Το πρόβλημα με τις δημοσκοπήσεις δεν είναι μόνο ελληνικό. Αντίθετα, σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες μπορεί κανείς να παρατηρήσει πάνω κάτω την ίδια συζήτηση. Παρά την εξέλιξη των τεχνικών μέτρησης, υπάρχουν ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα με την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων αλλά και φόβοι ότι αποτελούν τελικά ένα μέσο όχι μόνο εκτίμησης αλλά και χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Οι δημοσκοπήσεις στηρίζονται στην εξέλιξη των τεχνικών μέτρησης που με τη σειρά τους εξελίσσονται στη βάση των δυσκολιών και των προβλημάτων που αναδύονται με κάθε τεχνική.
Για παράδειγμα, η πρώτη επανάσταση ήταν όταν έγινε εφικτό να υπάρχει σχετικά ακριβής πρόβλεψη με βάση δειγματοληψία και στάθμιση. Η επόμενη επανάσταση ήταν όταν περάσαμε από τις πρόσωπο με πρόσωπο συνεντεύξεις (που στηρίζονταν σε μια δημογραφική κατανομή και τεχνικές τυχαίας επιλογής εντός μιας περιοχής) στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις, αφού εξασφαλίστηκε πραγματικά τυχαία επιλογή τηλεφωνικών αριθμών, γεγονός που μείωσε ακόμη περισσότερο το κόστος.
Ας μην ξεχνάμε ότι το βασικό πρόβλημα κάθε δημοσκόπησης είναι να μπορεί να προσφέρει σχετικά αξιόπιστη πρόβλεψη με ένα σχετικά μικρό δείγμα (γιατί προφανώς εάν το δείγμα είναι μεγάλο, π.χ. 50.000 ερωτηματολόγια, προφανώς η πρόβλεψη γίνεται πολύ ακριβής αλλά το κόστος είναι απαγορευτικό).
Όμως από τη δεκαετία του 2000 και μετά το κυρίαρχο πρότυπο της τηλεφωνικής έρευνας με στάθμιση του δείγματος ως προς δημογραφικές παραμέτρους και παραμέτρους εκλογικής συμπεριφοράς (κυρίως την ψήφο στις προηγούμενες εκλογές) άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Ερευνα από το σπίτι
Καταρχάς, ένα πρόβλημα που ούτως ή άλλως υπήρχε στις τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις, ότι δηλαδή οι άνθρωποι που ήταν σπίτι πάνω από ένα σταθερό τηλέφωνο έτειναν να είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυρές ή άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, εντάθηκε και με τη γενίκευση της χρήσης κινητού τηλεφώνου.
Μάλιστα στην Ελλάδα με τον ερχομό της κρίσης υπήρξε μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που δεν είχαν καν σταθερή γραμμή και χρησιμοποιούσαν μόνο το κινητό. Ακόμη και παράμετροι όπως η γενίκευση της αναγνώρισης κλήσης επηρεάζουν τη συμπεριφορά, εφόσον τείνουμε να μην απαντάμε σε αριθμούς που δεν γνωρίζουμε.
Το αποτέλεσμα είναι στην Ελλάδα το ποσοστό στο οποίο οι πολίτες απαντούν σε μια τηλεφωνική έρευνα να μειώνεται όλο και περισσότερο, και τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται γύρω στο 20%. Επιπλέον, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο βαθμό που δέχονται να απαντήσουν συγκεκριμένες ερωτήσεις που είναι κρίσιμες για τη στάθμιση του δείγματος. Για παράδειγμα, ενώ στην περασμένη δεκαετία το ποσοστό απόκρισης στην ερώτηση «τι ψηφίσατε στις προηγούμενες εκλογές;», μια ερώτηση ιδιαίτερα κρίσιμη για τη στάθμιση του δείγματος έφτανε ακόμη και το 75%, στη δεκαετία που διανύουμε έχει υποχωρήσει στο 35%.
Αντίστοιχα, σταδιακά εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα με τον τρόπο που θα μπορούσε να γίνει η εκτίμηση της αδιευκρίνιστης ψήφου, ειδικά σε περιόδους έντονης πολιτικής ρευστότητας και μεγάλων πολιτικών μετατοπίσεων.
Με πολίτες που δεν θέλουν να απαντήσουν και όταν απαντούν δεν δίνουν όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν τη στάθμιση του δείγματος, είναι σαφές ότι τα προβλήματα για τους δημοσκόπους γίνονται όλο και πιο μεγάλα. Επιπλέον, υπάρχουν πάντα τα ανοιχτά μεθοδολογικά ερωτήματα για τις δημοσκοπήσεις. Από τη στιγμή που δεν είναι απλώς μια μέθοδος πρόβλεψης αλλά και μια σημαντική πλευρά της διαμόρφωσης της δημόσιας πολιτικής συζήτησης υπάρχει το ερώτημα εάν οι πολίτες απαντούν απλώς τα ερωτήματα ή αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή τους σε μια έρευνα κοινής γνώμης ως έναν τρόπο να παρέμβουν ή να «στείλουν ένα μήνυμα».
Το κόστος των μετρήσεων
Σε όλα αυτά προσθέστε και μια παράμετρο ακόμη. Οι δημοσκοπήσεις κοστίζουν. Ακόμη και με τη γενίκευση των φτηνότερων τηλεφωνικών ερευνών δεν παύουν να απαιτούν υποδομές και ένα εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο δυναμικό. Για να είναι δε αξιόπιστες πρέπει να γίνονται συχνά και να έχουν μεγάλο δείγμα. Όμως, την ίδια στιγμή και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς τα ΜΜΕ προσπαθούν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας και αυτό σημαίνει λιγότερους πόρους για παραγγελία δημοσκοπήσεων. Στην Ελλάδα της κρίσης αυτό επεκτείνεται και στα ίδια τα κόμματα, που παραδοσιακά ήταν επίσης μεγάλοι πελάτες των εταιριών δημοσκοπήσεων.
Όμως, λιγότερες έρευνες και με μικρότερο προϋπολογισμό σημαίνει έρευνες με μικρότερη αξιοπιστία ως προς την πρόβλεψη και αυτό μπορούμε να το παρατηρήσουμε σε μια σειρά από περιπτώσεις αποτυχίας πετυχημένων προβλέψεων.
Σε όλα αυτά, προφανώς υπάρχει πάντα και ο πειρασμός μια δημοσκόπηση να αξιοποιηθεί και ως τρόπος χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με τις έρευνες γνωρίζει ότι αφού τελειώσουν τα αμιγώς μεθοδολογικά εργαλεία, στο τέλος υπάρχει και ένας βαθμός υποκειμενικής εκτίμησης του ίδιου του δημοσκόπου. Προσθέστε σε αυτό τη γραμμή ή την όποια «στοχοθεσία» του ΜΜΕ και μπορείτε να δείτε πώς μπορεί όντως η δημοσκόπηση που διαβάζετε ενίοτε να είναι και «πειραγμένη», έστω και εάν οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες ακόμη και σε αυτή την περίπτωση μένουν στα όρια μιας σχετικά ασφαλούς εκτίμησης.
Τα προβλήματα αυτά η κυβέρνηση είναι σε θέση να τα γνωρίζει από πρώτο χέρι, εφόσον στις τάξεις της έχει έναν κατεξοχήν ειδικό πάνω στο θέμα. Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης υπήρξε μαζί με τον για χρόνια συνεργάτη του Γιάννη Μαυρή πρωτοπόρος στην ανάπτυξη καινοτόμων τεχνικών πάνω στην έρευνα κοινής γνώμης. Μάλιστα ήταν από τους πρώτους που επέλεξαν να αφήσουν το «κλασικό» μοντέλο της στάθμισης προς όφελος της χρήσης χρονοσειρών και στη δραστηριοποίησή του στην εταιρεία VPRC και αργότερα ως πανεπιστημιακός κατεξοχήν ασχολήθηκε με τα μεθοδολογικά προβλήματα που αφορούν τις έρευνες κοινής γνώμης.
Οι στημένες
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να κάνει κεντρικό ζήτημα αυτό των δημοσκοπήσεων ιδίως μετά το δημοψήφισμα του 2015, όπου οι περισσότερες εταιρείες ερευνών απέτυχαν να προβλέψουν τη συντριπτική κατίσχυση του OXI. Μάλιστα, ο Νίκος Παππάς είχε εξαγγείλει ότι θα μπει φραγμός στις «στημένες δημοσκοπήσεις».
Ωστόσο, φαίνεται ότι παρά τις διακηρύξεις ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αρνηθεί τον πειρασμό της επιλεκτικής χρήσης δημοσκοπήσεων.
Όταν είχε ξεσπάσει ο θόρυβος με την έρευνα της άγνωστης μέχρι τότε εταιρείας Common View, που επίσης είχε παρουσιάσει μια έρευνα που ήταν πιο θετική για τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις εκτιμήσεις άλλων εταιρειών, και είχε αποκαλυφθεί ότι σε αυτή την εταιρεία συμμετείχε και συνεργάτης του Χριστόφορου Βερναρδάκη, ο τελευταίος είχε παραδεχτεί ότι υπάρχουν τέτοιες ομάδες που λειτουργούν ως «εργαστήρια κοινωνικών ερευνών», σε πανεπιστήμια κι ινστιτούτα σε όλη την Ελλάδα και πειραματίζονται με διαφορετικές μεθόδους συλλογής δεδομένων και ανάλυσης. Είχε επισημάνει, ωστόσο, ότι δεν τους έχει αναθέσει ποτέ κάποια έρευνα, ωστόσο χρησιμοποιεί συχνά το προϊόν της εργασίας τους, της ανάλυσης δεδομένων δηλαδή.
Υποθέτει κανείς ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την επίσης άγνωστη μέχρι τώρα εταιρεία Voxpop analysis, που αποδείχτηκε ότι είναι μια ΙΚΕ στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ και επίσης φοιτητή του κ. Βερναρδάκη.
Η μεθοδολογία που αναφέρει η εταιρεία όντως παραπέμπει σε τέτοιο «πειραματισμό». Ειδικότερα χρησιμοποιεί την τεχνική του river sampling χωρίς στάθμιση που είναι μια τεχνική χωρίς δειγματοληψία (χωρίς διαμόρφωση τυχαίου δείγματος) αλλά στηρίζεται στην προσέλκυση χρηστών του διαδικτύου να απαντήσουν. Η χρήση των ερευνών μέσω του διαδικτύου έχει γενικευτεί τα τελευταία χρόνια και υπάρχει και διεθνώς μεγάλη συζήτηση για το εάν μπορούν έρευνες που δεν στηρίζονται σε δειγματοληψία να είναι εξίσου αξιόπιστες με τις τηλεφωνικές έρευνες με στάθμιση.
Εάν κανείς εξετάσει τη σχετική βιβλιογραφία θα δει ότι τα αποτελέσματα ποικίλουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που έρευνες μέσω διαδικτύου έχουν δώσει ανάλογα αποτελέσματα με τις παραδοσιακές και άλλες όπου τα αποτελέσματα διαφέρουν.
Σε κάθε περίπτωση είναι ένα ανοιχτό ερευνητικό πεδίο σε μια περίοδο που αλλάζει συνολικά το «παράδειγμα» στο χώρο των ερευνών κοινής γνώμης με τον ερχομό νέων τεχνικών αλλά και το ανοιχτό ζήτημα του πώς θα χρησιμοποιηθούν τα «μεγάλα δεδομένα» (Big Data).
Είναι προφανές ότι και αυτή η έρευνα προφανώς εντάσσεται σε ένα μοντέλο που έχε υιοθετήσει ο Βερναρδάκης (που παραμένει πέραν όλων των άλλων καθηκόντων του ο επίσημος «δημοσκόπος» του ΣΥΡΙΖΑ) και το οποίο έγκειται στη χρήση καινοτόμων και «φτηνών» τεχνικών, αξιοποιώντας νέους ερευνητές, με σκοπό να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο υλικό και σε αυτή τη βάση να προσπαθήσει να έχει εκτιμήσεις με βάση και την εμπειρία και τη θεωρητική του κατάρτιση.
Γιατί είναι προφανές σε μια σύνθετη διαδικασία όπως είναι η εκτίμηση των τάσεων του εκλογικού σώματος ακόμη και έρευνες που δεν στέκουν ως καθαυτές προβλέψεις μπορούν να βοηθήσουν.
Εργαλεία στη μάχη
Ως εδώ καλά, θα έλεγε κανείς. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν τέτοιες έρευνες ρίχνονται στην πολιτική αντιπαράθεση ως εργαλεία. Είναι ένα πράγμα μια τέτοια έρευνα να είναι τμήμα του υλικού μιας εκτίμησης και άλλο να προβάλλεται η ίδια ως εκτίμηση. Ιδίως όταν η μεθοδολογία της ακόμη και εάν γίνει αποδεκτή απαιτεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη ώστε αν μη τι άλλο να μπορεί να δώσει τάσεις και άρα τη βάση για εκτίμηση.
Αντ’ αυτού η έρευνα αυτή προβλήθηκε από την φιλοκυβερνητική Documento και μάλιστα με τίτλο «κλείνει η ψαλίδα», παρότι η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση ενός τέτοιου τίτλου, δηλαδή η ύπαρξη συγκρίσιμης έρευνας της ίδιας εταιρείας, απλώς δεν υπήρχε για μάλλον ήταν η πρώτη της έρευνα τέτοιας κλίμακας!
Έτσι λοιπόν η ίδια η κυβέρνηση που κάποτε υποσχόταν πόλεμο στις «στημένες» δημοσκοπήσεις, σπεύδει να αξιοποιήσει επικοινωνιακά μια δημοσκόπηση, που δεν είχε τις προδιαγραφές για να δημοσιευτεί και μάλιστα με τέτοιο τρόπο. Κοινώς κάνει αυτό που κάποτε κατήγγειλε.
Και το πρόβλημα είναι πιο συνολικό. Η κρίση αξιοπιστίας των δημοσκοπήσεων, που επιτείνεται από την εμφάνιση δημοσκοπήσεων που εμφανώς δεν αποτυπώνουν πραγματικές τάσεις, είναι παράμετρος που επιτείνει την απροθυμία των πολιτών να απαντήσουν με ειλικρίνεια σε μια έρευνα, γεγονός που κάνει ακόμη πιο έντονο το πρόβλημα της έλλειψης αξιοπιστίας στο χώρο των ερευνών.
Δηλαδή, κινδυνεύουμε πολιτικές σκοπιμότητες να ακυρώσουν ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία και της κοινωνικής έρευνας αλλά και του πολιτικού σχεδιασμού. Υποθέτουμε ότι ο υπουργός Επικρατείας έχει επίγνωση αυτού του κινδύνου.
Πηγή: in.gr