Η Τουρκία αντιμέτωπη με τα όρια της ισχύος της

1114
τουρκία
Του Κώστα Ράπτη

Όπως και κάθε άλλη αναδυόμενη οικονομία, η Τουρκία προοριζόταν ούτως ή άλλως να περάσει από κλυδωνισμούς, σε μία φάση κατά την οποία η περιστολή της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ οδηγεί σε επαναπατρισμό της αφειδούς ρευστότητας την οποία διοχέτευσε τα προηγούμενα χρόνια ανά τον πλανήτη η αμερικανική κεντρική τράπεζα. Πόσω μάλλον που η τουρκική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις βραχυπρόθεσμες εισροές κεφαλαίων.

Στο γενικό αυτό αίτιο έρχεται να προστεθεί η ιδιαιτερότητα της Τουρκίας, ως μιας χώρας με μόνιμο πρόβλημα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παρά την ισχυρή παραγωγική της βάση, η γειτονική χώρα πάσχει από έλλειψη ενδιάμεσων αγαθών και ενεργειακή εξάρτηση με αποτέλεσμα η αύξηση των εξαγωγών της να συνεπάγεται εντέλει ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του “ανοίγματος”.

Πρόκειται για το κατεξοχήν τουρκικό παράδοξο αφού η ίδια η δύναμη της γειτονικής χώρας αποκαλύπτεται ότι είναι και η αδυναμία της – στην οικονομία και όχι μόνο. Παράδοξο το οποίο εμφανίζει τη χώρα του Ταγίπ Ερντογάν, ήδη 17η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, να απειλείται με κατάρρευση, την ίδια στιγμή που καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 7%, δηλ. ανώτερους των κινεζικών.

Εξ ού και το ρωσοτουρκικό φλερτ και η επιμονή της Άγκυρας να έχει λόγο στην Ανατολική Μεσόγειο: η εξασφάλιση φθηνών πηγών ενέργειας λόγου χάρη με τον πυρηνικό σταθμό του Ακουγιού η με τον αγωγό φυσικού αερίου Turkish Stream αποτελεί όρο βιωσιμότητας.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο οι αγορές, δοκιμάζουν την ικανότητα της Τουρκίας να επιμείνει στην ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που τηρεί ελέω Ταγίπ Ερντογάν. Η εμμονή του Τούρκου προέδρου με τα χαμηλά επιτόκια, την ώρα που ο πληθωρισμός κινείται στο 15%, έχει κατά καιρούς αποδοθεί στην ισλαμική του πίστη. Ωστόσο, τα πραγματικά της αίτια έχουν να κάνουν με τις πολιτικές προτεραιότητες των Τούρκων ιθυνόντων και την ανάγκη να διαιωνιστεί ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική κατανάλωση με δανεικά.

Η πολιτική μονοκρατορία που εξασφάλισε ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας με τις τελευταίες εκλογές, κάθε άλλο παρά επέλυσε τους λογαριασμούς του με τις αγορές, εφόσον ο διορισμός του προεδρικού γαμπρού Μπεράτ Αλμπαϊράκ στη θέση του τσάρου της οικονομίας εξανέμισε τις προσδοκίες ότι η τουρκική οικονομική πολιτική θα χαράσσεται με τεχνοκρατικά κριτήρια.

Η όλη υπόθεση αποκτά χαρακτήρα προσωπικής ταπείνωσης του Τούρκου προέδρου, καθώς μόνο η ανάκτηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και η δραστική στροφή προς μία περισσότερο περισταλτική νομισματική πολιτική θα μπορούσε ίσως να καθησυχάσει τους διεθνείς επενδυτές. Άλλωστε, πρόσφατη είναι η ανακοίνωση του προγράμματος των “100 πρώτων ημερών” της νέας προεδρικής θητείας Ερντογάν, όπου περίσσευε η φιλοδοξία και εξαγγέλθηκε σειρά έργων, τα οποία όμως προϋποθέτουν μεγάλες ξένες επενδύσεις.

Ο Τούρκος πρόεδρος προφανώς προσβλέπει στην εξεύρεση εναλλακτικών επενδυτικών πόρων (λ.χ. από Κίνα και Ρωσία) σε συμφωνία με την γεωπολιτική στροφή που επιχειρεί προς τις ευρασιατικες δυνάμεις. Ωστόσο, το δυτικοκεντρικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σε θέση να κινείται με ταχύτητες που υπερβαίνουν κατά πολύ τους χρόνους που απαιτεί ο αναπροσανατολισμός, τον οποίο έχει κατά νου Ερντογάν.

Τα στοιχεία αυτά έχουν επανειλημμένα προκαλέσει αναταράξεις στην τουρκική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Στην παρούσα συγκυρία, την κατάσταση έρχεται να επιβαρύνει περαιτέρω η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ουάσινγκτον. Οι καταγγελίες ότι ο αμερικανικός παράγοντας ενθάρρυνε το αποτυχημένο τουρκικό πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, οι συνεχείς τριβές ως προς τον ρόλο που επιφυλάσσεται από τις ΗΠΑ στο κουρδικό στοιχείο της Βόρειας Συρίας και η παραγγελία από την Άγκυρα ρωσικών συστοιχιών S-400 ασύμβατων προφανώς προς τα συστήματα της Aτλαντικής Συμμαχίας, δημιουργούν ένα πλέγμα βεβαρημένων σχέσεων.

Για όλα αυτά η πρόσφατη συνάντηση Τραμπ και Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ έμοιαζε να προσφέρει μία προοπτική εκτόνωσης. Όμως το ζήτημα του κρατούμενου εδώ και δύο χρόνια στη Σμύρνη Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, ήρθε να πυροδοτήσει το κλίμα. Παρά την προσωπική ενασχόληση με το ζήτημα (λόγω και των επικείμενων “ενδιάμεσων εκλογών”) του Αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς, κατεξοχήν ανθρώπου της ευαγγελικής δεξιάς των ΗΠΑ, η απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου που απλώς μετέτρεπε την ποινή του Μπράνσον σε κατ’ οίκον περιορισμό, αντί να διατάξει την απελευθέρωση του.

Άφησε την Ουάσινγκτον με την αίσθηση ότι εμπαίζεται. Προκάλεσε δε την εκδήλωση της αμερικανικής οργής με την (πρωτοφανή για σύμμαχο χώρα) επιβολή κυρώσεων εις βάρος των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Τουρκίας. Νεότερες μάλιστα πληροφορίες ότι επίκειται και στέρηση του προτιμησιακού καθεστώτος το οποίο επιτρέπει πρόσβαση τουρκικών επιχειρήσεων στην Αμερικανική αγορά οδήγησαν στην καταρράκωση της ισοτιμίας της λίρας την Δευτέρα, υποχρεώνοντας την κεντρική τράπεζα στην χορήγηση μιας κεφαλαιακής ένεσης 2, 2 δισ. δολαρίων προς τις τράπεζες. Η αίσθηση ότι παρόλα αυτά η κεντρική τράπεζα αδυνατεί να προβεί σε περισσότερο τολμηρές κινήσεις παρέτεινε την αναταραχή.

Παράλληλα, η επαναφορά των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν προσθέτει άλλο ένα πρόβλημα για την Τουρκία, στον βαθμό που η Ισλαμική Δημοκρατία καλύπτει το 44% των τουρκικών αναγκών σε πετρέλαιο.

Την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στοιχείου στην όλη υπόθεση ανέδειξε και η βεβιασμένη πρωτοβουλία αποστολής στην Ουάσιγκτον τουρκικής κυβερνητικής αντιπροσωπείας, υπό το νέο αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών Σετνάτ Ονάλ για διαβουλεύσεις εφ όλης της ύλης. Αίφνης και ο Αλμπαϊράκ δήλωσε ότι η τιθάσευση του πληθωρισμού, την οποίο περιέγραψε ως πρώτιστο στόχο, απαιτεί κινήσεις “αποθέρμανσης”, με μείωση των δημοσίων δαπανών.

Από αυτή την άποψη, αποκαλυπτική είναι η σύγκριση της Τουρκίας με την Ρωσία, η οποία επίσης βρέθηκε στο επίκεντρο δυτικών κυρώσεων, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Στην ρωσική περίπτωση τα μεγάλα συναλλαγματικά αποθεματικά χρησιμοποιήθηκαν για την απορρόφηση των κραδασμών, ενώ η κεντρική τράπεζα αφέθηκε απερίσπαστη να επιμείνει σε “ορθόδοξες” πολιτικές.

Αντίθετα η Τουρκία παρακολουθεί “άοπλη” την συνεχιζόμενη υποχώρηση της λίρας (κατά 44% έναντι του δολαρίου σε έναν χρόνο, τρίτη χειρότερη επίδοση μετά από αυτή της Βενεζουέλας και της Αργεντινής) η οποία μετατρέπει σε εφιάλτη την εξυπηρέτηση του υψηλού χρέους των επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα και δυνάμει απειλεί την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.

Ήδη δημοσίευμα του Bloomberg, επικαλούμενο αναλυτές των αγορών, δημιουργεί κλίμα επικείμενης προσφυγής της Τουρκίας στο ΔΝΤ και επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Αν η “προφητεία” αυτή επαληθευτεί, θα αποτελεί την μεγαλύτερη εκδίκηση των ΗΠΑ για τα συμπτώματα τουρκικής “απείθειας” και δραστικό ψαλίδισμα των (γεω)πολιτικών φιλοδοξιών του Ερντογάν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας