Κλείνοντας τον παραστασιακό τους κύκλο, οι αριστοφανικές Θεσμοφοριάζουσες βρέθηκαν στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού για μια μοναδική εμφάνιση, συνοδευόμενες από θετικά σχόλια από την έως τώρα πορεία τους τόσο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου όσο και την περιοδεία τους.
Όπως σημειώνεται στο Πρόγραμμα της παράστασης σε κείμενο του Π. Μπουκάλα, τα Θεσμοφόρια ήταν η γιορτή της αντιστροφής και ως τέτοια μεταφέρονται στην παράσταση: αντιστροφή ρόλων αφού οι Γυναίκες αναλάμβαναν τις εξουσίες του δήμου, αντιστροφή φύλων, με τον παρενδεδυμένο τραγικό ποιητή Αγάθωνα αλλά και την παρενδυσία του Μνησίλοχου σε γυναίκα ώστε να παρεισφρήσει στα Θεσμοφόρια και να επηρεάσει τις Γυναίκες υπέρ του Ευριπίδη τον οποίο ετοιμάζονται να καταδικάσουν ως μισογύνη και, τέλος, αντιστροφή του δραματικού είδους καθώς μέσα στην κωμωδία, και ως τρόπος σωτηρίας από τον Ευριπίδη του αποκαλυφθέντος Μνησίλοχου, οι δύο θα «παίξουν» αποσπάσματα από τραγωδίες του τελευταίου, τον Παλαμήδη, την Ελένη, την Ανδρομέδα, αποσπάσματα σωτηρίας και φυγής. Θα λέγαμε ότι ο Αριστοφάνης καταφεύγει ήδη στην καρναβαλική αντιστροφή με τη μείξη των ειδών, του ευγενούς και του ασεβούς, της τραγωδίας και της κωμωδίας, προσφέροντας ένα δράμα ‒ υβρίδιο όπως είχε κάνει, με άλλη αφορμή, και στους Βατράχους του.
Παράσταση συνόλου
Πιστεύω ότι ο καλός σκηνοθέτης οφείλει πρώτιστα να μπορεί να διαλέγει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα υπηρετήσουν από κοινού το σκηνικό όραμά του. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, επανερχόμενος στην αριστοφανική κωμωδία, επιλέγει και πάλι δίπλα του στη μετάφραση έναν από τους πλέον καταρτισμένους και εύστοχους μεταφραστές, τον Παντελή Μπουκάλα ο οποίος δεν προβαίνει σε εύκολες φαρσο-κωμικότητες ούτε σε λαϊκίστικες βωμολοχίες επιθεωρησιακού τύπου από τις οποίες ο Αριστοφάνης ταλαιπωρήθηκε επί σειρά παραστασιακών ετών.
Ο Μπουκάλας δεν επιλέγει να ακολουθήσει ούτε τις διασκευαστικές συνήθειες που επικαιροποιούν χονδροειδώς την κλασική κωμωδία. Αντίθετα, με τα δικά του λόγια που διαβάζουμε στο Πρόγραμμα της παράστασης: «Η επικαιροποίηση της κωμωδίας, με την ενσφήνωση θραυσμάτων της καθημερινότητας, και μάλιστα τηλεοπτικής, δεν ήταν και δεν είναι στις προθέσεις μου. Ούτε βέβαια η διασκευή. Μπορεί να συνηθίζεται, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να τηρεί κάποιος όλα τα έθιμα» (σ. 26). Με αυτή τη λογική, η μετάφραση του Μπουκάλα γίνεται σε γλώσσα ομιλουμένη σήμερα, με όλες τις λειτουργικές λέξεις που υπονοούν ευτράπελες καταστάσεις και μπορούν να προκαλέσουν γέλιο αλλά με «εμπιστοσύνη» στον Αριστοφάνη, «όχι να τον υποκαθιστά». Από τις πλέον ευτυχείς στιγμές, παρ’ όλο που γινόταν δύσκολα κατανοήσιμη, η κακών ελληνικών ψευδο-διάλεκτος του Σκύθη Τοξότη, αφελή φύλακα του αποκαλυφθέντος Μνησίλοχου.
Το διαφορετικό στίγμα της παράστασης έδωσε επίσης η ανάθεση της μουσικής στον Νίκο Κυπουργό ο οποίος σχεδίασε άλλοτε μουσικά ηχοτοπία και άλλοτε μελωδίες για τον άδοντα Χορό που έντυναν την παράσταση έντεχνα, χωρίς να ξεφεύγει σε δάνεια από συνήθη λαϊκότροπα σύγχρονα ακούσματα που συχνά ταλαιπωρούν τις αριστοφανικές κωμωδίες. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη, μαζί με εκείνη του Σταύρου Γασπαράτου για τον Πλούτο που σκηνοθέτησε ο Γ. Κακλέας, μουσική για αριστοφανική κωμωδία των τελευταίων δεκαετιών. Την οποία ερμήνευσαν ζωντανά επί σκηνής οι Αν. Σαρακατσάνος, Σοφία Κακουλίδη και Γιώτα Παναγή.
Η Σεσίλ Μικρούτσικου χορογράφησε με απόλυτη έμπνευση τα χορικά αλλά και, κυρίως, δίδαξε κινησιολογικά τα δραματικά πρόσωπα ώστε όλη η παράσταση να διέπεται από μια διαρκή όσο και άρτια κινησιολογία την οποία εκτελούσαν άψογα οι ηθοποιοί. Νομίζω ότι ήταν η παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου η οποία διέθετε την πλέον κινησιολογική δυναμική, κινησιολογία η οποία μετέθετε συχνά το κωμικό από τον λόγο στο σώμα των ηθοποιών χωρίς κανένα εξωτερικό βοήθημα: τα βήματα, οι χειρονομίες, οι προσεγγιστικές τους σχέσεις, τα μικρά κινησιακά κωμικά και απόλυτα συγχρονισμένα ντουέτα ήταν από τις πλέον ευτυχείς, κατά τη γνώμη μου, εικόνες της παράστασης.
Ανέφερα ότι δεν υπήρχαν βοηθήματα (κλασικοί φαλλοί κλπ) καθώς τα κοστούμια του άλλου σημαντικού συνεργάτη που επέλεξε ο σκηνοθέτης ήταν μια χρωματική και ραπτική απόλαυση. Ο Άγγελος Μέντης δημιούργησε κοστούμια του Χορού σε βαθύ κίτρινο-μουσταρδί και μαύρο σε σχήμα αρχαϊκού βάζου στολισμένα με μεγάλα μοτίβα παρμένα από τη μυθολογία (Γοργόνες, Λερναίες Ύδρες, άλογα αλλά και περικεφαλαίες ή γεωμετρικά σχήματα από αγγεία και τοιχογραφίες ενώ η ομοειδής γυναικεία μεταμφίεση ‒ κοστούμι του Μνησίλοχου έφερε ένα «προδοτικό» κόκορα), σε ζωγραφική της Μαρίας Ηλία. Τα αντρικά κοστούμια έπαιζαν ανάλογα από λιτές λευκές παραποιημένες «χλαμύδες» έως τα ροδακινί αποχρώσεων και στολισμένα με μοτίβα «φορέματα» των λιγότερο «ανδρών».
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάδειξη δράσεων, κοστουμιών και σκηνικών στο φόντο, τα παιγνιώδη σπιτάκια-σκηνές της Μαγδαληνής Αυγερινού που αναδείχτηκαν χάρη στους εκ των έσω φωτισμούς αλλά θα έλεγα ότι ως ιδέα μάλλον ήσαν φτωχά καθώς λειτουργούσαν ως μειωμένης αξίας δείκτες του τόπου.
