3η Έκθεση της ΕΝΥΠΕΚΚ για το εργασιακό νομοσχέδιο

503
3η Έκθεση της ΕΝΥΠΕΚΚ για το εργασιακό νομοσχέδιο

Ανάλυση από τους: Αλέξη Π. Μητρόπουλο (Καθηγητής Παν/μίου, Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ) και Δημήτρη Π. Μητρόπουλο (Νομικός)

Το σχέδιο Χατζηδάκη φέρνει μείωση μισθών και έκρηξη του αριθμού των «φτωχών εργαζομένων» («working poor»)

Το σχέδιο ολοκληρώνει την κατάλυση τής συλλογικής αυτονομίας που θέσπισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τους ν. 4472/2017 και 4475/2017 (Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου)

●Η απαγόρευση στη ΓΣΕΕ να διαπραγματεύεται μισθούς-επιδόματα (άρθρο 96 παρ. 1 ν/σ),

●η δυνατότητα να μειώνονται όλοι οι μισθοί στον ιδιωτικού τομέα μέχρι το ύψος του κατώτατου μισθού (άρθρο 96 παρ.2 ν/σ),

●το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού κάτω των 751 € από το 2012 μέχρι σήμερα και

●η παρεμπόδιση μέχρι καταλύσεως της δυνατότητας σύναψης ΣΣΕ (άρθρο 98 παρ. 2),

θα οδηγήσουν στην καταβύθιση των μισθών τού ιδιωτικού τομέα με άμεση συνέπεια και των συντάξεων.

Ι. Οι ΣΣΕ, ο πιο σημαντικός κοινωνικο-οικονομικός θεσμός τού Εργατικού Κινήματος τα τελευταία 100 χρόνια

Ο θεσμός των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα δύσκολης και πολύχρονης πάλης τής ευρωπαϊκής Εργατικής Τάξης για συνδικαλιστική οργάνωση και συλλογική δράση απέναντι στους εργοδότες. Γι’αυτό οι πρώτες ΣΣΕ στην πράξη συνδέθηκαν:

α. με την εμφάνιση και δράση των εργατικών ενώσεων και ειδικότερα με την απόκτηση από αυτές τής νομικής τους προσωπικότητας,

β. με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσης,

γ. με την ανάγκη για μεγαλύτερη και πιο σταθερή προστασία των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων και

δ. με την εμφάνιση της πρώτης προστατευτικής Εργατικής Νομοθεσίας και του Εργατικού Δικαίου γενικά.

Γι’αυτό από την αρχή θα πρέπει να πούμε ότι το φαινόμενο των ΣΣΕ μπορεί και επιβάλλεται να ερευνηθεί μέσα από την ανάπτυξη και εξέλιξη του ίδιου του ευρωπαϊκού Εργατικού Κινήματος στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού.

Συνεπώς, ο θεσμός των ΣΣΕ αποτέλεσε την κορύφωση μιας επίμονης και νικηφόρας πορείας τού Σ/Κ στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Δικαίως παίρνει τη θέση τού πλέον προηγμένου κοινωνικού-συνδικαλιστικού θεσμού τής ύστερης νεωτερικότητας ως το κύριο μέσο-θεσμός τής συλλογικής διατίμησης τής αξίας τής εργατικής δύναμης ή «του προϊόντος με τιμή και αξία» (Κ.Μαρξ). Από την κομβική αυτή θέση συνετέλεσε καθοριστικά στην ενίσχυση της Εργατικής Τάξης, στην αύξηση της ευημερίας της και γενικώς στην εδραίωση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.

Στο πρώτο στάδιο τής καπιταλιστικής ανάπτυξης, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι πρώτες εργατικές -και αργότερα και οι εργοδοτικές- Ενώσεις, απαγορεύονταν οι συμφωνίες για την αύξηση ή τη μείωση της τιμής τής μισθωτής εργασίας. Τα σχετικά αιτήματα πύκνωσαν πολύ αργότερα της Γαλλικής Επανάστασης, όταν η περίοδος της νεωτερικότητας επανέφερε το κοινωνικό ζήτημα στο επίκεντρο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και δημιουργήθηκαν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες οργάνωσης και προβολής των σχετικών αιτημάτων.

Νομική αναγνώριση απέκτησαν οι ΣΣΕ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρώτος νόμος για τη συλλογική διαπραγμάτευση υπήρξε τον Δεκέμβριο του 1918 στη Γερμανία και το 1919 στη Γαλλία και την Αυστρία. Κατά την περίοδο 1920-1930 σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπήρχε νόμος για τις ΣΣΕ.

Έτσι οι ΣΣΕ είναι η κορύφωση μιας σειράς κοινωνικο-οικονομικών «όπλων» και θεσμών που κατέκτησε, με μακροχρόνιους και αιματηρούς αγώνες, η ευρωπαϊκή Εργατική Τάξη. Αυτό σήμαινε ότι η ταξική πάλη μεταφέρεται σε ανώτερο επίπεδο από το ατομικό πεδίο συγκεκριμένης επιχείρησης και ανάγεται στον κλάδο, στο επάγγελμα, στην παραγωγική διαδικασία, στη γενικευμένη οικονομία και έννομη τάξη ολόκληρης της κοινωνίας. Συμβόλιζε επίσης την ολοκλήρωση της νομικο-εργασιακής σχέσης στον καπιταλισμό που άρχισε με την ατομική εργασιακή σχέση.

Γι’αυτό οι ΣΣΕ, ως η δραστικότερη κατάκτηση στο οπλοστάσιο τού ευρωπαϊκού Εργατικού Κινήματος, ήταν (και εξακολουθεί να είναι σε ορισμένες χώρες) ο βασικός θεσμός και μηχανισμός για την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων τής Εργατικής Τάξης και ειδικότερα εκείνων που σχετίζονται με τον μισθό, με κάθε είδους αμοιβή και με τις συνθήκες παροχής τής εργασίας. Συνταγματικά αποτελεί την ενσάρκωση τής συλλογικής αυτονομίας, του τρόπου παροχής εργασίας και επομένως δικαίως θεωρήθηκε το θεμέλιο τής ανάπτυξης τής οικονομίας και της κοινωνικής ευημερίας.

ΙΙ. Με καθυστέρηση ο εκσυγχρονισμός στη χώρα μας

Όσον αφορά την Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του 1930, οι ΣΣΕ ήταν ένα «φάντασμα» που περιπλανιόταν πάνω από την οικονομική και κοινωνική ζωή. Περιλαμβάνονταν μεν στα προγράμματα των προοδευτικών δυνάμεων και οργανώσεων, αλλά και μόνον η αναφορά τους προξενούσε αποτροπιασμό στους εργοδοτικούς κύκλους, κυρίως δε όταν εξαγγελλόταν η εισαγωγή τους.

Ο ν. 3239/1955 (ΦΕΚ Α 125/20-5-1955), αντιδραστικός στη σύλληψη και εφαρμογή του, εισήγαγε τον θεσμό γενικώς και έλυσε ορισμένα ζητήματα. Όμως η υποχρεωτική διαιτησία και τα ποινικά και οικονομικά της παρεπόμενα κατέστησαν μισητό αυτό το νομοθέτημα αφού τελικά οι κυβερνήσεις, με τη συνεργασία τής μεγάλης εργοδοσίας και τον παρακολουθηματικό και ανίσχυρο ρόλο των μικρομεσαίων, επέβαλαν για δεκαετίες την πολιτική μισθών εκ των άνω.

Ο ν. 1876/1990 της κυβέρνησης Τζανετάκη (ΦΕΚ Α 27/8-3-1990) ήταν σαφώς μία πρόοδος εν σχέσει με το προηγούμενο καθεστώς. Η λειτουργία του από το 1990 και η ερμηνεία των επιμέρους διατάξεών του στα πλαίσια τής συνταγματικής κατοχύρωσης της συλλογικής αυτονομίας (άρθρο 22 παρ. 2 και 3 Συντ.) και της ΔΣΕ 98/1949 (Ν.Δ. 4205/1961) προώθησαν, σε μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα της Ελληνικής Εργατικής Τάξης. Στην πορεία έγινε –και από τις δυνάμεις που τον στήριξαν- συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης τής φιλοσοφίας του και των πιο σημαντικών του διατάξεων.

Όταν το 2011, με το άρθρο 37 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α 226/27-10-2011), η τρόικα με την τότε κυβέρνηση ΓΑΠ ανέτρεψαν τις βασικές λειτουργίες του, είχε στο μεγαλύτερο μέρος του αλλάξει υπέρ των απόψεων τής μεγάλης ελληνικής, κυρίως βιομηχανικής, εργοδοσίας.

ΙΙΙ. Δανειστές και μνημονιακές κυβερνήσεις στόχευσαν στην απαξίωση του ρόλου των ΣΣΕ. Το τελειωτικό χτύπημα με το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και τους εφαρμοστικούς του νόμους 4472/2017 και 4475/2017 (νόμοι Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου). Οι ανατροπές από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Με την επιβολή του α’ Μνημονίου (ν. 3845/2010) οι δανειστές στόχευσαν στην απαξίωση του ρόλου των Συνδικάτων, στη θεσμική υποτίμηση των ΣΣΕ και στην ακύρωση του δικαιώματος για απεργία (βλ. και την από 24-5-2021 ανακοίνωση τής ΕΝΥΠΕΚΚ για τα Συνδικάτα).

Η θεσμική όμως απαξίωση των Συνδικάτων και η υποτίμηση του ρόλου των ΣΣΕ-ΟΜΕΔ συμφωνήθηκε κατά τρόπο γενικευμένο και απόλυτο από τη μνημονιακή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα πλαίσια της β’ και γ’ αξιολόγησης του γ’ γενικευμένου και ανακεφαλαιωτικού Μνημονίου (ν. 4336/2015). Τότε αποφασίστηκε:

α) Η αναστολή ισχύος των βασικών αρχών των ΣΣΕ.

β) Η απομείωση του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου των ΣΣΕ και του Σ/Κ.

γ) Η αδρανοποίηση όλου του συλλογικού πολιτισμού και των διαχρονικών εργαλείων-μέσων που αυτός διέθετε.

δ) Η δομική μνημονιακή ρήτρα τής διαρκούς εσωτερικής υποτίμησης που ήταν (και παραμένει και σήμερα) ο βασικός «όρος»-προϋπόθεση τής …ανάπτυξης τής ελληνικής οικονομίας, όπως άλλωστε φαίνεται από το απολύτως συνεπές σ’αυτό το πνεύμα σχέδιο Χατζηδάκη.

Με τη «Συμφωνία του Χίλτον» στις 2-5-2017 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέλαβε να διατηρήσει την αναστολή των αρχών «τής ευνοϊκότερης ρύθμισης» και «της επεκτασιμότητας» των ΣΣΕ μέχρι τη λήξη τού λεγόμενου «τρίτου προγράμματος». Ανέλαβε δηλαδή το «βρώμικο» έργο, να πλήξει τον πυρήνα τής συλλογικής αυτονομίας και λειτουργικότητας και ειδικότερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ:

1-Παρέτεινε («πάγωσε») την αναστολή τής αρχής τής ευνοϊκότερης ρύθμισης μέχρι το 2021!

Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθ. 64 «προαπαιτούμενη δράση» («prior action») της Συμφωνίας τού Χίλτον ανέφερε: «Αγορά εργασίας: συλλογικές διαπραγματεύσεις. Υιοθέτηση νομοθεσίας (προαπαιτούμενη δράση) προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μεταρρυθμίσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων του 2011 (ν. 4024/2011) θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι το τέλος του προγράμματος του ESM. Αυτό περιλαμβάνει την αναστολή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και την αρχή της επεκτασιμότητας». Και το αγγλικό κείμενο: «Labour market: Collective bargaining Adopt legislation (prior action) in order to provide that the 2011 collective bargaining reforms will remain in force until the end of the ESM programme. This includes the suspensions of favourability principle and the extension principle».

Με το άρθρο 16 του ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19-5-2021) παρατάθηκε η αναστολή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτού: «1. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 1876/1990 (Αʹ 27) η φράση “Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής” αντικαθίσταται με τη φράση “Έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής”. 2.Στην παρ. 6 του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011 (Αʹ 226) η φράση “όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής”. αντικαθίσταται με τη φράση “έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής”».

Στην ουσία, επειδή η αρχική ρύθμιση αφορούσε το Μεσοπρόθεσμο 2015-2018, κρίθηκε σκόπιμο η νέα παράταση να αφορά το νέο Μεσοπρόθεσμο, που λήγει τον Δεκέμβριο του 2021. Έτσι, η κυβέρνηση της …Αριστεράς παρέτεινε την αναστολή των δύο σημαντικών αυτών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέχρι τα τέλη του 2021, παρόλο που η ηγεσία της υποστηρίζει, ακόμη μέχρι και σήμερα, ότι το 2018 μάς έβγαλε δήθεν από τα Μνημόνια!

Με το άρθρο 16 του ν. 4472/2017 παρατάθηκε η αναστολή της αρχής τής ευνοϊκότερης ρύθμισης μέχρι το 2021!

Συρροή υπάρχει όταν η εργασιακή σχέση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής περισσότερων συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το άρθρο 10 του ν. 1876/1990 έλυνε το ζήτημα της συρροής, ορίζοντας ότι, εάν η εργασιακή σχέση ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Συνεπώς, η επιλογή της εφαρμοστέας ΣΣΕ (πλην της περίπτωσης συρροής ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ με επιχειρησιακή ή κλαδική) διέπεται, κατ’ αρχήν, από τον κανόνα της ευνοϊκότερης ρύθμισης.

Με τη διάταξη όμως της παρ. 5 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011 προστέθηκε στο άρθρο 10 του ν. 1876/1990 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: «Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζομένους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού».

Τη ρύθμιση αυτή κατά των συμφερόντων της Ελληνικής Εργατικής Τάξης του πρωτομνημονιακού νόμου ν. 4024/2011 κράτησε σε ισχύ με απόφασή της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα μέχρι το τέλος του 2021!

2-Παρέτεινε την αναστολή τής αρχής τής επεκτασιμότητας των ΣΣΕ μέχρι το 2021!

Με το άρθρο 16 του ν. 4472/2017, παρατάθηκε επίσης η ισχύς τής ρύθμισης που προβλέπει την υπεροχή της επιχειρησιακής σύμβασης έναντι της κλαδικής, μέχρι το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Κατά το άρθρο 8 (παρ. 2) του ν. 1876/1990, οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ δεσμεύουν μόνο τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και εργατικών Συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Προβλέπεται, όμως, υπό προϋποθέσεις, η σημαντικότερη των οποίων είναι να δεσμεύεται ήδη το 50% των εργαζομένων του αντίστοιχου κλάδου ή επαγγέλματος, η επέκταση των αποτελεσμάτων των συλλογικών συμβάσεων με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην περίπτωση αυτή, η ΣΣΕ εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους και εργοδότες που ανήκουν στον αντίστοιχο κλάδο ή επάγγελμα.

Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που συντάχθηκε ενόψει της συζήτησης τής σχετικής ρύθμισης, η διάταξη αυτή, δηλαδή η κήρυξη ΣΣΕ ως υποχρεωτικής, εφόσον συντρέχουν ορισμένοι όροι, υπαγορεύεται, κατά τη Νομολογία (ΣτΕ, Ολ. 4555/1996, ΔΕΝ 53, σελ. 441), από το δημόσιο συμφέρον, ήτοι την εφαρμογή ομοιόμορφων όρων εργασίας σε συγκεκριμένο επαγγελματικό τομέα και την προστασία τής συλλογικής ρύθμισης από ανεπιθύμητο ανταγωνισμό εκ μέρους μη δεσμευόμενων αμέσως από τη σύμβαση εργοδοτών και μισθωτών.

Με τη διάταξη όμως της παρ. 6 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011 ανεστάλη η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1876/1990 περί κήρυξης ΣΣΕ ως γενικώς υποχρεωτικής, επί όσο διάστημα ισχύει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Στη διάταξη αυτή ορίστηκε επίσης ότι η επέκταση ΣΣΕ θα ισχύει από την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης του υπουργού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αντί της ημερομηνίας υποβολής της σχετικής αίτησης από ΣΟ εργοδοτών ή εργαζομένων, όπως προβλέπεται υπό το ισχύον νομικό καθεστώς. Επίσης, με το ίδιο άρθρο οριζόταν ότι η παραπάνω αναστολή θα ισχύει και μέχρι το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής.

Με το πέμπτο άρθρο του ν. 4475/2017 (ΦΕΚ Α 83/12-6-2017) του συμπληρωματικού Μνημονίου (ν. 4472/2017), επιβεβαιώθηκε ό,τι είχαμε υποστηρίξει για τη χρονική αναστολή των αρχών τής ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ, αφού η χρήση του όρου «έως το τέλος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής» παρέπεμπε σε πολύ αόριστο διάστημα στο μέλλον.

Με την ίδια όμως διάταξη του ως άνω άρθρου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θέσπισε και τη «ρήτρα κατωτατοποίησης» των νέων μισθών του ιδιωτικού τομέα, αφού δεν αρκέστηκε στο να κοπεί ο «ομφάλιος λώρος» των μισθών των επιχειρησιακών συμβάσεων με τους αντίστοιχους μισθούς των κλαδικών και ομοιοεπαγελματικών ΣΣΕ, αλλά θέσπισε και τη δυνατότητα των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας να συνομολογούν μισθούς προς τα κάτω μέχρι και του ύψους της ΕΓΣΣΕ!

Συγκεκριμένα, το άρθρο πέμπτο του ν. 4475/2017, στη νέα διατύπωσή του, περιελάμβανε και την παρακάτω πρωτοφανή στα χρονικά των συλλογικών διαπραγματεύσεων φράση: «Έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζομένους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων».

Από τη θέσπιση της ρύθμισης αυτής, που κινείται στα πλαίσια της αρχής τής «βουλγαροποίησης» του κατώτατου μισθού, όπως θεσπίστηκε από το δεύτερο Μνημόνιο (ν. 4046/2012, σελ. 713), καταφαίνεται η σταθερή προσήλωση δανειστών και μνημονιακών κυβερνήσεων για συνεχή συμπίεση του ιδιωτικού μισθολογίου μέσω της «ρήτρας κατωτατοποίησης» των μισθών του ιδιωτικού τομέα, όπως περιγράφεται στη νέα διατύπωση του ν. 4475/2017.

3-Ακύρωσε αναδρομικά τις ισχύουσες ΣΣΕ στους φορείς τής γενικής κυβέρνησης και κατέστησε υποχρεωτική τη συνυπογραφή τους από τον υπουργό Οικονομικών, κάτι που αποτελεί κατάλυση τής συλλογικής αυτονομίας, αφού παραβιάζει τόσο το Ελληνικό Σύνταγμα όσο και τη ΔΣΕ 98/1949!

Πράγματι την παραμονή Χριστουγέννων του 2017 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρήκε την ευκαιρία να καταργήσει τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να ακυρώσει δεκάδες ΣΣΕ και ΥΑ που είχαν υπογραφεί και είχαν μη μισθολογικό περιεχόμενο.

Έτσι, παρά τις διαβεβαιώσεις τού τότε πρωθυπουργού (Α.Τσίπρα), αλλά και της τότε υπουργού Εργασίας (Ε.Αχτσιόγλου) στη Βουλή, ότι θα ξαναλειτουργήσουν οι συλλογικές συμβάσεις με την …έξοδό μας από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, με μία πρωτοφανή σε θεσμική βαρβαρότητα υπουργική απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών κ.Γεωργίου Χουλιαράκη, η κυβέρνηση ακύρωσε μαζικά και αναδρομικά ΣΣΕ και κατέστησε ανίσχυρες δεκάδες υπουργικών αποφάσεων και αποφάσεων διοικήσεων φορέων και οργανισμών της γενικής κυβέρνησης που είχαν υπογραφεί από 1-8-2017.

Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθ.πρωτ. οικ.2/92306/ΔΕΠ/18.12.2017 απόφασή του, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Χουλιαράκης, εφήρμοσε το άρθρο 43 του ν. 4484/2017 που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα τού μνημονιακού τόξου κατ’εξουσιοδότηση τριτομνημονιακής δέσμευσης (ν. 4336/2015, υποπαρ. Δ9).

Νωρίτερα, το Υπουργείο Οικονομικών είχε απευθυνθεί στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με σχετικό ερώτημα, το οποίο με την υπ’αριθ. 274/2017 Γνωμοδότηση του Αʹ Τμήματος (συνεδρίαση 6.12.2017) «άναψε το πράσινο φως», αφού υποστήριξε ότι «η ρύθμιση των μισθολογικών θεμάτων και οι όροι αμοιβής του προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ και των ΝΠΙΔ που ανήκουν στον δημόσιο τομέα κατά τις διακρίσεις του νόμου, έχει εξαιρεθεί από τη συλλογική αυτονομία κατά την περίοδο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως τούτο συνάγεται από τις ρυθμίσεις των νόμων που θεσπίστηκαν σε εφαρμογή των δεσμεύσεων που προέκυπταν από τα ανωτέρω προγράμματα. Σε περίπτωση απόκλισης του περιεχομένου ΣΣΕ από τις ρυθμίσεις του κεφαλαίου Β του Ν. 4354/2015, οι σχετικές προβλέψεις των ΣΣΕ δεν ισχύουν και δεν παράγουν έννομες συνέπειες».

«Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων», αποφάνθηκε το Αʹ Τμήμα του ΝΣΚ, «επί του τεθέντος ερωτήματος γνωμοδοτεί ομοφώνως ότι οι ρυθμίσεις που περιέχονται σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως στην τιθέμενη με το ερώτημα, αφορούν προσωπικό που εμπίπτει σε φορείς του δημοσίου τομέα και προβλέπουν αποκλίσεις από τις θεσπισθείσες στο άρθρο 7 του Ν. 4354/2015 ρυθμίσεις μισθολογικού περιεχομένου και όρων αμοιβής του προσωπικού των ανωτέρω φορέων δεν ισχύουν και δεν παράγουν έννομες συνέπειες».

Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατ’ουσίαν η πρωτοφανής στα κοινοβουλευτικά χρονικά προαναφερόμενη διάταξη του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α 176/16-12-2015) και η εξουσιοδοτική της υπουργική απόφαση:

-κατήργησε αναδρομικά ισχύουσες ΣΣΕ φορέων της γενικής κυβέρνησης,

-απαίτησε υπουργική προέγκριση για υπογραφή κάθε νέας ΣΣΕ,

-θέσπισε ρήτρα συνυπογραφής κάθε ΣΣΕ από τον υπουργό Οικονομικών,

-ακύρωσε αναδρομικά ΥΑ, ΚΥΑ και αποφάσεις ΔΣ φορέων της γενικής κυβέρνησης,

-κατήργησε αναδρομικά όλες τις αποφάσεις ΔΣ ή άλλων οργάνων της Διοίκησης φορέων της γενικής κυβέρνησης και

-κατήργησε αναδρομικά όλες τις παροχές σε είδος προς τους εργαζόμενους

Η ΕΝΥΠΕΚΚ, με ανακοίνωσή της στις 27-12-2017, είχε καλέσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ανακαλέσει την αντισυνταγματική και παράνομη αυτή Εγκύκλιο και να μην προβεί σε ανάκληση παροχών που χορηγήθηκαν και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη των Διοικήσεων των φορέων που η ίδια διόρισε. «Πρόκειται», αναφέραμε στην ανακοίνωση της ΕΝΥΠΕΚΚ, «για ένα συντριπτικό πλήγμα στη συνδικαλιστική ελευθερία και άλλο ένα χτύπημα της κυβέρνησης «της Αριστεράς» εις βάρος των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας».

ΙV. Το σχέδιο Χατζηδάκη φέρνει μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα και έκρηξη «της εργασιακής φτώχειας» («working poverty»). Οι οκτώ (8) μεγάλες ανατροπές.

Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη αποτελεί συνέχεια τής διαρκούς προσπάθειας κατάλυσης τής συλλογικής αυτονομίας και ακύρωσης του ρόλου και του εύρους των ΣΣΕ που ξεκίνησε με πρωτοφανή θεσμική βαρβαρότητα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και τους εφαρμοστικούς του νόμους 4472/2017 και 4475/2017 (νόμοι Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου).

Αλλά και στον βαθμό που κάποιες διατάξεις παραμένουν ακόμη σε ισχύ, μέσω του σχεδίου επιχειρείται παρέμβαση επί της ουσίας και του τελικού περιεχομένου των ΣΣΕ προκειμένου -ακόμη και μέσω αυτών- να «περάσει» η πολιτική μισθών τής κυβέρνησης και κυρίως το μνημονιακό (και όπως παραπλανητικά λέγεται «μεταμνημονιακό») δόγμα για την ανάπτυξη με «ρήτρα φτηνής εργασίας» και «γενικευμένης ευελιξίας».

Ειδικότερα με το σχέδιο Χατζηδάκη και επί τη βάσει των ισχυουσών και δεδομένων των προηγούμενων μνημονιακών παρεμβάσεων του ΣΥΡΙΖΑ εις βάρος τής συλλογικής αυτονομίας και του κύρους των ΣΣΕ, έχουμε και νέες εξειδικεύσεις τού ιδίου μνημονιακού δόγματος που αφορούν:

1-Στην ικανότητα σύναψης ΣΣΕ.

Ειδικότερα με το άρθρο 73 του ν/σ τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση η εγγραφή των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΣΟ) στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ). Όσες ΣΟ δεν εγγράφονται ή δεν επικαιροποιούν τα στοιχεία τους στο ΓΕΜΗΣΟΕ, δεν έχουν καμιά δυνατότητα παρέμβασης. Με δεδομένη την ΑΠΟσυνδικαλιστικοποίηση τής εργασίας, αναμένεται λόγω των νέων ρυθμίσεων, το 30% των ΣΟ σε πρώτη φάση, να περάσουν στο στάδιο τής συνδικαλιστικής «ύπνωσης».

