Ουδετερότητα θρησκευτική και πολιτικός όρκος

1326
δημοψήφισμα

Άσχετα από σκοπιμότητες, συγκυρίες και κυβερνητικές μεθοδεύσεις, αφού μελέτησα προσεκτικά τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, θα τοποθετηθώ τεκμηριωμένα, όπως το συνηθίζω και απροκατάληπτα.

Πιστεύω πως θα το κάνω και εποικοδομητικά, πράγμα σπάνιο, για  τα ισχυρότερα ιδίως ή τέως ισχυρά κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου, όπως φάνηκε εξ άλλου από τις αντιδράσεις κυρίως των πρώην κυβερνητικών εταίρων Νέας Δημοκρατίας και μετονομασθέντος ΠΑΣΟΚ. Λέω δε “και εποικοδομητικά” γιατί η πρόταση που κατετέθη έχει μια σοβαρότατη παράλειψη: Ενώ κάνει “φύλλο και φτερό”  το Σ. τροποποιώντας 23 άρθρα, εκ των οποίων 4 για την “θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους” διέλαθε της προσοχής της επιτροπής, των υπογραφόντων την πρόταση, του προεδρείου της Βουλής και όσων έκριναν και κατέκριναν την πρόταση, μη εξαιρουμένων και των Αρχιερέων κ.λπ., η αναφορά εκτός άρθρων, αλλά εν αρχή και κάτω του κυρίου τίτλου “ΣΥΝΤΑΓΜΑ της ΕΛΛΑΔΑΣ”, “Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίας και Αδιαιρέτου Τριάδος”. Ε΄, δεν γίνεται “πολιτικός όρκος” και θρησκευτική ουδετερότητα με πρόταγμα βαρύτατου θρησκευτικού όρκου να παραμένει. (Ανθρώπινα τα λάθη). Ελπίζουμε να υποπέσει η επισήμανση στην αντίληψη των αρμοδίων ή τουλάχιστον των βουλευτών, ώστε να προλάβουν τη διόρθωση των ημαρτημένων και να συχωρεθούν οι αμαρτίες των.

Εκ Θεού άρξασθαι

Στο παρόν λοιπόν θ’ ασχοληθώ με ένα μέρος της πρότασης αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, που κατετέθη στη Βουλή: Της “θρησκευτικής ουδετερότητας” του Κράτους και του πολιτικού όρκου.

Όλα τα Συντάγματα του ελληνικού Κράτους έχουν μιαν πανομοιότυπη σχεδόν διατύπωση πάνω στο θέμα της θρησκείας: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού…» (άρθ. 3) με μόνη εξαίρεση ίσως το Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827, που με χαρακτηριστική λιτότητα προτάσσει την ανεξιθρησκεία: «Καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως, και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν» (προστασία) και καταλήγει, «Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας είναι θρησκεία της Επικρατείας».

Η προτεινόμενη αναθεώρηση, τί κάνει πάνω σ’ αυτό; Χωρίς να φτάνει τη λιτότητα του Συντάγματος της Τροιζήνας, συμμαζεύει το ισχύον άρθρο που… κατοχυρώνει συνταγματικώς (!) καθαρώς εκκλησιαστικά και κανονιστικά θέματα, που δεν έχουν καμιά θέση σ’ έναν Καταστατικό Χάρτη ενός σύγχρονου κράτους, όπως ότι «διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται(…) και συγκροτείται, όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας (…)» και άλλα καθαρώς εκκλησιαστικά,

Μ’ όλα ταύτα διατηρεί απερίσκεπτα και αδικαιολόγητα τη διάταξη ότι «τηρεί απαρασάλευτα τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες…» δηλαδή για παράδειγμα τον κανόνα του Απ. Παύλου ότι πρέπει «…η γυνή να φοβήται τον άνδρα1», που έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την Συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων – (Σ.άρθ. 4§2 κ.ά.)

Κι ακόμη ότι «τηρεί απαρασάλευτα (…) τους συνοδικούς κανόνες», όπως αυτούς του 8ου αιώνα της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, που αφόρισε τις προηγούμενες τρεις Ιερές συνόδους και αναθεμάτισε 21 φορές (!) τους Έλληνες και τη σοφία τους· και τους αναθεματίζει κάθε χρόνο, την «Κυριακή της Ορθοδοξίας», ενώπιον της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας και πλήθους πιστών που το ανέχονται!

Ένα μόνο έχω να πω, προς ώρας: Εάν οι αναθεματισμοί, δηλαδή οι κατάρες, απευθύνονταν προς τους Φράγκους του Καρλομάγνου, ή τους Οθωμανούς σφαγείς, με παρέμβαση των …θεσμών της Ε.Ε. και της «ιεράς» Βορειο-Ατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ), θα είχαν καταργηθεί.

Αλλά δεν θέλω να ξεφύγω άλλο απ’ το θέμα της αναθεώρησης, χωρίς να σημαίνει ότι ξέφυγα. Απλώς ξέφυγα από την επιφάνεια, γιατί εμβάθυνα, πράγμα που δεν τολμούν ή αδυνατούν να το πράξουν οι νομοθέτες μας.