Ερμηνείες
Ο Μάκης Παπαδημητρίου βρέθηκε ακόμα μια φορά στο στοιχείο του αλωνίζοντας κυριολεκτικά τη σκηνή ως Μνησίλοχος και αναδεικνύοντας την ήδη γνωστή κωμική πρωταγωνιστική του στόφα. Ένας αριστοφανικός υποκριτής. Ίσως, όμως, το γεγονός ότι επρόκειτο για την τελευταία παράσταση να τον έκανε κάποιες στιγμές διεκπεραιωτικό. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στον ρόλο του Ευριπίδη, υποκινητή της όλης δράσης, υπήρξε μάλλον μετρημένος στην αρχή αλλά απολαυστικός στις μιμήσεις τραγικών ηρώων του Ευριπίδη στη συνέχεια.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως θηλυπρεπής Αγάθων αλλά και ως μπρούτος Τοξότης κατέθεσε τη δική του κωμική πολυσχιδή ποιότητα φωνητικά όσο και κινησιολογικά, με τις απολαυστικές στάσεις του σώματος κυρίως ως Τοξότης. Όμως δεν μπορώ να μην εκθειάσω την απεριόριστη δοτικότητα, το εν διαρκή κινήσει σώμα ακόμα και στις βουβές στιγμές του, την άψογη υποκριτική του ως Υπηρέτη Αγάθωνα, ως Κλεισθένη και ως Πρύτανι του Γιώργου Παπαγεωργίου, ενός διαρκώς εξελισσόμενου και πολυσχιδή ηθοποιού.
Ο Β. Θεοδωρόπουλος συγκέντρωσε μια τετραμελή ανδρική πρωταγωνιστική ομάδα της νέας γενιάς ηθοποιών που φαίνεται ότι ανανεώνει εκ των έσω την αριστοφανική κωμωδία.
Ο Χορός των Θεσμοφοριαζουσών λειτούργησε άψογα κινησιολογικά και φωνητικά με όλες τις ηθοποιούς να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση. Κάποιες από αυτές έπαιζαν ζωντανά μουσικά όργανα δίνοντας το στίγμα της τελετής. Κορυφαίες και με ιδιαίτερο στίγμα η κάθε μία στις επεμβάσεις τους οι Μαρία Κατσανδρή, Άντρη Θεοδότου, Ελένη Ουζουνίδου(Κηρύκαινα) και η γνωστής φωνητικής δεινότητας στο τραγούδι Νάντια Κοντογεώργη της οποίας τα φωνητικά στην αρχή δημιούργησαν τον διαφορετικό ορίζοντα αναμονής των θεατών για μια άλλης αντίληψης κωμωδία. Φωνητικά που αρχίζουν ως «χασμουρητά» κατά το ξύπνημα και σταδιακά, επαναλαμβανόμενα από όλες τις Γυναίκες του Χορού που ξεπροβάλλουν από τις σκηνές τους, γίνονται μουσικό μοτίβο που οδηγεί στον λόγο. Εξαιρετική έναρξη.
Στον Χορό, με τις ομοιόμορφες μαύρες φουντωτές περούκες τους, οι Βαλέρια Δημητριάδου, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Μαούτσου, Ίριδα Μάρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Σαρρή, Νατάσα Σφενδυλάκη, Αντιγόνη Φρυδά, πολλές από αυτές ήδη γνωστές από ρόλους τους σε διάφορες ομάδες και θιάσους.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δεν είχε εύκολο έργο στο να συντονίσει εκλεκτούς αλλά με έντονο στίγμα συνεργάτες ώστε να συνοδοιπορήσουν με το δικό του όραμα. Ομολογουμένως, το πέτυχε άρτια. Διατήρησε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού προσφέροντας μια καλοκουρδισμένη παράσταση, χωρίς κοιλιές, με συνεχή ρυθμό, ευχάριστη στα μάτια και στα αυτιά. Δηλαδή, έντονης εικαστικότητας, μουσικότητας, άψογης κινησιολογίας, σκηνοθετικής οργανωτικότητας και διδασκαλίας ηθοποιών. Αποκαθιστώντας τον Αριστοφάνη στη σκηνή.
Οι Φωτογραφίες είναι της Δομνίκης Μητροπούλου και της Εύης Φυλακτού.
Η παράσταση ήταν συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών ‒ Επιδαύρου με τη Α.Μ. Τέχνη Χώρος, το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.
* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.
**Πηγή: imerodromos.gr