2-Στην επαναθέσπιση της σκληρής μνημονιακής ρύθμισης του ν. 4093/2012, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται, σε μόνιμη βάση, στη ΓΣΣΕ να διαπραγματεύεται το ύψος τού κατώτατου μισθού!

Αυτή η διάταξη-όνειδος για όλη την Ευρώπη στερεί από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών τη δυνατότητα να διαπραγματεύεται μισθολογικά ζητήματα (ύψος κατώτατου μισθού, τριετίες, οικογενειακά επιδόματα, άλλες παροχές). Ψηφίστηκε με το άρθρο 103 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α 167/23-7-2013) και εφαρμόστηκε πιστά καθ’όλη τη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Τώρα την συναντούμε και πάλι στο άρθρο 96 (παρ. 1) του συζητούμενου νομοσχεδίου, σύμφωνα με το οποίο: «1.Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Στους εργαζόμενους αυτούς περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.». Και είναι απορίας άξιο πώς η ΓΣΕΕ και όλες οι κύριες δευτεροβάθμιες ΣΟ έχουν ανεχτεί αυτή τη ρύθμιση, που αποτελεί βασική υπαρκτική τους αξία.

3-Στη θέσπιση «της ρήτρας κατωτατοποίησης» όλων των μισθών (επιχειρησιακών, κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών) του ιδιωτικού τομέα.

Στη δυνατότητα δηλαδή συνομολόγησης επιχειρησιακών, κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών μισθών χαμηλότερων, μέχρι και του ύψους τού νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, όπως αυτός καθορίζεται με τον ν. 4172/2013 από την κυβέρνηση, ως ανωτέρω.

Η απαράδεκτη αυτή «δυνατότητα» παρέχεται στο άρθρο 96 παρ. 2 του ν/σ. Η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μόνιμη πλέον αναστολή αύξησης του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, θα σύρει προς τα κάτω όλους τους μισθούς και τις προσαυξήσεις, δηλαδή θα οδηγήσει σε γενικευμένη μείωση μισθών και ημερομισθίων και στη διεύρυνση τής τάξης των «φτωχών εργαζομένων» («working poor»).

Η «κερκόπορτα» αυτή του άρθρου 96 παρ. 2 του ν/σ για μείωση, κατ’ουσίαν, όλων των μισθών μέσω των ΣΣΕ μέχρι του ύψους τού νόμιμου κατώτατου αναφέρει τα εξής: «Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.».

4-Στην ακύρωση των ευνοϊκότερων όρων (για μισθούς, επιδόματα κ.λπ.) των κλαδικών-ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, αν στην επιχείρηση υπάρχει επιχειρησιακή ΣΣΕ, ασχέτως αν οι εργαζόμενοι είναι ή όχι μέλη των οικείων Οργανώσεων. Η πλήρης ανατροπή του ν. 1876/1990 για την υπερίσχυση της ευνοϊκότερης ΣΣΕ γίνεται με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 3 το οποίο αναφέρει: «3.Εφ’όσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της διέπουν υποχρεωτικά και τις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων της συγκεκριμένης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.».

5-Στην ευχέρεια που παρέχει το άρθρο 98 παρ. 1 του ν/σ να αμφισβητείται, με κατάθεση αγωγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, από οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών όχι μόνο η αντιπροσωπευτικότητα, αλλά και η ικανότητα ή οι αρμοδιότητες, η ύπαρξη ή η νόμιμη φύση και ο χαρακτήρας των ΣΟ.

Η απαράδεκτη και ευρεία αυτή διατύπωση, τα αόριστα κριτήρια και οι χαρακτηρισμοί, θα οδηγήσουν σε μακροχρόνιες δικαστικές διεργασίες και θα εμποδίσουν δεκάδες ΣΟ να συνομολογήσουν και να υπογράψουν ΣΣΕ.

6-Στην απαράδεκτη πρόταση για τον θεσμό «τής έγκυρης ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης»(!) που περιλαμβάνει τους ισχύοντες (παλιούς και νέους) όρους των ΣΣΕ, σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 4 του ν/σ.

7-Στην αφαίρεση του θεσμού τής συμφιλίωσης από τις αρμοδιότητες της Επιθεώρησης Εργασίας και την ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας εφεξής στον κρατικά ελεγχόμενο ΟΜΕΔ.

Το άρθρο 97 του ν/σ αναθέτει τη διαδικασία τής συμφιλίωσης στον ΟΜΕΔ και υπαγάγει σ’αυτόν κάθε ζήτημα ατομικού ή συλλογικού ενδιαφέροντος, ακόμη και την κατάρτιση ΣΣΕ ή τις ομαδικές απολύσεις. Έτσι η κοινωνικότερη διαχρονικά Υπηρεσία του υπουργείου Εργασίας και οι κρίσιμες αρμοδιότητές της περνούν στον ΟΜΕΔ που εφήρμοσε με …υποδειγματικό τρόπο τη μείωση των μισθών συμβάλλοντας στην εκτόξευση τής εργασιακής φτώχειας στη χώρα μας.

8-Στη δυνατότητα άσκησης και αγωγής κατά απόφασης διαιτησίας είτε ασκηθεί είτε δεν ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας (άρθρο 98 παρ. 2 ν/σ). Η απαράδεκτη θέσμιση της κωλυσιεργίας αυτής, θα έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή τής ισχύος της προσβαλλόμενης ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης, μέχρι την έκδοσης αμετάκλητης απόφασης επί της σχετικής αγωγής.

V. Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη στοχεύει στην κατάλυση τής συλλογικής αυτονομίας και στην ακύρωση του ρόλου των ΣΣΕ

Η «μικροχειρουργική» ακρίβεια των ρυθμίσεων και η σχετική περιπτωσιολογία δεν συνιστά θεσμική-νομοθετική παρέμβαση μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Αποτελεί ένα οπλοστάσιο τής λεγόμενης «εταιρικής διακυβέρνησης» των μεγάλων εργοδοτών, εκεί όπου ήσαν νομικά ευάλωτες και αντισυνταγματικά απαράδεκτες οι αντικρούσεις τους έναντι τής επίκλησης των νόμιμων και συνταγματικών επιχειρημάτων από τους προσφεύγοντες στη δικαστική λειτουργία εργαζομένους.

Και είναι θεσμικό και νομικό ατόπημα ότι επιλέγεται αυτή η δυσδιάκριτη «νανοχειρουργική» για να ευνοηθούν οι μεγάλοι εργοδότες. Πολύ περισσότερο που αυτές οι εχθρικές προς τον Εργασιακό Πολιτισμό ρυθμίσεις είναι ξένες προς τη νομιμότητα και την πρακτική τής εκτεταμένης μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, που αποτελεί και τη βάση τής ελληνικής οικονομίας. Γι’αυτό συνιστούν μια περαιτέρω αλλοτρίωση των ελληνικών θέσμιων, δεδομένης μάλιστα και της επιταχυνόμενης αφελληνοποίησης τής παραγωγικής διαδικασίας.

Όλες οι παραπάνω διατάξεις που περιλαμβάνονται στο εργασιακό νομοσχέδιο καταργούν ή περιορίζουν τον θεσμό τής συλλογικής αυτονομίας και πλήττουν το κύρος και τη λειτουργικότητα των ΣΣΕ. Με την αυστηροποίηση-τυποποίηση μάλιστα της λειτουργίας των Συνδικάτων, που πολλά από αυτά θα βγουν αμέσως «εκτός μάχης» με τη σχετική νομοθεσία, ο θεσμός των ΣΣΕ που τόσα προσέφερε στα κοινοβουλευτικά συστήματα θα ατονήσει και κατ’ουσίαν θα καταργηθεί συρρικνώνοντας περαιτέρω ουσιώδεις πτυχές τού δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το ΓΕΜΗΣΟΕ, η ψηφιακή κάρτα, ο ΟΜΕΔ, η φορολογιοποίηση της Επιθεώρησης Εργασίας, όλα όσα προβάλλονται τέλος πάντων ως «εκσυγχρονισμοί» και γίνονται ερήμην των Συνδικάτων και του συνταγματικού πνεύματος, θα δημιουργήσουν μια ζώνη φτηνής και απροστάτευτης εργασίας (ΕΟΖ-«non union area»). Όλα αυτά συνιστούν αλλαγή δόγματος, νέο Εργατικό Δίκαιο ως παράρτημα τού Δικαίου τού Επιχειρείν, χωρίς τις προστατευτικές διατάξεις και τα θεσμικά εργαλεία που έδιναν μια (έστω και κατ’επίφαση) ισορροπία σε μια σχέση -θέσει και φύσει- άνισων πλευρών.

Ανάλυση από τους:

Αλέξη Π. Μητρόπουλο (Καθηγητής Παν/μίου, Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ)

και Δημήτρη Π. Μητρόπουλο (Νομικός)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας