλλάσσονται μόνο ως έμποροι, δίνοντας κάτι αξίας για κάτι άλλο αξίας, μέσω αμοιβαίας συναίνεσης και για αμοιβαίο όφελος. Κατά τον λογικό ατομισμό, το ιδανικό οικονομικο-κοινωνικό σύστημα είναι ο laissez-faire καπιταλισμός επειδή, όπως υποστηρίζει, ο ανταγωνισμός είναι ανόθευτος κι εξασφαλίζει στον «ικανό» την επιτυχία και την ηθική δικαίωση.

Για τον λογικό ατομισμό, το πρωτεύον είναι η ατομική συνείδηση, η έμφυτη στον άνθρωπο λογική ικανότητα, που παραπέμπει στις, ξεπερασμένες σήμερα, φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις του Καρτέσιου, του Λάιμπνιτς, του Φράνσις Μπέηκον κλπ. Την κοινωνία την αντιμετωπίζει σαν κονίστρα, όπου τα φυσικά πρόσωπα, τα άτομα, ανταγωνίζονται για την κατάκτηση της ατομικής επιτυχίας και την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Ουσιαστικά, ο λογικός ατομισμός είναι η σύγχρονη μορφή προπαγάνδισης και ηθικής δικαίωσης των αντι-ουμανιστικών θεωριών του μαλθουσιανισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, του βιταλισμού κλπ., που εκθειάζουν και μεταφέρουν τους νόμους της ζούγκλας στην κοινωνία.

Η εικόνα του λογικού ατομισμού για το άτομο, τον ανταγωνισμό και την κοινωνία απολαμβάνει, σύμφωνα με την μαρξιστική κοσμοθεωρία, μια εφήμερη θέση, μόνο στο πιο αρχικό στάδιο της ιστορίας:

«…σε αυτό το σημείο το άτομο διακρίνεται από τα πρόβατα μόνο από το γεγονός ότι η συνείδηση παίρνει τη θέση του ενστίκτου, ή ότι το ένστικτό του είναι συνειδητό. Αυτή η προβατοειδής ή φυλετική συνείδηση λαμβάνει την περαιτέρω ανάπτυξη και την επέκτασή της μέσω της αυξανόμενης παραγωγικότητας, και την αύξηση των αναγκών και του πληθυσμού…» (Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία)

«Το αντικείμενο, για να αρχίσουμε, είναι η υλική παραγωγή, άτομα που παράγουν στην κοινωνία. Ως εκ τούτου η κοινωνικά καθορισμένη μεμονωμένη παραγωγή είναι το σημείο της αφετηρίας. Ο μεμονωμένος και απομονωμένος κυνηγός και ψαράς, με τους οποίους ο Smith και ο Ricardo αρχίζουν, ανήκουν μεταξύ των αλαζόνων Ροβινσώνων του δέκατου όγδοου αιώνα, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν μόνο μια αντίδραση ενάντια στην υπερεκλέπτυνση και μια επιστροφή σε μια παρανοημένη φυσική ζωή όπως οι ιστορικοί του πολιτισμού φαντάζονται.» (Μαρξ, Grundrisse)

Όταν ο Ρουσσώ, με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του, έβλεπε, φυσιοκρατικά και νατουραλιστικά, στο «κοινωνικό συμβόλαιο» και στα «δικαιώματα του πολίτη» την αναίρεση του «δικαίου της δύναμης», και ήθελε ο νόμος και οι θεσμοί να είναι εκδήλωση της «γενικής θέλησης», του καθολικού συμφέροντος, του αναλλοτρίωτου και αδιαίρετου της λαϊκής κυριαρχίας, διαμόρφωνε -παρά τις προθέσεις του- το πολιτειακό πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, του κοινωνικού ανταγωνισμού και της επιβολής του δικαίου των οικονομικά ισχυρών επί της κοινωνίας.

Αυτό έκανε τον Μπαμπέφ, τον πρώτο κομμουνιστή αγκιτάτορα, να καυτηριάσει την κραυγαλέα αναντιστοιχία των πολιτικών διακηρύξεων της αστικής τάξης με την καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που, από τις μέρες του Μπαμπέφ μέχρι σήμερα, εκκολάπτει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα. Έλεγε τότε ο Μπαμπέφ προς τους πολιτικούς και ιδεολογικούς εκπρόσωπους της τότε νεαρής αστικής τάξης: «…η Δημοκρατία δεν είναι μια κενή νοήματος λέξη, οι λέξεις Ελευθερία και Ισότητα, που τόσο μάγεψαν τα αυτιά μας κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης γιατί πιστέψαμε ότι ίσως σηματοδοτούν κάτι καλό για τον λαό, τώρα δεν σημαίνουν για κάποιους τίποτε απολύτως, και αυτό επειδή τις έχουν εκλάβει ως στερημένες από κάθε νόημα ή απλές διακοσμήσεις για κακές προθέσεις. Πρέπει να μάθουν όμως ότι αυτές μπορούν να σηματοδοτήσουν ένα απτό καλό και μάλιστα πολύτιμο για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Είπα και ξαναείπα στον λαό ότι η Επανάσταση δεν επιτρέπεται ν’ αποδειχθεί μια ατελέσφορη πράξη, δεν χύθηκε τόσο πολύ αίμα για να καταντήσουν τελικά κάποιοι πολύ χειρότεροι από αυτό που ήσαν πριν… Σκοπός της Επανάστασης είναι υποχρεωτικά η ευημερία των πολλών… εάν έχει ολοκληρωθεί, όπως εσείς ισχυρίζεστε, τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο και άσκοπο έγκλημα».

Στους αιώνες που πέρασαν από τότε που ο Μπαμπέφ κατακεραύνωνε την νεαρή αστική δημοκρατία, το «άσκοπο έγκλημα» του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος στο οποίο αναφέρθηκε ο Μπαμπέφ, συνεχίζεται αμείωτα, χωρίς αιδώ, χωρίς έλεος.

Στις μέρες μας, η παγκόσμια οικονομικο-πιστωτική κρίση και η ανεπάρκεια των θεωρητικών σχολών του ανταγωνισμού και του ατομισμού (όπως αυτές του Χάρβαρντ, του Σικάγο, του Φράιμπουργκ κλπ.) έκαναν, ακόμη και τον πιο ένθερμο υποστηρικτή του μονεταρισμού, τον πρώην διοικητή της FED Άλαν Γκρίνσπαν να αμφισβητήσει το φιλελεύθερο δόγμα «αυτορρύθμισης της αγοράς» και τις μακροοικονομικές θεωρίες της Νεοκλασικής Σχολής (περί «προσαρμοστικών» και «ορθολογικών προσδοκιών»-Φρήντμαν, Φέλπς και λοιποί).

Τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω της πανδημίας του Covid-19, «το Κογκρέσο και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν κινηθεί για να εγχύσουν περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία των ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξοδεύουν και δανείζουν τρισεκατομμύρια επιπλέον. Η Νορβηγία, η Ιταλία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιδοτούν άμεσα τα ιδιωτικά μισθολόγια. Συνολικά, αυτές οι προσπάθειες θα ανέλθουν σε τουλάχιστον 10 τρισεκατομμύρια δολάρια, ή το ένα τέταρτο της ετήσιας οικονομικής δραστηριότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Ασιατικά κράτη όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα καταβάλλουν παρόμοιες προσπάθειες σε ισοδύναμη κλίμακα.

Οι κυβερνήσεις, με άλλα λόγια, ξοδεύουν σαν να υπάρχει μηδενική οικονομική παραγωγή από τώρα έως κάποια στιγμή αυτό το καλοκαίρι. Τους επόμενους μήνες, ο πακτωλός των δημόσιων δαπανών θα θολώσει τα όρια, που δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρα εξαρχής, μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και θα μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας στους ισολογισμούς των κυβερνήσεων. Αυτό το επίπεδο δαπανών δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία -ούτε καν κοντά. Ούτε στον πόλεμο. Ούτε στην ειρήνη. Ποτέ.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν τέτοιες προσπάθειες μπορούν να σώσουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη ή την παγκόσμια οικονομία, αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στην άλλη πλευρά αυτής της κρίσης, οι υποτιθέμενοι νόμοι για τις δημόσιες δαπάνες και τον κρατικό δανεισμό θα πρέπει να ξαναγραφούν από το μηδέν» (Zachary Karabell)

Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Κανείς πια, ακόμη κι ο πιο στενοκέφαλος στοχαστής, δεν μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζει πως η υποταγή στους νόμους της αγοράς, που συνοψίζεται στην φράση του Φράνσις Μπέηκον «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται», μπορεί ν’ αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις, και να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση με την ευημερία. Η φιλοσοφική αντίληψη, που βλέπει στο «Κράτος» την αλλοτρίωση της αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης και τον περιορισμό της ελεύθερης βούλησης του φυσικού προσώπου, έχει ηττηθεί πρακτικά. Ο περιορισμός του κράτους, που δήθεν νόθευε τον ανταγωνισμό, οδήγησε σε αποτελέσματα ανάλογα με τα αποτελέσματα των οικονομικών σχολών του κρατισμού και της μικτής οικονομίας, δηλαδή οδήγησαν σε βαθιά οικονομική κρίση, σε φτώχεια, σε ανεργία, σε βαρβαρότητα και εξαθλίωση.

Οι σχολές του κρατισμού μίλησαν κι αυτές ψευδεπίγραφα για ελευθερία, ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα, προβάλλοντας την αντίληψη της «σχεδιοποιημένης παρέμβασης» ενός συλλογικού υποκείμενου στις αντικειμενικές νομοτέλειες που διέπουν την παραγωγή, την διανομή και την ανταλλαγή, χωρίς να θέλουν να καταργήσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Έτσι, ενώ στα λόγια υπερθεμάτιζαν υπέρ της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας, πρακτικά υλοποιούσαν κι αυτοί, όπως οι μη κρατιστές, με νέο-καρτεσιανό ορθολογισμό, την ρήση του Φράνσις Μπέηκον: «η φύση, για να μπορεί να κυβερνηθεί, πρέπει να υπακούεται».

Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διέπονται από τον γενικό και απόλυτο νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και κανένα υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό, δεν μπορεί να παραβεί τις συνέπειές του.

Ο Ένγκελς γράφει: «οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για την λύση του ανταγωνισμού» -και του ατομισμού θα προσθέταμε εμείς. Επομένως, είναι σήμερα καθαρό «μας ανοίγεται η προοπτική για μια μεγάλη, για την πιο μεγάλη επανάσταση όλων των εποχών».(Φρ.Ένγκ., Για την Κρ.της Πολ.Οικ. του Καρλ Μαρξ, ΔΙΑΛ.ΕΡΓ., σ. 431)

Πέραν πάσης αμφιβολίας, οι αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες, που θα οδηγήσουν στην αφύπνιση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, είναι παρούσες.

Η σημερινή άθλια πολιτική, κοινωνική και ηθική σήψη του καπιταλισμού προετοιμάζει την ανατροπή του. Εδώ, δεν ορίζω τον χρόνο αλλά την εγγύτητα.

Η εργατική τάξη αυτή τη φορά θα νικήσει. Η διαλεκτική κοσμοθεωρία της θα πραγματωθεί.

 

 

*Μάκης Παπαπέτρου, Γ.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΠ

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας