Είχαμε γράψει και σε προηγούμενα άρθρα, ότι μετά την προσχώρηση Τσίπρα στο νεοφιλελευθερισμό, η γενική αλλά βουβή και αμφίθυμη δυσθυμία του ελληνικού λαού θα γονιμοποιηθεί σε συνδυασμό με εξωγενείς εξελίξεις, που θα προκύψουν στο ευρωπαϊκό ή και στο ευρύτερα διεθνές πλαίσιο. Αυτό ακριβώς φαίνεται να δρομολογείται σήμερα, ως προς το σκέλος της έντασης των διεθνών και ειδικότερα, των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Τα συμβάντα είναι πολλά και μεταξύ αυτών το Brexit και τα γεγονότα στην Ιταλία διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο.
Στην περίπτωση του Brexit, πέρα από τις παλινωδίες και τις ανεπάρκειες της συντηρητικής κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουμε την προσπάθεια της ΕΕ να τιμωρήσει τον αγγλικό λαό για την ψήφο του ή να τον εξαναγκάσει να ξανά- ψηφίσει, προκειμένου να ανατρέψει την προηγούμενη απόφασή του, κατά τα ειωθότα της ΕΕ. Αυτή η στάση του ευρώ- κατεστημένου διακινδυνεύει για την ΕΕ ένα βίαιο ακρωτηριασμό.
Παρόλα αυτά, το ευρώ– κατεστημένο θέτει την «πειθάρχηση» του λαού που ψήφισε «λάθος», πάνω από τους πιθανούς κινδύνους για την ίδια την ΕΕ. Βεβαίως, δεν είναι διόλου απίθανο- κάθε άλλο- να βρεθεί τελικά μια συμβιβαστική λύση. Ούτε κανείς πρέπει να υποτιμά την πιθανή υπό- εκτίμηση αυτών των κινδύνων από πλευράς ΕΕ.
Ωστόσο, ακόμα και έτσι πρέπει να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της ανάλυσής μας, το γεγονός ότι όσο οι θετικές της αφηγήσεις συρρικνώνονται, τόσο η ΕΕ εντείνει την προσπάθεια απειλητικής τιθάσευσης των απείθαρχων.
Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο που διδάσκει το Brexit είναι ότι μπορεί να υπάρχουν μονομερείς ενέργειες στο πλαίσιο μιας διαδικασίας εξόδου από την ΕΕ και αντιστοίχως και από την Ευρωζώνη αλλά δεν υπάρχει ολοκληρωμένη έξοδος που να μην προϋποθέτει ή να μην απαιτήσει εν τέλει μια μορφή συμφωνίας και διακανονισμού, ακριβώς λόγω των υπαρκτών, υλικών αλληλεξαρτήσεων σε διαφόρους τομείς. Αν αυτό αποδεικνύεται ότι ισχύει σε ό,τι έχει να κάνει με την ΕΕ αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πιο σαφές θα γίνει όταν θα μιλάμε για την ευρωζώνη.
Από την περίπτωση της Ιταλίας, που θέτει αντικειμενικά την Ευρωζώνη μπροστά σε υπαρξιακό κίνδυνο προκύπτουν ακόμα πιο σύνθετα αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα. Στην Ιταλία είναι σαφές ότι η αντίδραση του άξονα Βερολίνου– Παρισιού– Βρυξελλών έγκειται στην καταστολή κάθε πιθανής αμφισβήτησης του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα. Δεν υπάρχει κανένας πραγματικός οικονομικός λόγος για αυτήν την αντίδραση της ΕΕ στον ιταλικό προϋπολογισμό, δεδομένου μάλιστα ότι το θέμα των τραπεζών, όπου ίσως θα δικαιολογούνταν η ΕΕ να απαιτήσει μεγαλύτερη διαφάνεια δεν ετέθη ποτέ σε καμία ιταλική κυβέρνηση, για ευνόητους λόγους. Ο στόχος του παραπάνω άξονα είναι να μην υπάρξει ποτέ και πουθενά ξανά, Ελλάδα του πρώτου εξαμήνου του ’15 ή ΗΒ του Brexit.
Το πρόβλημα με την εφαρμογή αυτής της πολιτικής πειθαναγκασμού της Ιταλίας, είναι ότι το μέγεθος της Ιταλίας είναι τεράστιο και ότι ανήκει στη ζώνη του ευρώ. Η Ιταλία δηλαδή είναι «too big to fail» και πιθανότατα «too big to be rescued» επίσης. Μπορεί δε, να πάρει μαζί της το ευρώ, τουλάχιστον στο βαθμό που μιλούμε για το σημερινό ευρώ και όχι για κάποιο πιθανό μελλοντικό νόμισμα με το ίδιο όνομα αλλά τελείως άλλη βάση και πεδίο αναφοράς. Και ενώ η Ιταλία, όπως και κάθε χώρα μπορεί να «πέσει» και να «ξανασηκωθεί», το ευρώ αν «πέσει» μια φορά, «πέφτει» για πάντα.
Με άλλα λόγια, η συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη είναι μέρος του προβλήματός της αλλά συνιστά και μέσο πίεσης υπέρ της.
Αυτή η σύλληψη υπήρχε -και ορθώς- και στον πυρήνα συζητήσεων εντός του ΣΥΡΙΖΑ –και όχι μόνο- έως και το δημοψήφισμα. Εκφράστηκε δε ορθότατα, με το σύνθημα «το ευρώ δεν είναι φετίχ.» Μετά τον Αύγουστο του ’15 θεωρήθηκε από πολλούς ότι το ίδιο το σύνθημα και όσα προφανώς υπονοούσε ως ανάλυση ήταν το πρόβλημα. Η αντίληψη του γράφοντος είναι ότι πρόκειται περί λανθασμένης εκτίμησης: το σύνθημα και η συλλογιστική που το στήριζε ήταν και παραμένουν ορθά. Το λάθος ή μάλλον η εσκεμμένη έλλειψη ήταν ότι δεν υποστηρίχθηκαν προγραμματικά, ούτε με σχέδιο α’- παραμονής στο ευρώ και απειθαρχίας- ούτε με σχέδιο β’- εξόδου από το ευρώ- ούτε με ένα πραγματικά γειωμένο και σοσιαλιστικό- δηλαδή άλλης στρατηγικής- κόμμα.
Δίπλα σε αυτές τις υποκειμενικές αδυναμίες βέβαια υπήρχε και η αντικειμενική δυσκολία του συσχετισμού δυνάμεων εντός ΕΕ, που τώρα λόγω Ελλάδας και Brexit- δευτερευόντως- ίσως εν μέρει αλλάζει.
Η ΛΑΕ οφείλει να λάβει αυτά τα δεδομένα υπόψη, ενόψει εκλογών αλλά και εξελίξεων εν γένει. Από τη μια δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε αλλά αντιθέτως να βαθύνουμε ουσιαστικά τις επεξεργασίες μας για ένα σχέδιο εξόδου από την Ευρωζώνη.
Δίπλα όμως σε αυτό πρέπει να προτάξουμε μια πρόταση κυβερνητικής συνεργασίας με άλλες προοδευτικές δυνάμεις, στη βάση ενός σχεδίου απειθαρχίας εντός Ευρωζώνης, που θα βασίζεται όχι σε μια ατέρμονα διαπραγμάτευση αλλά σε ένα πρόγραμμα άμεσων μετασχηματισμών στο εσωτερικό και συμμαχιών στο εξωτερικό.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα χρήζει βεβαίως μιας διακριτής ανάλυσης, που δεν μπορεί να γίνει εδώ. Το επιχείρημα του παρόντος άρθρου είναι ότι μπορεί να υπάρξει πλειοψηφικό κοινωνικό μπλοκ και αντίστοιχα πλειοψηφική, πολιτική συμμαχία που θα δομηθεί έχοντας ως μία- αλλά όχι μοναδική- συνιστώσα την απειθαρχία εντός ευρωζώνης και τη διάθεση για έξοδο εφόσον απαιτηθεί. Θα πρόκειται για εύθραυστη και επικίνδυνη ισορροπία. Αλλά αυτό απαιτούν οι καιροί και οφείλουμε να το πετύχουμε.