25 Μαρτίου 1957 – 25 Μαρτίου 2017
Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές είχαμε στη διάθεσή μας μόνο το προσχέδιο διακήρυξης για τα εξηντάχρονα των Συνθηκών της Ρώμης, με τίτλο «Η Ευρώπη είναι το κοινό μας μέλλον». Η ωμή πραγματικότητα της πορείας προς την Ε.Ε. και Ευρωζώνη των πολλών «ταχυτήτων» κρύβεται στη φράση «Θα ενεργούμε από κοινού όταν αυτό είναι δυνατό, με διαφορετικούς βηματισμούς και ένταση, αν είναι απαραίτητο, όπως το έχουμε κάνει στο παρελθόν στο πλαίσιο των συνθηκών, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή σε εκείνους που θέλουν να συμμετάσχουν αργότερα». Για να γίνει πιο «εύπεπτο» το κρίσιμο αυτό σημείο, το σχέδιο διακήρυξης αποφεύγει τον όρο «multi speed» (πολλές ταχύτητες) και υιοθετεί τον όρο «different paces» (διαφορετικοί βηματισμοί). Στην αμέσως επόμενη φράση, ωστόσο, το κείμενο διαβεβαιώνει ότι «Η Ένωσή μας είναι ενιαία και αδιαίρετη»!
Ο αστικός μύθος και ο αριστερός «ευρωπαϊσμός»
Τη συγκρότηση της ΕΟΚ αρχικά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη συνέχεια συνόδευσε εξαρχής ο αστικός μύθος πως ήταν το ώριμο προϊόν της «αυτοσυνείδησης» των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης ύστερα από την τρομακτική εμπειρία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, μιας «αυτοσυνείδησης» που θα έκανε πλέον οριστικά παρελθόν ό,τι οδήγησε σε δύο καταστροφικούς Παγκόσμιους Πολέμους στη διάρκεια μόλις τριάντα χρόνων. Ο μύθος αυτός πλαισιώθηκε ή συμπληρώθηκε στην πορεία από διάφορους άλλους, που εξιδανίκευαν τις υποτιθέμενες «προοδευτικές», «δημοκρατικές», «ανθρωπιστικές», «φιλειρηνικές», κ.λπ. πλευρές της «ένωσης», σε μια προσπάθεια απόκρυψης των εκμεταλλευτικών και ιμπεριαλιστικών της χαρακτηριστικών.
Μια ιδιαίτερη εκδοχή αυτού του αστικού μύθου, με τη μορφή του αριστερού ευρωπαϊσμού, έφεραν στις γραμμές της Αριστεράς η σοσιαλδημοκρατία και το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού – αυτό το δεύτερο, μάλιστα, «πρωτοπόρο» τουλάχιστον μέχρι και τη φιλελεύθερη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Σύμφωνα με αυτήν, οι κυρίαρχες αστικές τάξεις της Ευρώπης δεν συμπαρατάχθηκαν σε μια «ένωση» από ωμό υπολογισμό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, αλλά σχεδόν παρασυρμένες από τα φιλειρηνικά και δημοκρατικά… συναισθήματα των λαών. Ότι, επομένως, αυτή η «ένωση» ήταν όχι η μηχανή καταστροφής των ιστορικών κατακτήσεων των εργαζόμενων τάξεων της Ευρώπης, αλλά ένα είδος πολιτικής και θεσμικής «κιβωτού» για τη διατήρηση αυτών των κατακτήσεων. Ότι γι’ αυτό το λόγο ο χαρακτήρας της ήταν «αντικειμενικά προοδευτικός», και γι’ αυτό η Αριστερά και η εργαζόμενες τάξεις της Ευρώπης έπρεπε να υπερασπιστούν αυτό τον προοδευτικό χαρακτήρα απέναντι στις δυνάμεις της «αντίδρασης», που ήθελαν να προσδώσουν στην «ένωση» αντιδραστικό περιεχόμενο. Ιδεολογική και πολιτική αντανάκλαση της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας» που έκανε να φαίνεται «αιώνιο» το… θαύμα της παράλληλης αύξησης τόσο των μισθών όσο και των κερδών, που τάχα θα ήταν η υλική βάση της αναπόφευκτης διαρκούς ανόδου της δημοκρατίας και της ειρήνης, αυτός ο ευρωπαϊσμός επεκτάθηκε και στα χρόνια της στροφής στο νεοφιλελευθερισμό όχι μόνο των κυρίαρχων τάξεων αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας. Ωσάν η ΕΟΚ και μετέπειτα Ε.Ε. να ήταν ένα ουδέτερο πεδίο ταξικής πάλης και μπορούσε να αλλάζει χαρακτήρα ανάλογα με τους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς, στα χρόνια της στροφής στο νεοφιλελευθερισμό τέθηκε ο στόχος της υπεράσπισης των «αντικειμενικά προοδευτικών» της χαρακτηριστικών από το… νεοφιλελευθερισμό. Αυτού του τύπου ο αριστερός ευρωπαϊσμός παραμέρισε με ευκολία ανάλογη με τους ρυθμούς και το βάθος της ήττας και της κρίσης του ένα στοιχειώδες δίδαγμα της ταξικής πάλης: ότι οι διεθνείς συμμαχίες των αστικών τάξεων, είτε έχουν στοιχειώδη είτε προωθημένη μορφή, συγκροτούνται μόνο για δύο γνωστούς λόγους: Πρώτο, για τον ανταγωνισμό με άλλες αστικές τάξεις ή άλλες συμμαχίες, δεύτερο, για την αποτελεσματικότερη από κοινού επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων εντός αλλά και εκτός της συμμαχίας. Οι αστικές τάξεις έχουν υψηλό επίπεδο συνείδησης των συμφερόντων τους και δεν πρόκειται ποτέ να αστοχήσουν συγκροτώντας συμμαχίες που θα δίνουν τη δυνατότητα στις εργαζόμενες τάξεις να αμφισβητήσουν τα κέρδη τους και πολύ περισσότερο την εξουσία τους.
Η ΕΟΚ και στη συνέχεια η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη επιβεβαίωσαν πλήρως αυτά τα διδάγματα. Οι αποδείξεις βρίσκονται -και μάλιστα σε υπερεπάρκεια- στην ίδια την εξηντάχρονη πορεία από τις Συνθήκες της Ρώμης μέχρι σήμερα.
Από αυτή την άποψη, η ΕΕ των δύο ή και πολλών «ταχυτήτων» δεν είναι μια «ατυχής κατάληξη» ενός «αντικειμενικά προοδευτικού» εγχειρήματος, αλλά η ωμή επικράτηση του γυμνού πυρήνα των κυρίαρχων αστικών-ιμπεριαλιστικών συμφερόντων μέσα στην κρίση, όπου οι ιδεολογικές περιστροφές και ωραιοποιήσεις είναι για τον καπιταλισμό περιττή πολυτέλεια. Η πρώτη «ταχύτητα» της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης είναι η κληρονόμος του εκμεταλλευτικού και ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της «ένωσης», απαλλαγμένου πλέον από κάθε περιττό στολίδι και προικισμένου με τη θεσμική επικύρωση της ωμής-εξωθεσμικής ιμπεριαλιστικής επιβολής. Ο εκμεταλλευτικός-ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Ε.Ε. ήταν εγγεγραμμένος στο γενετικό υλικό της «ένωσης» από το πρώτο της βήμα. Βεβαρημένη από τις γεροντικές της ασθένειες και τους αδήριτους καταναγκασμούς της καπιταλιστικής κρίσης, η «ένωση» παίρνει όλο και πιο αποκρουστικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, αυτή η κατάληξη δεν είναι μια παρά φύση αλλά μια κατά φύση εξέλιξη.
Ο «γενετικός κώδικας»…
Στις 18 Απριλίου 1951, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, έξι ευρωπαϊκές χώρες, οι Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, υπέγραψαν τη Συνθήκη των Παρισίων, με την οποία συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Στις 25 Μαρτίου του 1957, οι ίδιες χώρες υπέγραψαν τις Συνθήκες της Ρώμης, με τις οποίες ιδρύθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), γνωστή και ως ΕΥΡΑΤΟΜ. Είναι οι δύο ληξιαρχικές πράξεις γέννησης της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Παρόλο που ο τίτλος της παραπέμπει σε μια «θεματική κοινότητα» με επιμέρους οικονομικό περιεχόμενο, η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951 αντιπροσώπευε την πρώτη, «δειλή» και «δοκιμαστική» εφαρμογή ενός γεωπολιτικού σχεδίου. Οι παραδοσιακές δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) είχαν αλληλοκαταστραφεί σε έναν καταστροφικό πόλεμο, η κοσμοκράτειρα ιμπεριαλιστική Αγγλία είχε υποβαθμιστεί δραματικά στην κατάταξη της παγκόσμιας ισχύος, όλες μαζί είχαν χάσει τελεσίδικα τα ηνία του δυτικού ιμπεριαλιστικού κόσμου από τις ΗΠΑ, και όλες μαζί επίσης, περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ, είχαν να αντιμετωπίσουν το μπλοκ των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με επικεφαλής την ΕΣΣΔ. Η Ευρώπη, αφού πρώτα αποτέλεσε το θέατρο ενός αιματηρού και καταστροφικού πολέμου, τώρα ήταν το κατεξοχήν θέατρο του Ψυχρού Πολέμου.
Σε πλήρη αντίθεση με τον αστικό μύθο, επρόκειτο για ένα στυγνό, ωμά υπολογισμένο σχέδιο «ανάσχεσης της κομμουνιστικής απειλής» και ενδυνάμωσης των αποδυναμωμένων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο φιλειρηνικός μανδύας και ο «ευρωπαϊσμός» ήταν απλώς το ιδεολογικό περιτύλιγμα. Σε μια έκφραση «γενναιοδωρίας» που υπήρξε μόνο και μόνο στο πλαίσιο ενός τέτοιου σχεδίου, οι ΗΠΑ και οι νικήτριες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις το 1953 στο Λονδίνο ρύθμισαν το γερμανικό χρέος με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, δίνοντας αποφασιστική ώθηση στην «ανοικοδόμηση» του γερμανικού ιμπεριαλισμού, σαν «μπόνους» για το γεγονός ότι ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο της ιμπεριαλιστικής Δύσης ενάντια στην ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Στο δεύτερο μεγάλο σταθμό, τις Συνθήκες της Ρώμης το 1957, ήμασταν ήδη στο μέσο της «χρυσής τριακονταετίας» ραγδαίας ανάπτυξης του αμερικανικού αλλά και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Η αυτοπεποίθηση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών τάξεων άρχισε να ανακτάται, ενώ η κατεστραμμένη Γερμανία ήταν σε τροχιά ραγδαίας ανάκτησης της οικονομικής της ισχύος. Τώρα προείχε ένας άλλος στόχος: η δημιουργία μιας διευρυμένης ευρωπαϊκής αγοράς ώστε να κερδηθεί κι άλλος χώρος για την καπιταλιστική ανάπτυξη και να επιταχυνθεί η «ανάρρωση» των κυρίαρχων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η απειλή από την ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας εξακολουθούσε να υπάρχει, η ανάκτηση της αυτοπεποίθησης επέτρεπε πιο «τολμηρές» σκέψεις για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού πόλου στον ανταγωνισμό (κατ’ αρχάς οικονομικό) και με τις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά και την εκδήλωση «χειραφετητικών» διαθέσεων από την αμερικανική καταθλιπτική ηγεμονία και την ωμή εκδήλωση της αμερικανικής «προστασίας» έναντι του ανατολικού στρατοπέδου.
Από το 1968, τέθηκε ο στόχος να προχωρήσει η «ενοποίηση» στα επόμενα 12 χρόνια με στόχο τη δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς στη βάση των περιβόητων «4 ελευθεριών»: ελευθερία κυκλοφορίας εμπορευμάτων (κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο μεταξύ των χωρών-μελών και κοινό δασμολόγιο έναντι τρίτων χωρών), ελευθερία κυκλοφορίας προσώπων (ιδιαίτερα μισθωτών εργαζομένων και μη μισθωτών επαγγελματιών – ελευθερία εγκατάστασης), ελευθερία κυκλοφορίας υπηρεσιών, ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων.
Όλα αυτά όμως δεν είχαν κανένα νόημα αν περιορίζονταν στον πυρήνα των αρχικών 6 ιδρυτικών κρατών – χρειαζόταν μια ευρωπαϊκής κλίμακας κοινή αγορά. Έπρεπε λοιπόν η ΕΟΚ των «6» να διευρυνθεί με νέα μέλη. Για να προσελκυστούν νέα μέλη, έπρεπε να δεχτούν να εκτεθούν στον άνισο ανταγωνισμό της ενιαίας αγοράς και των «4 ελευθεριών». Για να δεχτούν κάτι τέτοιο, έπρεπε όχι μόνο να δώσουν, αλλά και να πάρουν με τη μορφή κάποιου είδους μεταβίβασης πόρων. Το ρόλο αυτού του «ανταλλάγματος» έπαιξαν το ταμείο για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (FEOGA) το 1957, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης το 1975, η πρώτη συμφωνία για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό με τη σύμβαση του Λουξεμβούργου το 1970 και η δεύτερη σύμβαση το 1975.
Χρειάστηκε ωστόσο να υπογραφτεί το 1985 το κείμενο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ), που έβαζε πλώρη για το Μάαστριχτ, ώστε να ακολουθήσει το πρώτο «πακέτο Ντελόρ» με σημαντική ροή πόρων, μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, προς τον ευρωπαϊκό Νότο κατά κύριο λόγο.
Οι συμφωνίες για την προσχώρηση νέων χωρών ήταν το πολιτικό αντίστοιχο της Ενιαίας Αγοράς και η προϋπόθεσή της: Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία και Ιρλανδία από 1/1/1973, Ελλάδα από 1/1/1981, Ισπανία από 1/1/1986, Πορτογαλία από 1/1/1986. Τις συνόδευσε μια διαδικασία θεσμικής εμβάθυνσης. Πέρα από τι αρχικές προβλέψεις των συνθηκών της Ρώμης και τα μετέπειτα δειλά, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, βήματα (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μια Κοινοβουλευτική Συνέλευση με 142 αρχικά μέλη που διορίζονταν από τα κράτη-μέλη και ονομάστηκε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο), ύστερα από την ΕΕΠ τα βήματα πολιτικής και θεσμικής εμβάθυνσης πυκνώνουν.
Όλα αυτά συνέβησαν εν πολλοίς την «καλή περίοδο», πριν τη στροφή στο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την περίοδο εγγραφής των γενετικών χαρακτηριστικών της «ενοποίησης». Ποια ήταν λοιπόν αυτά τα «γενετικά» χαρακτηριστικά;
α. Η ανάσχεση του «κομμουνιστικού κινδύνου», γαρνιρισμένη με ανοιχτό ή καλυμμένο αντικομμουνισμό – αφού η ΕΣΣΔ ταυτιζόταν «αυταπόδεικτα» με τον κομμουνισμό.
β. Η ανάκτηση του χαμένου εδάφους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τις μεγάλες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μέσα από τη δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς αλλά και μιας πολιτικής συμμαχίας ικανής να παίξει ρόλο στις παγκόσμιες σχέσεις.
γ. Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας προς τα έξω συμβάδιζε απόλυτα με τον εκμεταλλευτικό – ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα προς τα μέσα. Αυτός ο χαρακτήρας εμπεδώθηκε με δύο βασικούς μηχανισμούς: Πρώτο, με την επιβολή διακρατικών και «ολιγαρχικών» μορφών πολιτικής διεύθυνσης: μη εκλεγμένα και δημοκρατικά νομιμοποιημένα όργανα (Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή), διορισμένα μέλη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (αρχικά) και διακοσμητικός ρόλος ακόμη και όταν θεσμοποιήθηκε η εκλογή του.
Δεύτερο, με την απόλυτη προτεραιότητα και έμφαση στη δημιουργία της ενιαίας αγοράς, στο πλαίσιο της οποίας καταργούνταν σταδιακά κάθε είδους προστατευτισμός (δασμοί, αλλά και κλαδικές πολιτικές κ.λπ.). Ο κανόνας της λιτότητας εδράζεται εδώ και είναι ιδρυτικός.
Σε ένα πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού με σταδιακή κατάργηση κάθε είδους προστατευτισμού, η πίεση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας οδηγεί αναπόφευκτα στον «ανταγωνισμό για περισσότερη λιτότητα», όχι μόνο τους καπιταλισμούς που έχουν το μεγαλύτερο έλλειμμα παραγωγικότητας αλλά και αυτούς που είναι στην κορυφή της παραγωγικότητας, με στόχο να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν το πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους για τα πρωτεία.
…και το ανάπτυγμά του μέχρι σήμερα
Όλα όσα έγινα στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, δεν είναι παρά το ανάπτυγμα και η εξειδίκευση αυτών των ιδρυτικών αρχών:
- Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1985) άνοιξε το δρόμο για το Μάαστριχτ (Φεβρουάριος 1992) και το κοινό νόμισμα. Οι «σιδερένιοι κανόνες» του Μάαστριχτ για τα επιτόκια, τον πληθωρισμό, το έλλειμμα και το χρέος δεν είναι παρά η προετοιμασία για το γκρέμισμα του τελευταίου προπύργιου του προστατευτισμού: του εθνικού νομίσματος. Αυτός ήταν ο όρος για να αποκτήσουν οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις το όπλο του διεθνούς νομίσματος. Ταυτόχρονα, το κοινό νόμισμα, αυτό καθαυτό, πέρα από τη σκληρή δημοσιονομική επιτήρηση των κανόνων του Μάαστριχτ, ήταν το ανώτατο στάδιο του «ανταγωνισμού για περισσότερη λιτότητα»: όλη η πίεση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού έπεσε πλέον πάνω στους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις. Η λιτότητα, που ήταν στοιχείο της προετοιμασίας και προϋπόθεση για το κοινό νόμισμα, έγινε στη συνέχεια και η διαρκής συνέπεια του ενιαίου νομίσματος.
- Οι προσπάθειες «συνταγματοποίησης» του νεοφιλελευθερισμού στα χρόνια μετά το Μάαστριχτ («ευρωσύνταγμα») είχαν στόχο να «κλειδώσουν» τη λιτότητα σαν κορωνίδα της ενιαίας αγοράς και της κορωνίδας αυτής, του ενιαίου νομίσματος.
- Οι νέοι στόχοι επέβαλλαν κλιμάκωση των αντιδημοκρατικών χαρακτηριστικών, της ολιγαρχικής και αυταρχικής διεύθυνσης της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η θεσμική της προίκιση με ανεξαρτησία απέναντι στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών ήταν μια αυταρχική κλιμάκωση. Η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης του «ευρωσυντάγματος» και του «Όχι» στο γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα εγκαινίασε το πέρασμα από τον ευρωαυταρχισμό μέσω των συνθηκών, στον ευρωαυταρχισμό και μέσω της παράκαμψης των συνθηκών. Για να αποκαλυφθεί η απλή αλήθεια: ότι ήταν πάντα όχι «ένωση» αλλά συμμαχία αστικών τάξεων, ότι πίσω από το μανδύα της ενοποίησης κρυβόταν η γυμνή αλήθεια μιας διακρατικής συμμαχίας.
Η Αριστερά και τα κινήματα ενάντια στην Ε.Ε. σε κρίση
Στα χρόνια της κρίσης, από το 2009 και ύστερα, αυτή η αλήθεια έλαμψε εκτυφλωτικά: η κρίση επέβαλλε ωμές και κυνικές αυταρχικές διαχειρίσεις (μνημόνια, ανοιχτοί εκβιασμοί ενάντια σε χώρες με όπλο τη ρευστότητα της ΕΚΤ και όχι μόνο, διακρατικές συμφωνίες «προθύμων», «εξωθεσμική» ανάμιξη του ΔΝΤ στη διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη κ.λπ.), έξω και κατά παράβαση όχι μόνο των ευρωπαϊκών συνθηκών αλλά και συνολικά των μεταπολεμικών διεθνών συνθηκών για τα δικαιώματα του ανθρώπου! Η Ευρωζώνη και Ε.Ε. των δύο ή και πολλών «ταχυτήτων» είναι ο ύστατος πολιτικός σπασμός που συμπυκνώνει όλα τα γενετικά χαρακτηριστικά της «ένωσης» στην πιο ωμή και αποκρουστική τους μορφή: τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα προς τα έξω και προς τα μέσα (που φτάνει ως τη θεσμοποιημένη ιμπεριαλιστική λεηλασία), τον ανταγωνισμό με κατάργηση όλων των μορφών προστατευτισμού (που φτάνει ως τον «αντίστροφο προστατευτισμό» των ισχυρών), το διακρατικό αυταρχισμό των ισχυρών και την ξεκάθαρη οργάνωση της ολιγαρχικής διακυβέρνησης στη μορφή της πρώτης «ταχύτητας».
Αντιμέτωποι με αυτή την Ε.Ε. και Ευρωζώνη-Φρανκενστάιν, η Αριστερά και οι εργαζόμενες τάξεις πρέπει να ξεκαθαρίσουν οριστικά και αμετάκλητα τους λογαριασμούς τους με τις αυταπάτες του «ευρωπαϊσμού» τόσο στην αστική όσο και στην αριστερή εκδοχή του. Ο κοινός στόχος της Αριστεράς και των εργαζόμενων τάξεων στην Ευρώπη δεν μπορεί παρά να είναι η διάλυση αυτής της ευρωπαϊκής φυλακής των λαών. Στο πλαίσιο αυτού του κοινού στόχου, το σπάσιμο αδύναμων κρίκων στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική αλυσίδα σημαίνει και ρήξη με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, έξοδο και επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Οι δύο αυτές κατευθύνσεις δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά συμπληρωματικές.
Ωστόσο, αυτές οι κατευθύνσεις θα εκφυλιστούν αναπόφευκτα σε νέες μορφές αυταπατών χωρίς αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό περιεχόμενο και προσανατολισμό. Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη είναι προωθημένες μορφές καπιταλιστικής – ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και δεν συνιστούν κάποιου είδους… υπέρβαση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ο εκμεταλλευτικός και ιμπεριαλιστικός τους χαρακτήρας απορρέει από το γεγονός ότι είναι καπιταλιστικές – ιμπεριαλιστικές ενώσεις στο έδαφος του ανταγωνισμού χωρίς προστατευτισμό, που μετατρέπεται αναπόφευκτα σε «ανταγωνισμό για περισσότερη λιτότητα». Η πάλη ενάντιά της δεν είναι παρά μια ειδική εκδοχή της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό σε κρίση, όπου η επιστροφή στις «εθνικές προτεραιότητες» και τον προστατευτισμό και η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αναδεικνύονται σε κυρίαρχες τάσεις, με ταυτόχρονη όμως διατήρηση των «κεκτημένων» της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης.
Αυτό το κράμα προστατευτισμού των ισχυρών, αστικού και ιμπεριαλιστικού προστατευτισμού, με ταυτόχρονη διατήρηση των «κεκτημένων» από τη διάλυση κάθε προστατευτισμού των αδύναμων -που δεν είναι ο προστατευτισμός των αδύναμων χωρών, αλλά ο «προστατευτισμός», δηλαδή οι ιστορικές κατακτήσεις και τα μέσα άμυνας, των εργαζόμενων τάξεων- δεν το βρίσκουμε μόνο εκτός Ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και εντός αυτής. Η Ευρωζώνη και Ε.Ε. των δύο ή και πολλών «ταχυτήτων» δεν είναι παρά ακριβώς αυτό: ο ιμπεριαλιστικός προστατευτισμός των ισχυρών με στόχο τη διάλυση κάθε «προστατευτισμού» για τις εργαζόμενες τάξεις και την ιμπεριαλιστική λεηλασία.
Στη θέση της παλιάς αυταπάτης ότι η «ευρωπαϊκή ενοποίηση» είναι μηχανισμός προστατευτισμού για τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων, δεν πρέπει να βάλουμε μια νέα αυταπάτη ότι «όλο το κακό με την ευρωπαϊκή ενοποίηση» συνίσταται σε μια άνιση πάλη των εθνών με εργαλείο τα πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο των ισχυρών – αντίθετα, και αυτά τα πλεονάσματα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον «ανταγωνισμό για περισσότερη λιτότητα».
Στη θέση της αυταπάτης ότι στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης μπορεί να υπάρξει το win-win, δηλαδή να είναι κερδισμένες και οι αστικές τάξεις και οι εργαζόμενες τάξεις, δεν πρέπει να βάλουμε μια νέα αυταπάτη ότι ένα τέτοιο win-win μπορεί να υπάρξει έξω από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε.
Στη θέση των παλιών αυταπατών για τη σύγκλιση και την ευημερία με εργαλείο την ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα δεν πρέπει να βάλουμε μια νέα αυταπάτη ότι η ανάκτηση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων τάξεων μπορεί να επιτευχθεί με βασικό όπλο το εθνικό νόμισμα. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού σε κρίση, η λιτότητα και η ιμπεριαλιστική επιβολή είναι παντού, μέσα κι έξω από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη: αν δεν είναι το κουαρτέτο των δανειστών, θα είναι η Λέσχη των Παρισίων, αν δεν είναι το ΔΝΤ μαζί με τον ESM, την ΕΚΤ και την Κομισιόν, θα είναι μόνο το ΔΝΤ, αν δεν είναι το κανονιστικό πλαίσιο του Μάαστριχτ, θα είναι η πειθαρχία των αγορών, των υψηλών επιτοκίων και του πληθωρισμού κ.λπ. κλπ.
Η πάλη ενάντια στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη πρέπει να αποτελέσει τμήμα της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό σε κρίση. Και οι «ειδικοί» στόχοι για τη διάλυση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και τη ρήξη – έξοδο, πρέπει να ενταχθούν σε ένα συνολικό μεταβατικό πρόγραμμα για το σοσιαλισμό.
*Πηγή: rproject.gr