Το ΟΧΙ και η ιστορική παρακαταθήκη του λαϊκού πατριωτισμού

1991
1975

«Ο κομμουνιστής που είναι διεθνιστής μπορεί να είναι και πατριώτης; Θεωρούμε πως όχι μόνο μπορεί, αλλά και επιβάλλεται να είναι» (Μάο Τσε-τουνγκ)

Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά μόνο σε όσους δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη θεωρητική και ιστορική κληρονομιά του εργατικού κινήματος. Κι όμως:

Το κομμουνιστικό κίνημα, που συγκροτήθηκε μετά τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τις δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο, υψώνοντας τη σημαία του διεθνισμού, θα γίνει ηγεμονική δύναμη σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης και της Ασίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υψώνοντας τη σημαία του πατριωτισμού. Και από τη θέση αυτή θα διεκδικήσει και θα κατακτήσει την εξουσία, όχι μόνο χάρη στη συμβολή του απελευθερωτικού σοβιετικού Κόκκινου Στρατού, αλλά και μέσα από αυθεντικές λαϊκές επαναστάσεις, όπως στη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα κ.ά. χώρες.

Βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο σ’ αυτή τη φαινομενική αντίφαση, ακριβώς γιατί το διεθνές εργατικό κίνημα, από τα πρώτα του βήματα, ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένο τόσο με τον πατριωτισμό όσο και με τον διεθνισμό. Στη συνείδηση των επαναστατών σοσιαλιστών όλου του κόσμου είχε πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα η Κομμούνα του Παρισιού, το 1871, όταν η ανάληψη της υπεράσπισης της πόλης από το προλεταριάτο και τον λαό, έναντι του προελαύνοντος πρωσικού στρατού με τον οποίο είχε συνθηκολογήσει η αστική κυβέρνηση του Θιέρσου, αποτέλεσε το έναυσμα για την πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση. Την πρώτη έφοδο της εργατικής τάξης προς τον ουρανό.

Τη σχέση του εργατικού κινήματος με τον λαϊκό πατριωτισμό τόνιζε επανειλημμένα ο Λένιν, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που όλο το βάρος της δράσης των επαναστατών σοσιαλιστών ήταν η πάλη κατά του πολέμου, για τη διεθνιστική συναδέλφωση των στρατιωτών ανεξαρτήτως εθνικότητας και τη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση.

Ακριβώς τότε, ο Λένιν έγραφε ξανά και ξανά ότι ο πατριωτισμός και η υπεράσπιση της πατρίδας κάθε άλλο παρά ξένα είναι προς τους μαρξιστές, τονίζοντας ιδιαίτερα την ανάγκη ακριβούς ανάγνωσης της περίφημης φράσης του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»:

«Στο “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” λέγεται ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.

Όμως, εκεί δεν λέγεται μόνο αυτό. Εκεί λέγεται ακόμη ότι με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών, ο ρόλος του προλεταριάτου γίνεται κάπως ιδιόμορφος. Αν πάρουμε την πρώτη θέση (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και ξεχάσουμε τη σύνδεσή της με το δεύτερο (οι εργάτες διαμορφώνονται ως τάξη εθνικά, όχι όμως με την ίδια έννοια που διαμορφώνεται η αστική τάξη), θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος.

Πού βρίσκεται η σύνδεση αυτή; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς στο γεγονός ότι, όταν έχουμε δημοκρατικό κίνημα (σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τέτοια συγκεκριμένη κατάσταση), το προλεταριάτο δεν μπορεί να μην το υποστηρίξει (συνεπώς δεν μπορεί να μην υπερασπίσει και την πατρίδα σε ένα εθνικό πόλεμο)».

(Β.Ι. Λένιν, Άπαντα – Σύγχρονη Εποχή, τ. 49, σ. 329)

Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα κατά τόπους Κ.Κ. που υποστήριξαν τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των λαών κατά της αποικιοκρατίας σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, θα ταχθούν ξεκάθαρα κατά του επελαύνοντος φασισμού κατά τη δεκαετία του 1930, και του κατακτητικού πολέμου της φασιστικής Ιταλίας κατά της Αιθιοπίας και της κατάληψης της Αλβανίας, της κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας από τη ναζιστική Γερμανία, με τη συναίνεση των άλλων δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της ιαπωνικής εισβολής κατά της Κίνας, στην υπεράσπιση της οποίας πρωτοστάτησε το κινέζικο Κ.Κ.

Ακόμη κι όταν η ΕΣΣΔ υπέγραψε το σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία, προκειμένου να καθυστερήσει την προβλεπόμενη γερμανική εισβολή στα εδάφη της, η στάση των Κ.Κ. της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας κατά τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο 1941, διαψεύδει  την αντικομμουνιστική και αντισοβιετική προπαγάνδα που συνδέει το σύμφωνο αυτό με δήθεν αντίθεση στην υπεράσπιση των χωρών που δέχονταν επίθεση από τις στρατιές του Γ΄ Ράιχ.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλιστα, η στάση αυτή ήταν ξεκάθαρη μήνες πριν, κατά την εκδήλωση της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Το ιστορικό γράμμα του κρατούμενου από τη δικτατορία Μεταξά ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, που υιοθετήθηκε από το σύνολο των φυλακισμένων και εξόριστων αλλά και από τη μεγάλη πλειονότητα των παράνομων αγωνιστών του κόμματος, δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων. Ούτε ακυρώνεται από τα επόμενα δύο γράμματα του κομμουνιστή ηγέτη, που μετά την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης και την εκδίωξη των εισβολέων στο αλβανικό έδαφος, ζητούσαν τον τερματισμό του πολέμου με σοβιετική μεσολάβηση.

Η στάση αυτή των Ελλήνων κομμουνιστών κατά την ιταλική και στη συνέχεια τη γερμανική επίθεση, αποτέλεσε και τη βάση για τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στα χρόνια της φασιστικής κατοχής, στο οποίο το ΚΚΕ προσανατολίστηκε –παρά τους ισχυρισμούς της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας- πολύ πριν τη γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ.

Είναι γνωστό το άρθρο του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, ηγετικού στελέχους του κόμματος, στην εφημερίδα «Κρητικά Νέα», στις 16 Μαΐου 1941, με το οποίο καλούσε σε συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στην επικείμενη γερμανική επίθεση στην Κρήτη. Όπως και η απόφαση της Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στις αρχές Ιουνίου, που προσανατόλιζε σαφώς στην οργάνωση και ανάπτυξη αντιστασιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.

Ήταν αυτή ακριβώς η στάση των Ελλήνων κομμουνιστών που ανέδειξε το ΕΑΜ σε κύρια δύναμη Αντίστασης και το ΚΚΕ σε ηγεμονική δύναμη στις γραμμές του και στην ελληνική κοινωνία. Διαμορφώνοντας όρους για μια λαοκρατική διέξοδο, σε μια Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη.

Είναι αυτή ακριβώς η στάση των Ελλήνων κομμουνιστών που αποτέλεσε ισχυρή παρακαταθήκη στους αγώνες που ακολούθησαν κατά της βρετανικής επέμβασης τον Δεκέμβρη 1944, κατά της αμερικανικής επέμβασης στον Εμφύλιο, κατά της Αμερικανοκρατίας επί δεκαετίες κατόπιν, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Νοέμβρη 1973, κατά της αμερικανόδουλης στρατιωτικής δικτατορίας.

Είναι αυτή ακριβώς η στάση των Ελλήνων κομμουνιστών, που αποτελεί και σήμερα ισχυρή παρακαταθήκη στον αγώνα κατά της υπαγωγής της χώρας μας στο ζυγό της μνημονιακής και μετα-μνημονιακής επιτροπείας και των κινδύνων που συνεπάγεται για την ασφάλεια και την ειρήνη η τυχοδιωκτική σύμπλευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τα συμφέροντα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού.

Το ΟΧΙ του 1940, η άρνηση του ελληνικού λαού να αποδεχτεί την υποδούλωση και τον εξανδραποδισμό του, αποτελεί και σήμερα φωτεινό σηματοδότη για νέους αγώνες για την ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Και όπως και τότε έτσι και τώρα, την κύρια ευθύνη για τη νικηφόρα διεξαγωγή τους την επωμίζεται η Αριστερά. Που είναι διεθνιστική και φιλειρηνική, ακριβώς γιατί είναι συνάμα και πατριωτική.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας