Ο Ξυλούρης υπήρξε η άρνηση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: «Ουδείς αναντικατάστατος».
Ο Ξυλούρης ήταν μοναδικός. Και αναντικατάστατος.
Το κενό που άφησε η απουσία του στον πολιτισμό του τόπου δεν καλύφθηκε ποτέ.
Ο ένας λόγος ήταν η φωνή του.
Αλλά αν ήταν μόνο η φωνή του, τότε ο Ξυλούρης θα ήταν «απλώς» ένας μεγάλος τραγουδιστής.
Μα ο Ξυλούρης υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν ο ίδιος το «μέτρο» της λεβεντιάς, ήταν ο ίδιος το σύμβολο και μαζί η απόδειξη της ομορφιάς όλων όσων τραγούδησε.
Αυτό δεν θα είχε γίνει κατορθωτό με μόνο εφόδιο το αξεπέραστο της φωνής του.
Ο Ξυλούρης αποτελεί «μέτρο» λεβεντιάς και αξιοπρέπειας και ο λόγος είναι τούτος: Έζησε όπως ακριβώς τραγούδησε. Λεβέντικα και τίμια. Δεν πούλησε ό,τι τραγούδησε. Και ό,τι τραγούδησε δεν το τραγούδησε για να το πουλήσει.
Αυτό του το «προσόν» δεν ήταν θέμα ταλέντου. Ήταν κάτι απείρως σημαντικότερο: Ήταν προϊόν ενσυνείδητης επιλογής.
Το δίκιο, η λεβεντιά, η λεφτεριά είναι έννοιες που όποια «επεξεργασία» και να υποστούν, στη συνείδηση και στην καρδιά του λαού μένουν καθάριες.
Ο λαός, ό,τι πλύση εγκεφάλου κι αν υφίσταται, μπορεί να ξεχωρίζει – τελικά – ποιοι λερώνουν και ποιοι τιμούν αυτές τις έννοιες όταν τις πιάνουν στο στόμα τους.
Γι’ αυτό ο Ξυλούρης θα είναι πάντα εδώ. Γι’ αυτό η μορφή του και η φωνή του θα είναι «ξόρκι» απέναντι σε όσα μαγαρίζουν τον τόπο.
*Το κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου περιέχεται στην έκδοση του δίσκου της ηχογραφημένης τελευταίας ζωντανής εμφάνισης του Νίκου Ξυλούρη το 1978. Διαβάστε παρακάτω για την εκδήλωση (21/4/2017) παρουσίασης του δίσκου στο ρεπορτάζ του Δημήτρη Κούλαλη, στο nostimonimar.gr το οποίο και αναδημοσιεύουμε.
***
(…) το «Ν.» παρευρέθηκε σε μια ξεχωριστή εκδήλωση που έλαβε χώρα στη Βασιλική του Αγ. Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης προς τιμήν ενός σημαντικού, από κάθε άποψη, ανθρώπου. Πρόκειται για την εκδήλωση στην οποία παρουσιάστηκε ο δίσκος της ηχογραφημένης τελευταίας ζωντανής εμφάνισης του Νίκου Ξυλούρη το 1978 στο κέντρο «Αρετούσα», μαζί με την Άννα Βίσση και την Κατερίνα Σκορδαλάκη.
Η συγκεκριμένη δισκογραφική δουλειά αποτελεί ένα σπάνιο μουσικό, αλλά και ιστορικό ντοκουμέντο, καθώς στην εν λόγω ηχογράφηση ο Ξυλούρης περνά όλη του την μουσική πορεία. Ένα ποιητικό ανθολόγιο για το λαό, καμωμένο από έναν άνθρωπο που, όπως πολύ σωστά επεσήμανε από το πάνελ της παρουσίασης του δίσκου ο συνάδελφος Νίκος Μπογιόπουλος, «έζησε όπως τραγούδησε». Έζησε παλικαρίσια, τίμια και πάνω απ’ όλα με ψυχή, με φλόγα να καίει μέσα του.
(Η τοποθέτηση του Νίκου Μπογιόπουλου για τον Ξυλούρη)
«Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ λευτεριά, παίρνει σπαθί.»
Κώστας Βάρναλης
Τελευταία, ακούμε και διαβάζουμε διάφορα με αφορμή την μπουζουξίδικη ερμηνεία της «Μπαλάντας τοῦ κυρ-Μέντιου» στο Survivor. Είναι γνωστό, μάλλον, όμως, όχι τόσο όσο θα έπρεπε, ότι το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ένα μελοποιημένο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, του μπάρμπα Κώστα, «που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή “Τα Ποιητικά” (1956, Κέδρος)» και έγινε ευρύτερα γνωστό «από τη μουσική μεταφορά του το 1980. Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος, ένα γαϊδούρι, που παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο, που ανέχεται την σκληρότητα του αφεντικού του αδιαμαρτύρητα και με υπομονή»**.
Είναι επίσης γνωστό, μάλλον, όμως, όχι τόσο όσο θα έπρεπε, ότι η «ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης. Αυτό αποδεικνύεται με τις θεματικές και τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται το ποιητικό του έργο. Αφενός ασκεί σφοδρή κριτική στην θρησκεία, τον ιμπεριαλισμό, το εθνικό φρόνημα, την ατομική ιδιοκτησία και συνολικά στην αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, όμως, με πάθος αναπαριστά και οραματίζεται την εικόνα της επανάστασης, εξετάζει τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του ποιητή, αφουγκράζεται το «τραγούδι του Λαού», μέμφεται την ποινικοποίηση των αγώνων και ακολουθεί την τύχη των αγωνιστών της εποχής.(…) Ως μαρξιστής, ο Βάρναλης, δεν απομονώνει τα δεινά του καπιταλιστικού συστήματος. Αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως γενεσιουργό αιτία τους, χωρίς να παραλείπει και τον ρόλο της παράλυτης και αυταρχικής αστικής δημοκρατίας».***
Ο Ξυλούρης, όταν τραγουδούσε το μελοποιημένο από τον Λουκά Θάνο ποίημα του Βάρναλη , ο οποίος μαζί με τους Κώστα Γεωργουσόπουλο, Νίκο Μπογιόπουλο και Στέλιο Βασιλάκη στελέχωσαν το πάνελ της παρουσίασης του δίσκου που προαναφέραμε, δεν το τραγουδούσε ως κιτς τσιφτετέλι σε κάποιο ξενυχτάδικο. Όταν τραγουδούσε τους στίχους- ύμνο του αντιιμπεριαλισμού και της ειρήνης: Να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ//, δε λίκνιζε το κορμί του χτυπώντας παλαμάκια. Τραγουδούσε ενάντια στους «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω» της κάθε εποχής . Τραγουδούσε ενάντια στη δουλοπρέπεια. Τραγουδούσε με ψυχή!
Άλλωστε, για να μνημονεύσουμε τα λόγια του Ψαραντώνη στη συνέντευξή του στο «Ν.»: «Η μουσική πηγάζει από την ψυχή, (…) δε μαθαίνεται.(…) Δε γράφεται στο χαρτί το συναίσθημα του καλλιτέχνη για να το μάθεις». Δε μπορεί κάποιος «να παίξει μουσική χωρίς ψυχή»…
*Νόστιμον Ήμαρ, Γιάννης Μπάκος, «Τραγούδι της εβδομάδας: Νίκος Ξυλούρης – Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», 16/12/2016
*** Νόστιμον Ήμαρ, Γιάννης Μπάκος, «Τραγούδι της εβδομάδας: Νίκος Ξυλούρης – Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», 16/12/2016
Στην αρχή του ρεπορτάζ του Δημήτρη Κούλαλη, στο nostimonimar.gr, για την εκδήλωση προς τιμήν του Νίκου Ξυλούρη, σημειώνεται:
Αυτή η στήλη έχει δώσει «φωνή» σε πλήθος διαφορετικών πλην σημαντικών ανθρώπων. Έχουμε συνομιλήσει με καθηγητές πανεπιστημίου, διανοούμενους, δημοσιογράφους, συγγραφείς, ιστορικούς, συνθέτες, στιχουργούς , ερμηνευτές, ηθοποιούς κ.ά. Συνδετικό κρίκο όλης αυτής της «ποικιλόχρωμης» ανθρώπινης παλέτας αποτελεί το γεγονός ότι ο κάθε ένας από τους φιλοξενούμενους, από το δικό του μετερίζι, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις, δύσκολες απαντήσεις, σε μια εποχή κατά την οποία τα συνθήματα και οι βεβαιότητες του χτες ξεφτίζουν μπροστά στους αβέβαιους- δύσβατους δρόμους του αύριο.
Κόντρα στο φαινόμενο της «μαζικής κουλτούρας» και τα επιδεικτικά κελεύσματα των… ορθολογιστών, βγάζοντας τη γλώσσα στον «λαϊφσταλίδικο» ηθικό εξανδραποδισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, δηλώνουμε πως είμαστε και θα παραμείνουμε δίπλα σε οποιαδήποτε προσπάθεια τιμά και ανυψώνει τον άνθρωπο.
Είναι ουτοπία να πιστεύεις στο κάλλος των ανθρώπων; Μπορεί. Όπως, όμως, έχουμε πει και στο παρελθόν, «ένας χάρτης του κόσμου χωρίς την Ουτοπία δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν, γιατί αφήνει έξω τη μόνη χώρα όπου η ανθρωπότητα πάντα θα προσγειώνεται. […] Πρόοδος είναι η υλοποίηση της μιας ουτοπίας μετά την άλλη»*.