Το δικαίωμα της απεργίας στο στόχαστρο της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας

1363
απεργίας

Κατακτημένο με σκληρούς αγώνες, συχνά πολυαίμακτους, που συνοδεύουν την ιστορία του εργατικού κινήματος από τα πρώτα του κιόλας βήματα, το δικαίωμα των εργαζομένων να διεκδικούν ακόμη και στοιχειώδεις όρους ζωής και εργασίας με το όπλο της απεργίας, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο της επελαύνουσας νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας.

Η ήττα και υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών αγώνων που σηματοδότησαν την αντίσταση του λαού μας και ιδιαίτερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας στη γενικευμένη μνημονιακή επίθεση, συνεπιφέρει και την αποφασιστική επίθεση κατά του απεργιακού δικαιώματος, σε μια περίοδο κατά την οποία το κεφάλαιο και οι πολιτικές δυνάμεις που το στηρίζουν και το υπηρετούν διαμορφώνουν τη νέα “κανονικότητα”.

Μια “κανονικότητα” που βασίζεται στην επαναφορά συνθηκών γαλέρας στις εργασιακές σχέσεις, με την ακύρωση κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων ενός αιώνα, σε μια χώρα στην οποία ήδη έχει περιοριστεί ασφυκτικά η εθνική και λαϊκή κυριαρχία.

Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται η ρύθμιση Αχτσιόγλου, για την επιβολή ως όρου για την απόφαση διεξαγωγής απεργιακών αγώνων με τη συμμετοχή στη λήψη της του 50%+1 των συνδικαλισμένων σε έναν εργασιακό χώρο ή κλάδο, το 2018. Μια ρύθμιση που επανέφερε τον αλήστου μνήμης νόμο 330 του 1976, τότε που η έκρηξη των μεταπολιτευτικών εργατικών αγώνων επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με τον περιορισμό της δυνατότητας στην απεργιακή διεκδίκηση. Τότε που ο υπουργός Εργασίας Κωνσταντίνος Λάσκαρης διακήρυττε, προκαλώντας τη γενική θυμηδία, το… “τέλος της πάλης των τάξεων”!

Για να ακολουθήσει η ακόμη μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αγώνων, που είχαν ως συνέπεια να πάρει ο νόμος τη θέση του στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

Και τότε και τώρα οι εμπνευστές της αντιαπεργιακής ρύθμισης ήξεραν πολύ καλά ότι για το σύνολο, σχεδόν, των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων η παρουσία του 50%+1 των μελών τους σε μια συνέλευση αποτελούσε στόχο ανέφικτο για μια σειρά σοβαρούς πρακτικούς λόγους. Κυρίως, όμως, γιατί κάτι τέτοιο θα εμποδιζόταν από την ίδια την εργοδοσία, που μπορούσε και μπορεί να χρησιμοποιεί το όπλο της τρομοκρατίας, με το φακέλωμα και την απόλυση εκείνων που χωρίς να έχουν την όποια νομικά κατοχυρωμένη κάλυψη θα τολμούσαν να συμμετάσχουν σε τέτοιες διαδικασίες.

Αν η Αχτσιόγλου και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε τον δρόμο στον περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος, ο νέος υπουργός Εργασίας Βρούτσης και η κυβέρνηση της απροκάλυπτα νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. ήρθαν να ολοκληρώσουν την αντιαπεργιακή ρύθμιση, με την θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τη λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση.

Τώρα είναι που η εργοδοσία μπορεί να ελέγχει πλήρως τις συνδικαλιστικές διαδικασίες, ασκώντας άμεσα τρομοκρατία και επιβάλλοντας την ψήφο που αυτή επιθυμεί, καταργώντας, έτσι, το δικαίωμα στην απεργία.

Και όλα αυτά στο όνομα δήθεν της δημοκρατικής συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων! Που μόνο ως πρόκληση και ειρωνεία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, σε μια χώρα στην οποία μεγάλα τμήματα του λαού μας έχουν απολέσει κάθε ελπίδα πως θα μπορούσαν να επηρεάσουν με τη συμμετοχή τους στις εκλογές την πολιτική ζωή, σε συνθήκες εκχώρησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σε ισχυρά ντόπια και κυρίως ξένα συμφέροντα.

Όταν έχουμε εκλογή κυβερνήσεων με το 35% και το 40% επί του 60% έως και 55% αυτών που δικαιούνται να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές, όταν η αποχή φτάνει ή ξεπερνάει το 40%, και χάρη σ΄έναν βαθιά αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο, που ευνοεί το πρώτο κόμμα και αποκλείει τη συμμετοχή στο Κοινοβούλιο μικρών πολιτικών δυνάμεων με το όριο του 3%, είναι χυδαία πρόκληση και ειρωνεία η πρεμούρα για τη δήθεν… μαζική συμμετοχή στις συνδικαλιστικές διαδικασίες.

Όπως η χθεσινή κυβέρνηση Τσίπρα, έτσι και η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να προχωράει σε μια τέτοια αντεργατική και αντιδημοκρατική ρύθμιση βασισμένη στην αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να απαντήσει δυναμικά, σε συνθήκες βαθιάς ήττας και αποδιοργάνωσης.

Ακριβώς για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων αποτελεί όρο και προϋπόθεση όχι μόνο για την ανατροπή της αντιαπεργιακής ρύθμισης αλλά και για την εκδήλωση της αντεπίθεσης στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα της νέας “κανονικότητας”.

Πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου για το εργατικό κίνημα της χώρας μας και για το σύνολο του κόσμου της εργασίας σ’ αυτόν τον τόπο. 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας