Το σοκ από το βρετανικό δημοψήφισμα του 2016 προκάλεσε κύμα δυσοίωνων αναλύσεων: γεωπολιτική ανατροπή, κρίση της Δύσης, ντόμινο διάλυσης της Ε.Ε. κι άλλα απειλητικά δαιμόνια ήρθαν επί σκηνής. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, η περισυλλογή έχει δώσει τη θέση της στη θυμηδία, καθώς το βρετανικό Κοινοβούλιο διαψεύδει πανηγυρικά, βδομάδα μπαίνει – βδομάδα βγαίνει, όσους τρίβουν τα μάτια τους και βιάζονται να αποφανθούν ότι «χειρότερα δεν γίνεται».
Την Παρασκευή 29 Μαρτίου, η Βρετανία θα έπρεπε να αποχωρήσει επίσημα από την Ενωση, βάσει ψηφισμένου νόμου. Χιλιάδες ένθερμοι οπαδοί του Brexit κατέβηκαν στο κέντρο του Λονδίνου, όχι όμως για να γιορτάσουν, αλλά για να καταγγείλουν «προδοσία», αφού η έξοδος είχε ήδη αναβληθεί για δύο μήνες – και βλέπουμε. Την ίδια ημέρα, το Κοινοβούλιο απέρριπτε για τρίτη φορά το μεσοβέζικο σχέδιο της Τερέζα Μέι για «μισό Brexit», το οποίο, αντί να κλείσει το βαθύ ρήγμα, εξόργισε και τα δύο στρατόπεδα.
Δύο ημέρες νωρίτερα, η Τερέζα Μέι, πρωθυπουργός περιορισμένης ευθύνης ύστερα από τις απανωτές ήττες της, είχε εμφανιστεί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των Συντηρητικών εν είδει Ιφιγένειας: προσφέρθηκε να παραιτηθεί αν το πολύπαθο σχέδιό της έπαιρνε το πράσινο φως σε μια τρίτη και τελευταία προσπάθεια. Περίεργο το φαινόμενο μιας πρωθυπουργού που δηλώνει ότι θα φύγει αν νικήσει και θα μείνει αν χάσει, ευελπιστώντας ότι θα συσπειρώσει τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς του Brexit, αφού τους προσφέρει μια ευκαιρία για τη διαδοχή. Ακόμη δυσκολότερο είναι να καταλάβει κανείς πώς ένας σκληροπυρηνικός διάδοχός της θα κατάφερνε να βρει συναινέσεις στο Ουεστμίνστερ και στις Βρυξέλλες.
Οχι λιγότερο απολαυστικές ήταν οι αντιδράσεις των «σκληρών». Συγκινημένος από το χαρακίρι της Μέι, ο Μπόρις Τζόνσον δήλωσε αμέσως ότι είναι έτοιμος να ψηφίσει το σχέδιό της, που μέχρι τότε απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Η αντανακλαστική του αντίδραση ενίσχυσε την ιδέα ότι εκείνο που τον καθορίζει δεν είναι το εθνικό συμφέρον, αλλά το ωμό πάθος για εξουσία. Ενας άλλος Σωματοφύλακας του Brexit, ο Τζέικομπ Ρις-Μογκ, βρήκε την πρωτότυπη λύση να κάνει… outsourcing της ψήφου του στο σύμμαχο κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, το DUP, δηλώνοντας ότι θα ψηφίσει ό,τι και εκείνοι.
Τρεις ώρες αργότερα, η φαρσοκωμωδία μεταφέρθηκε στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο αποφάσισε να παραμερίσει την κυβέρνηση και να πάρει στα χέρια του την επεξεργασία λύσης που θα υποστηριζόταν από την πλειοψηφία. Οι βουλευτές κλήθηκαν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν οκτώ διαφορετικές προτάσεις. Για να διευκολυνθεί η υπερψήφιση κάποιων από αυτές, κάθε βουλευτής μπορούσε να ψηφίσει όσες προτάσεις ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, η ψηφοφορία έδωσε οκτώ «όχι» και κανένα «ναι». Οχι στην έξοδο χωρίς συμφωνία, όχι και στην ανάκληση του Brexit για να αποτραπεί η έξοδος χωρίς συμφωνία. Οχι στην τελωνειακή ένωση, όχι και στην ενιαία αγορά, όχι και στο δεύτερο δημοψήφισμα.
Προδιαγεγραμμένη εξέλιξη
Η θλιβερή κατάληξη ήταν εξαρχής προδιαγεγραμμένη, αν όχι στις λεπτομέρειες, πάντως στην ουσία της. Ο Ντέιβιντ Κάμερον αποφάσισε το δημοψήφισμα βέβαιος ότι θα το κερδίσει, για να κρατήσει ενωμένους τους Συντηρητικούς. Εφυγε ταπεινωμένος σαν πολιτικός τυχοδιώκτης.
Η Τερέζα Μέι ξεκίνησε τη δια-πραγμάτευση με τις Βρυξέλλες από μειονεκτική θέση: το 47% των βρετανικών εξαγωγών πηγαίνει στην Ε.Ε. των «27», ενώ μόνο το 15% των ευρωπαϊκών εξαγωγών πηγαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό σημαίνει ότι σε μια μετωπική σύγκρουση, η Ε.Ε. θα πονέσει, αλλά η Βρετανία θα τραυματιστεί σοβαρότερα. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο έμπαινε στη διαπραγμάτευση με ημιτελή τη διαδικασία της ειρήνευσης στην Ιρλανδία, κάτι που σήμαινε ότι το πρόβλημα του ιρλανδικού συνόρου μετά το Brexit θα ήταν διαρκώς η αχίλλειος πτέρνα της. Επομένως η Μέι καλούνταν να διαλέξει ανάμεσα σε μια «άγρια» έξοδο χωρίς συμφωνία και σε μια ετεροβαρή συμφωνία, που θα έδινε ένα σκληρό μάθημα σε όσους σκέφτονταν ενδεχομένως να μιμηθούν τους Βρετανούς και να αποχωρήσουν από την Ενωση. Εγινε το δεύτερο.
Εξίσου καθοριστικά βάρυνε ο πολιτικός καιροσκοπισμός στο στρατόπεδο των Εργατικών. Ο αρχηγός τους, Τζέρεμι Κόρμπιν, αντιμετώπιζε πάντα την Ε.Ε. ως ιμπεριαλιστικό μηχανισμό, όπως ο μέντοράς του Τόνι Μπεν. Σήμερα, το αριστερό του πρόγραμμα, που περιλαμβάνει σειρά εθνικοποιήσεων και φιλολαϊκών πολιτικών, είναι ασύμβατο με την παραμονή όχι μόνο στην Ε.Ε. αλλά και σε αυτήν την ενιαία αγορά. Ωστόσο το κόμμα του είναι διχασμένο, καθώς τα εργατικά στρώματα της βόρειας Αγγλίας ψηφίζουν Brexit, ενώ η νεολαία και η μορφωμένη μεσαία τάξη των νότιων περιοχών είναι αναφανδόν με το Remain. Επιλέγοντας μεσοβέζικη γραμμή, ο Κόρμπιν προσπάθησε να κρατήσει ενωμένο το κόμμα με βάση την προσμονή για πρόωρες εκλογές και την κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς να είναι καθόλου καθαρό τι θα έκανε με αυτή την εξουσία – στο Brexit και σε οτιδήποτε άλλο.
Το παράδειγμα του 1975
Οι συγκρίσεις με το δημοψήφισμα του 1975 για την ένταξη της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι συντριπτικές. Ο Εργατικός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον και η αρχηγός των Συντηρητικών Μάργκαρετ Θάτσερ έκαναν αγώνα υπέρ της ένταξης, παρότι είχαν και οι δύο να αντιμετωπίσουν ανταρσίες από μεγάλο τμήμα της βάσης τους. Κατάφεραν να κερδίσουν εύκολα το δημοψήφισμα και να κρατήσουν τα κόμματά τους ενωμένα.
Οι διάδοχοί τους απλώς επιβεβαιώνουν την έκπτωση της πολιτικής στην εποχή μας, όπου η σύγκρουση στρατηγικών και οραμάτων εκφυλίζεται σε σύγκρουση φιλοδοξιών και τακτικισμών. Βέβαια το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά βρετανικό. Η στερεότυπη κραυγή του προέδρου της βρετανικής Βουλής Τζον Μπέρκοου «The Nays Have It» (το «όχι» νίκησε) είναι το σύνθημα της στιγμής για όλη την Ευρώπη. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η Βρετανία γίνεται ολοένα και περισσότερο «ευρωπαϊκή» στα πολιτικά της ήθη τη στιγμή που (υποτίθεται ότι) ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την Ευρώπη.
Στο παρά πέντε
Υστερα από την τρίτη αποτυχία της Μέι να περάσει το σχέδιό της από τη Βουλή, την Παρασκευή, η Βρετανία καλείται είτε να αποχωρήσει άτακτα από την Ευρωπαϊκή Ενωση στις 12 Απριλίου, βάσει της τελευταίας συμφωνίας με τις Βρυξέλλες, είτε να ζητήσει νέα, μακρόχρονη αναστολή του Brexit, συμμετέχοντας στις ευρωεκλογές του Μαΐου – μια επιλογή με δυνητικά εκρηκτικές συνέπειες στη Βρετανία. Ωστόσο οι πιθανότητες για μια λύση της τελευταίας στιγμής δεν έχουν εκμηδενιστεί. Το σχέδιο της Μέι καταψηφίστηκε με συντριπτική διαφορά 230 ψήφων τον Ιανουάριο, η οποία μειώθηκε στις 149 τον Μάρτιο και σε 58 προχθές. Αύριο Δευτέρα αναμένεται να συνεδριάσει εκ νέου η Βουλή για να ανιχνεύσει εναλλακτικές λύσεις με διακομματική υποστήριξη. Το σενάριο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας ήταν να ψηφιστεί το σχέδιο της Μέι μόνο για τη συμφωνία αποχώρησης με μία ή δύο καίριες προσθήκες: την πρόταση του Συντηρητικού βουλευτή Κένεθ Κλαρκ για μόνιμη παραμονή στην τελωνειακή ένωση (είχε απορριφθεί με οριακή διαφορά 264-272 την Τετάρτη), ενδεχομένως δε και εκείνη για διεξαγωγή δημοψηφίσματος προς επικύρωση της όποιας συμφωνίας. Η ηγεσία των Εργατικών συμφώνησε και με τις δύο προτάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο πολιτικός χρόνος για τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι εξαντλείται και η παραίτησή της βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη, όπως και η προοπτική των πρόωρων εκλογών, με πιθανότερο νικητή τους Εργατικούς.
*Πηγή: Καθημερινή