Θρησκευτική Ουδετερότητα λοιπόν,  αλλά τι ουδετερότητα;

Πώς νοείται από την κυβέρνηση η διατυπωμένη στην πρόταση «θρησκευτική Ουδετερότητα» του κράτους;

Το ίδιο ερώτημα έθεσε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κατά την επίσκεψή του στον Πρωθυπουργό την Περασμένη Τρίτη. Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν έδωσε ορισμό, αλλά την περιέγραψε ως εξής:  «Η διακηρυγμένη αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος» (όπως της εκκλησιαστικής περιουσίας).

Συνέχισε δε διευκρινίζοντας ότι αυτή η ουδετερότητα του κράτους δεν έρχεται σε αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, λοιπόν.

Όμως οι ιερείς διαγράφονται από τα μητρώα και τις μισθολογικές καταστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων κ.τ.τ. Το μισθολογικό τους κόστος όμως θα συνεχίζεται να καταβάλλεται με τη μορφή ενίσχυσης της εκκλησίας.

Πολύ σοβαρά θεωρούμε αυτές τις ρυθμίσεις ορθολογικές και επωφελείς και για την πολιτεία και για τη θρησκεία, και εξηγούμαι:

Στις προηγμένες κοινωνίες δεν είναι νοητό να ισχύει μια sui generis (ιδιότυπη) δυαρχία: Μία εξουσία θεσμική, συνήθως δημοκρατική – καθορισμένη, εκλεγμένη, ελεγχόμενη από τον κυρίαρχο λαό, λίγο – πολύ και τουλάχιστον στους τύπους – και μία εξουσία πνευματική, μεταφυσική άτυπη, αλλά ισχυρότατη παραδοσιακά και καταπιεστική ακόμη, κι όχι μόνον για τους πιστούς κι εκείνους που αποφεύγουν τις ρήξεις, για ευνοήτους λόγους, αλλά και για τους άθρησκους, αλλόθρησκους, ορθολογιστές – υλιστές, που ως μειονότητες υφίστανται αφόρητη κοινωνική, αλλά και εξωθεσμική πολύμορφη και ποικιλότροπη καταπίεση. Μια εξουσία δηλαδή, τουλάχιστον κατ’ όνομα, θεϊκή (δι’ αντιπροσώπων).

Μια εξουσία απ’ τη μια του «λαού» και απ’ την άλλη, μία του θεού!

Κι αν υπερισχύει η εξουσία του λαού, είναι μειωτικό για το Θεό και τον ακυρώνει, κι αν υπερισχύει η εξουσία του θεού, ο λαός μετατρέπεται σε ανδράποδα και ποίμνια στη διάθεση, στην ιεροσύνη, στην αγαθότητα ή την πονηρία ή την ιδεοληψία των αντιπροσώπων της “εξουσίας του θεού”.

Κι αυτά τα πράγματα δεν είναι σοβαρά για την εποχή μας. Για τούτο και ο διαχωρισμός (άλλο το ένα, άλλο το άλλο) είναι επιβεβλημένος.

Με το ζόρι πιστός δεν γίνεσαι! Και άλλο το κατ’ όνομα πιστός, και άλλο στην ουσία.

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ

Μέσα στο πλαίσιο της προτεινόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους, προτείνονται οι τροποποιήσεις ορισμένων άρθρων του Συντάγματος (αρ. 13 §5, 33§2, 59§1 &2). Ώστε όπου είναι ο θρησκευτικός όρκος υποχρεωτικός, τούτο αντίκειται στην θρησκευτική ελευθερία του ατόμου.

Με την κατατεθείσα πρόταση η ορκωμοσία όλων ανεξαιρέτως των κρατικών αξιωματούχων, λειτουργών και υπαλλήλων θα γίνεται υποχρεωτικά με πολιτικό όρκο, δηλαδή με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδησή τους.

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που επιβάλλεται όρκος, ο υπόχρεος θα έχει τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, αν θα δώσει όρκο πολιτικού ή θρησκευτικού τύπου.

Σε εναρμόνιση με τα παραπάνω τροποποιούνται και τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος (33 § 2 και 59 §1 & 2) ώστε ν’ απαλειφθεί η θρησκευτική καθομολόγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών, αλλόθρησκων ή ετερόδοξων.

Σημειώνουμε ότι η παραπάνω προτεινόμενη αναθεώρηση, είναι και απόλυτα χριστιανική, κατά την άποψή μας.

Να θυμίσω στους ιερείς και στους πιστούς ότι εκτός της εντολής του Μωσαϊκού νόμου υπάρχει και η ξεκάθαρη εντολή του Ιησού «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως (= σας λέω να μην ορκίζεστε καθόλου). Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου, ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν»2. Τ’ ακούσατε;

Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.

―――――――

  1. Αποστ. Παύλος: Προς Εφεσίους 5, 33 (η ερμηνεία του ρ. «φοβήται» ως «να σέβεται» είναι αυθαίρετη, αναληθής, εκ του πονηρού και δι’ αυτό ασεβής.

2. Κατά Ματθαίον: έ 34, 37 (επί του όρους ομιλία).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας