Οι Έλληνες πολίτες συνειδητοποιώντας και αξιολογώντας το μνημονιακό παρελθόν τους (2009-2019), κατανοούν το τι έχει συμβεί, μεταξύ των άλλων, σ’ αυτούς (ανεργία, μείωση του εισοδήματος και των συντάξεων) και στην ελληνική οικονομία (μείωση κατά 26% του ΑΕΠ σε αντίθεση με την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης), εκφράζοντας διστακτικά στην πρόσφατη (7/7/2019) εκλογική διαδικασία την επιλογή τους.
Και αυτό γιατί δεσπόζουσα θέση, μεταξύ των άλλων, κατέχει το υψηλό ιστορικά επίπεδο της αποχής του 44%, γεγονός που σημαίνει ότι στις εκλογές συμμετείχε ένας στους δύο ψηφοφόρους, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την δυσπιστία και την απόρριψη τους στο πολιτικό σύστημα για τις ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα και τις συνέπειες που επέφεραν στο βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Παράλληλα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στις εκλογές, προσανατολίσθηκαν στην επιλογή της πρότασης της σημερινής κυβέρνησης, τα χαρακτηριστικά στοιχεία της οποίας, μεταξύ των άλλων, είναι: η ανάπτυξη, οι νέες θέσεις εργασίας, η βελτίωση του επιπέδου του εισοδήματος και των συντάξεων ανάλογα με τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, η μείωση της φορολογίας και των κοινωνικο-ασφαλιστικών εισφορών, η αντιμετώπιση της ανασφάλειας των πολιτών, κ.λ.π.
Όμως, η επίτευξη αυτών των στόχων για να αποκτήσει ευρύτερο χαρακτήρα προσδοκιών στην χώρα μας, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους όρους των συνθηκών της μνημονιακής δεκαετίας. Κι’ αυτό γιατί σε αυτή την περίπτωση, οι υπάρχουσες σήμερα οριακές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες στην Ελλάδα, θα απειληθούν με ρωγμές επιπέδου κατάρρευσης της ελάχιστης κοινωνικής συνοχής.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για παράδειγμα η αύξηση της απασχόλησης δεν μπορεί κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά να επιτευχθεί με την ανησυχητική διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως υποστηρίζει στην πρόσφατη (Ιούλιος 2019) έκθεση του το ΔΝΤ προκειμένου να βελτιωθούν στην Ελλάδα οι συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων, παρά το γεγονός ότι από το 2002 μέχρι το 2019 αυξήθηκαν κατά 18,75 ποσοστιαίες μονάδες ή 267%.
Το ίδιο, η ασκούμενη εισοδηματική πολιτική δεν μπορεί να μην ανακόψει την μισθολογική κατάρρευση του μέσου μισθού των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (από 579 ευρώ μεικτά το 2009 σε 391 ευρώ μεικτά το 2018) καθώς και του μέσου μισθού της πλήρους απασχόλησης ( από 1.443 ευρώ μεικτά το 2009 σε 1.160 ευρώ μεικτά το 2018), θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο «θα ενισχύσει τους κινδύνους ανάκαμψης της αγοράς εργασίας και του επιπέδου ανταγωνιστικότητας».
Το μεγάλο ερώτημα
Επίσης, η αναπτυξιακή διαδικασία δεν μπορεί, σε όρους οικονομικής ανάλυσης, να προσφέρει άμεσα, δυναμικά και κοινωνικο-οικονομικά νέο πλούτο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, με επενδυτικές επιλογές πραγματοποίησης του παραγόμενου πλούτου στο εξωτερικό ή το εσωτερικό, δηλαδή με επενδυτικές επιλογές περαιτέρω διεύρυνσης της τριτογενοποίησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά με επιλογές επένδυσης δημιουργίας και παραγωγής νέου πλούτου από την ελληνική οικονομία.
Τέλος, η μείωση του έμμεσου κόστους εργασίας διαμέσου της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών στην κύρια σύνταξη από 20% σε 15% (μείωση κατά 25%) εντός της επόμενης 4ετίας, όπως έχει ανακοινωθεί από τη σημερινή κυβέρνηση, δεν μπορεί να συντελεσθεί με την μείωση του επιπέδου των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων.
Από την άποψη αυτή, το ερώτημα που τίθεται είναι πως είναι δυνατόν να μειωθούν οι κοινωνικο-ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή τα έσοδα του ΕΦΚΑ κατά 25%, χωρίς να υπάρξουν μειώσεις στις συντάξεις των συνταξιούχων. Μία πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας οι οποίες θα εξισορροπήσουν τις συγκεκριμένες απώλειες στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.
Όμως, μία έγκυρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο θέμα αυτό, απαιτεί την διερεύνηση των αναγκαίων μεθοδολογικά μεταβλητών, όπως είναι ο αριθμός των εργαζομένων, το εργατικό δυναμικό, το ποσοστό ανεργίας, το ύψος του μέσου μισθού και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ. Στην ερευνητική αυτή κατεύθυνση, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΈΦΚΑ και της έρευνας του εργατικού δυναμικού (ΕΛΣΤΑΤ) τον Μάιο του 2019, ο αριθμός των εργαζομένων ήταν περίπου 3,650 εκατομ. άτομα, το ποσοστό ανεργίας ήταν 18% και το εργατικό δυναμικό υπολογίζεται σε 4,530 εκ. άτομα.
Επιπλέον, ο μέσος μηνιαίος μεικτός μισθός των εργαζομένων είναι στο επίπεδο των 1.160 ευρώ. Τα έσοδα από εισφορές για τον ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη το 2018 προσέγγιζαν τα 12 δις ευρώ. Με αφετηρία τα δεδομένα αυτά, η μείωση των κοινωνικο-ασφαλιστικών εισφορών κατά 25% (από 20% στο 15%) θα επιφέρει μια απώλεια για τα ασφαλιστικά ταμεία ύψους 3 δις ευρώ και περίπου 800 εκατομ. ευρώ (εντός 4ετίας 1,25% για κάθε έτος) για κάθε 1,25% που θα μειώνονται οι κοινωνικο-ασφαλιστικές εισφορές.
Δύο σενάρια
Παράλληλα, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat και της Κομισιόν, το εργατικό δυναμικό το 2023 εκτιμάται στα 4,5 εκατομ. άτομα και το 2025 θα μειωθεί κάτω από τα 4,5 εκατομ. άτομα. Με βάση τα δεδομένα αυτά, προκειμένου να μην υπάρξουν μειώσεις στο επίπεδο των κύριων συντάξεων των συνταξιούχων, θα πρέπει να αυξηθεί το επίπεδο του μέσου μισθού και να μειωθεί η ανεργία, ώστε το ύψος των 12 δις ευρώ να παραμείνει σταθερό. Πιο συγκεκριμένα, στην μελέτη μας εξετάζονται δύο σενάρια.
Στο πρώτο σενάριο θεωρείται ότι το μέσο επίπεδο των μισθών θα αυξηθεί κατά 22% στη 5ετία, δηλαδή αύξηση κατά 5,1% κάθε χρόνο, η ανεργία θα πρέπει σε μόλις 4 έτη να μειωθεί από το 18% που ήταν τον Μάιο του 2019 στο 7,7%. Σημειώνεται ότι αυτό είναι χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα ποσοστό καθώς θυμίζουμε ότι το χαμηλότερο επίπεδο ανεργίας προ κρίσης το 2008 ήταν 8,6% και το 2009 στο 10,7%.
Στο δεύτερο σενάριο που θεωρείται ότι η αύξηση των μισθών θα είναι της τάξης του 4,1% ετησίως, για να παραμείνουν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων σταθερά στο σημερινό επίπεδο και να μην υπάρξουν μειώσεις των συντάξεων, θα πρέπει η ανεργία να μειωθεί στο 4,2%, γεγονός εξαιρετικά ανέφικτο εάν λάβουμε υπόψη ότι η μέση ανεργία στη ΕΕ είναι 6,5%.
Με άλλα λόγια, από την ανάλυση και την μελέτη των οικονομικών και δημογραφικών δεδομένων της χώρας μας, προκύπτει ότι εάν οι προκαλούμενες απώλειες από την μείωση των κοινωνικο-ασφαλιστικών εισφορών δεν χρηματοδοτηθούν από πόρους εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (αύξηση του επιπέδου εισπραξιμότητας των εσόδων του ΕΦΚΑ και των ληξιπρόθεσμων οφειλών) ή εκτός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (κρατικός προϋπολογισμός, νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης), τότε αναπόφευκτα θα προκληθούν σημαντικές μειώσεις στο επίπεδο των συντάξεων των συνταξιούχων.
Ουσιαστική διάλυση του ΕΤΕΑΕΠ
Παράλληλα, η πρόσφατη εξαγγελία της νέας κυβέρνησης για την δυνατότητα των νέων ασφαλισμένων μετά την 1/1/2021 να επιλέγουν την επικουρική τους ασφάλιση είτε στο ΕΤΕΑΕΠ (Δημόσιο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών), το οποίο θα λειτουργεί με όρους επαγγελματικού ταμείου με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, είτε σε άλλο επαγγελματικό ιδιωτικού δικαίου ταμείο, το οποίο θα λειτουργεί αυτόνομα ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή από ασφαλιστικές εταιρείες των τραπεζών.
Η προοπτική αυτή, ουσιαστικά εξομοιώνει (απαιτείται η εξέταση της συμβατότητας με το Σύνταγμα και με τις αρχές του Δικαίου κοινωνικής ασφάλισης) τη δημόσια με την ιδιωτική διαχείριση της επικουρικής ασφάλισης, διαλύοντας θεσμικά, διαχειριστικά και λειτουργικά το ΕΤΕΑΕΠ με την άρση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης σ’ αυτό και θέτοντας σε κίνδυνο τόσο την μακροχρόνια βιωσιμότητα του, όσο και το επίπεδο των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων στους ήδη και μελλοντικούς συνταξιούχους.
Επιπλέον, δεν αντιμετωπίζει το σοβαρό πρόβλημα του κόστους μετάβασης των 55 δισ. ευρώ (τα δικαιώματα των σημερινών συνταξιούχων και τα δεδουλευμένα δικαιώματα των σημερινών ασφαλισμένων) από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τις πηγές χρηματοδότησης του και τις συνέπειες του στην επιδιωκόμενη ισορροπία της δημοσιονομικής και μακρο-οικονομικής ισορροπίας στην χώρα μας.
Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο και τεκμηριωμένο τρόπο, ότι η άρση της κρίσης αξιοπιστίας και της απόρριψης του πολιτικού συστήματος από τους Έλληνες πολίτες, προϋποθέτει, κατά προτεραιότητα, ότι η ασκούμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική της νέας κυβέρνησης δεν συνάδει να βρίσκεται σε κατεύθυνση και περιεχόμενο συμμόρφωσης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της οδυνηρής, από κάθε άποψη, μνημονιακής δεκαετίας.