Η κυβέρνηση ελέγχει τους μηχανισμούς πληροφόρησης και προπαγάνδας αλλά έχει ηττηθεί κατά κράτος. Οι πιο φιλικές της δημοσκοπήσεις δίνουν περίπου 70% εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών ενώ γύρω στο 30% την υποστηρίζουν. Υπάρχει μια σημαντική αντιστοιχία: Το ποσοστό εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι περίπου ισοδύναμο με το ποσοστό που συγκέντρωνε σε ποικίλες εκλογικές αναμετρήσεις η λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη», δηλαδή αθροιστικά οι κεντρώοι και οι αριστεροί ψηφοφόροι, ενώ το υπόλοιπο στοιχίζεται στην αμιγώς δεξιά πλευρά. Οι κομματικές διαιρέσεις και συμμαχίες, ο ηγέτης και η συγκυρία δίνουν τον νικητή στις εκλογές, ιδίως μετά την πτώση της χούντας. Αλλά σε θέματα εθνικής σημασίας ο πατριωτισμός διασχίζει τις κομματικές παρατάξεις συσπειρώνοντας δεξιούς, αριστερούς, συντηρητικούς και προοδευτικούς, σε ένα χώρο. Έχει λεχθεί ότι με σημαία μόνο τα εθνικά θέματα κανείς δεν κερδίζει εκλογές αλλά όποιος τα αγνοεί ή τα υποτιμά τις χάνει.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του πρωθυπουργού είναι με παροχές και ταξίματα να ισοφαρίσουν, ή να μειώσουν, τις απώλειες από τις Πρέσπες. Ελπίζουν μάταια. Οι παροχές μάλλον γέρνουν προς την κοροϊδία, 10 ευρώ καθαρά μηνιαίως, λένε οι ενδιαφερόμενοι. Και είναι παράλογο να ελπίζεις να κερδίσεις τους νέους όταν τους κατηγορείς ότι είναι φασίστες και ακροδεξιοί επειδή διαδηλώνουν εναντίον των Πρεσπών δίνοντας ως αντάλλαγμα δεκάρες. Αυτά δεν είναι καν θέμα πατριωτισμού. Είναι ζήτημα λογικής. Αλλά όταν είναι κανείς απελπισμένος χάνει το μυαλό του.
Η εκάστοτε ηγεσία επιβάλλει τη γραμμή της χωρίς αναγκαστικά να αποτελεί την πλειοψηφία στο σύνολο της παράταξης. Πχ ο «καραμανλισμός», η λαϊκή δεξιά, δεν ήταν ποτέ πλειοψηφία στο επίπεδο της ελίτ ο δε ιδρυτής της ΝΔ Κ. Καραμανλής δεν ήταν καν συμπαθής. Του καταλόγιζαν «σοσιαλμανία», δηλαδή την απαίτησή του να συμβάλλει και η ελίτ στην οικονομική άνοδο της χώρας. Αντίστροφα ο Σημιτισμός υιοθετήθηκε ως αγαπημένο τέκνο από την ελίτ της χώρας αλλά στους «απλούς» οπαδούς ήταν μειοψηφία. Το κομματικό ρουσφέτι είχε, σε κάθε περίπτωση, τον πρώτο λόγο έναντι της οργανωμένης, κρατικής, πολιτικής ανεξάρτητα από το κόμμα στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε και ενίσχυσε το ρουσφετολογικό σύστημα για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας με το ζήλο του νεοφώτιστου.
Το σύστημα αυτό βάδιζε μακάριο απορροφώντας τις «ανήσυχες στιγμές» πχ όταν πήρε τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ αρχές του 1980 ή όταν πρόσφατα έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μοναδική σοβαρή ενόχληση ήταν η ήττα στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά αλλά και αυτό το θέμα μπήκε σε μια σταδιακή φθορά, απώλεια ισχύος της ελληνικής πλευράς και διάχυση των ευθυνών με συνέπεια να μην προκληθούν αξιοσημείωτες αναστατώσεις. Στην περίοδο Σημίτη μπήκαν τα θεμέλια για τη σύμπλευση των κομματικών ηγεσιών και συνολικά της ελίτ. Επικράτησε ως «ιερός μόσχος» η λεγόμενη «κοινωνική ειρήνη» με τη συγκατάθεση ή την ανοχή όλων των πλευρών, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ, των κοινωνικών τάξεων, των συνδικαλιστών κλπ. Ποιος θα πείραζε την κότα που γεννάει καθημερινά φρέσκα αυγά; Ο ένας παράγων, λοιπόν, ήταν η ευμάρεια. Ο Π. Κονδύλης, έγραφα την περασμένη Κυριακή, είχε προσδιορίσει, πριν από τριάντα χρόνια, τον άλλο καθοριστικό παράγοντα: Θεωρούσε ότι η ελίτ συνολικά ξεπουλούσε την γεωπολιτική αξία της χώρας και τελικά την ίδια τη χώρα για να διατηρηθεί στην εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει στοργικά αυτό το καθεστώς ως αναπόσπαστο οργανικό μέλος του. Και το καθεστώς του το αναγνωρίζει και το ανταποδίδει.
Συνοπτικά: Η καθολική συμμετοχή και στήριξη στην «κοινωνική ειρήνη», από τις κορυφές ως και τη λαϊκή βάση, είχε συνέπεια την κοινωνική αδράνεια. Με επακόλουθο την αδιαφορία και την αδυναμία επίλυσης προβλημάτων να υποκαθιστά η φραστική οξύτητα μεταξύ των κομμάτων. Καυγάδες χωρίς περιεχόμενο. Δεν ευθύνονται αποκλειστικά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά όλο το πολιτικό/κομματικό σύστημα για το ότι οι απεργιακές κινητοποιήσεις περιορίζονται σε ήρεμους, μικρής διάρκειας, περιπάτους Σύνταγμα-Ομόνοια. Ακόμα και το Σκοπιανό κινητοποίησε μεν τεράστιο όγκο διαδηλωτών αλλά χωρίς στοιχειώδη αντοχή στο χρόνο. Τα κίτρινα γιλέκα πχ δίνουν αγώνα από βδομάδα σε βδομάδα, συζητούν, αντιγνωμούν, ωριμάζουν, μπορεί και να διαλυθούν, αναδύεται ηγεσία, όπως έγινε και στην Ιταλία με τους 5 Αστέρες ή τη Λέγκα του Βορρά. Όσο ο πατριωτισμός έχει την εφήμερη ζωή της πεταλούδας, θα γοητεύει αλλά στο δειλινό θα αφήνει απλώς την ανάμνησή του.
Η ΒΟΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΒΑΛΑ
ΥΓ. Η είδηση πέρασε «στο ντούκου» αλλά δεν είναι για πέταμα. Οι Αμερικανοί αναρωτιούνται, λέει, αν η Καβάλα ανήκει στους (Βόρειο) Μακεδόνες ή στους Έλληνες. Ίσως ήξεραν ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος το 1915, υπό την πίεση των Άγγλων, να παραχωρήσει την πόλη στη Βουλγαρία με αντάλλαγμα περιοχές της Μ. Ασίας, τη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας. Τώρα, φυσικά, δεν υπάρχει θέμα Μεγάλης Ελλάδας ενώ είναι γνωστός ο διακαής πόθος των «Μακεδόνων» για έξοδο στο Αιγαίο.
Τα ερωτήματα είναι τουλάχιστον δυο: Πρώτον γιατί οι Αμερικανοί φρόντισαν να δώσουν δημοσιότητα στην «απορία» τους; Δεύτερον: Έχουν άραγε στο νου τους να κάνουν κάτι για να μην τους βασανίζει η συγκεκριμένη απορία; Η τρίτη ερώτηση είναι: Ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναρωτιούνται για τις απορίες που υπάρχουν στην Ουάσιγκτον; Είναι αυτονόητο ότι τις απαντήσεις θα τις δούμε εν τω γίγνεσθαι.