Ίχνη θανατηφόρων ουσιών που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για την κατασκευή χημικών βομβών ανιχνεύτηκαν σε γαρίδες που αλιεύτηκαν κοντά στο σουηδικό νησί Maseskar, μια θαλάσσια περιοχή στην οποία οι σύμμαχοι μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ βύθισαν 28 γερμανικά πλοία μέσα στα οποία υπήρχαν τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών και όπλων.
Την είδηση έδωσε στη δημοσιότητα η “National Water Agency” (Εθνική Υπηρεσία Υδάτων της Σουηδίας) χαρακτηρίζοντας το γεγονός ως «ιδιαίτερα σοβαρό».
«Μιλάμε για μια πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις των ουσιών στα αλιεύματα και οι οποίες δεν είναι επικίνδυνες για τους καταναλωτές, σε καμία περίπτωση ωστόσο τα τοξικά αυτά δεν μπορούν να υπάρχουν στο θαλάσσιο περιβάλλον», δήλωσε ο ειδικός σε τέτοια ζητήματα Fredrik Lindgren, στον επίσημο ιστότοπο τού NWA, διευκρινίζοντας ωστόσο πως «η ιδιαίτερα μεγάλη σοβαρότητα του ζητήματος συνίσταται από το ότι στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή η αλιεία είναι εξαιρετικά έντονη».
Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές η ουσία που εντοπίστηκε είναι η διφαινυλοχλωραρσίνη* χημική ένωση η οποία επινοήθηκε και μπήκε σε γραμμή παραγωγής από τους Γερμανούς το 1918 με την ονομασία το όνομα CLARK 2 (Chlor-Arsen-Kampfstoff 2) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή χημικών όπλων μαζικής εξόντωσης.
Ήδη μετά τον εντοπισμό της συγκεκριμένης τοξικής ουσίας, η NWA έδωσε εντολή για πλήρη απαγόρευση της αλιείας στην περιοχή γύρω από το νησί Maserak το οποίο βρίσκεται στα στενά τού Skagerrak που συνδέουν τη Βόρεια Θάλασσα με τη Βαλτική.
Το ζήτημα ωστόσο ίσως λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς οι ίδιοι Σουηδοί επιστήμονες προειδοποιούν για εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα ύπαρξης της ίδιας θανατηφόρου ουσίας και στα νερά και τα αλιεύματα της Βαλτικής Θάλασσας, λέγοντας πως θα επεκτείνουν την έρευνά τους και στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή.
Σε δελτίο Τύπου που εκδόθηκε αναφέρεται πως γερμανικά πλοία με το ίδιο θανατηφόρο φορτίο δεν βρίσκονται ποντισμένα μόνο σε θάλασσες της δυτικής Σουηδίας αλλά και κοντά στη νήσο Gotland, στη Βαλτική. Ειδικά σε αυτά εκτιμάται δε πως βρίσκεται ποσότητα επικίνδυνων υλικών που ξεπερνούν τις 50.000 τόνους, με μεγάλο μέρος αυτών να αφορά δοχεία ή βόμβες που περιέχουν διφαινυλοχλωραρσίνη.
Ίχνη αερίων μουστάρδας του Α’ΠΠ σε αλιεύματα της ίδιας περιοχής
Σημειώνεται πως η υπόθεση της μόλυνσης από τα συγκεκριμένα 28 γερμανικά πλοία που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό βάθος της τάξεως των 200 μέτρων, δείχνει να απασχολεί τους επιστήμονες εδώ και πολλές δεκαετίες, ωστόσο, όσο περνούν τα χρόνια και η διάβρωση των μετάλλων γίνεται όλο και μεγαλύτερη επιτρέποντας τα τοξικά να διαρρέουν στη θάλασσα, το πρόβλημα δείχνει να οξύνεται και μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο.
Ήδη από το 1992, αλλεπάλληλες μετρήσεις που είχαν γίνει από έγκυρους επιστημονικούς φορείς στην επίμαχη θαλάσσια περιοχή, είχαν καταγράψει σε καραβίδες και νορβηγικούς αστακούς συγκεντρώσεις αερίων μουστάρδας οι οποίες και πάλι ήταν πολύ χαμηλές ώστε να θεωρηθούν επικίνδυνες για κάποιον περιστασιακό υγιή καταναλωτή ωστόσο η επαναλαμβανόμενη και συχνή πρόσληψη των ουσιών αυτών από έναν άνθρωπο μπορεί μεσομακροπρόθεσμα να αποδειχθεί ακόμη και μοιραία.
* Η διφαινυλοχλωραρσίνη ως χημικό όπλο ακόμη και σήμερα, 100 χρόνια μετά την πρώτη παρασκευή της θεωρείται το υπ’ αριθμόν 1 επικίνδυνο χημικό όπλο. Προσβάλλει κατ’ αρχάς τους βλεννογόνους και τους πνεύμονες προκαλώντας οιδήματα, σπασμούς και αδυναμία της αναπνοής μέχρι τελικής ασφυξίας.
Ένας από τους μεγαλύτερους όμως κινδύνους που επιφυλάσσει η έκθεση στην διφαινυλοχλωραρσίνη είναι πως δεν γίνεται άμεσα αισθητή και τα πρώτα συμπτώματά της στο ανθρώπινο σώμα ξεκινούν από 2 μέχρι και 24 ώρες από την εισπνοή της κάτι το οποίο σημαίνει πως μέχρι να αντιληφθεί κάποιος την ύπαρξή της στο περιβάλλον έχει ήδη δεχτεί στον οργανισμό του μια ποσότητα που δεν αφήνει σχεδόν κανένα περιθώριο ιατρικής αντιμετώπισης.
*Πηγή: write-in.gr