Καλώς τον

1797
Αριστερά

Του Δημήτρη Σαραφιανού*
Ως μεγαλειώδης επιτυχία της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης χαρακτηρίστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ από τα κυβερνητικά ΜΜΕ η επίσκεψη Ομπαμα στην Ελλάδα λίγο πριν τη λήξη της θητείας του. Κατά την κυβέρνηση η επίσκεψη Ομπάμα εντάσσεται στις προσπάθειες για διακανονισμό του ελληνικού χρέους πριν το τέλος του έτους.
Δεν χρειάστηκε φυσικά ούτε ένα 24ωρο για να διαψευσθούν οι κυβερνητικές πομφόλυγες από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο ο οποίος τόνισε ότι ο Πρόεδρος θα συγχαρεί την ελληνική κυβέρνηση για την προσπάθεια που κάνει προκειμένου να επιβληθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα (λέγε με πρόγραμμα λιτότητας και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας χωρίς τέλος). Περί χρέους ουδέν, αν και είναι δεδομένο ότι η θέση της αμερικανικής προεδρίας ταυτίζεται με τη θέση του ΔΝΤ. To αστείο του πράγματος είναι ότι η κυβέρνηση επιμένει στην ίδια γραμμή και μετά την εκλογή Τραμπ.
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ
Με δεδομένο ότι η επίσκεψη πραγματοποιείται μετά τις αμερικανικές εκλογές θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εθιμοτυπική ή ιδιότυπα προεκλογική (ο προγραμματισμός της αποσκοπεί δηλαδή στην προσέλκυση ψήφων ελληνοαμερικάνων στο δημοκρατικό στρατόπεδο και μάλιστα σε ένα χρονικό σημείο όπου μπορεί να αφήνει ελπίδες για την προώθηση ελληνικών συμφερόντων χωρίς να προλάβει να τις ακυρώσει πριν το αποτέλεσμα των εκλογών-όπως έχει γίνει με κάθε επίσκεψη αμερικανού προέδρου στην Ελλάδα). Η αίσθηση αυτή φαίνεται να ενισχύεται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά αμερικάνος πρόεδρος επισκέπτεται την Ελλάδα χωρίς να επισκεφθεί και την Τουρκία. Παραταύτα το αντίστροφο δεν ισχύει: ο ίδιος ο Ομπάμα είχε επισκεφθεί την Τουρκία το 2009 χωρίς να επισκεφθεί και την Ελλάδα.
Η πραγματικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντως πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο σοβαρή. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν χαράσσεται πρώτα και κύρια με εντυπώσεις. Ο Ομπάμα ως εκφραστής της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής δεν έρχεται να δώσει, αλλά να πάρει: πρώτον να πάρει διαβεβαιώσεις ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ακολουθήσει με συνέπεια το μνημονιακό πρόγραμμα λιτότητας, αλλά και θα τηρήσει πιστά την επαίσχυντη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η ατζέντα των συζητήσεων. Σε αυτά τα θέματα η αμερικανική πλευρά ξέρει ότι οι απαντήσεις είναι θετικές και το αποδεικνύει η κυβερνητική πολιτική μέρα τη μέρα. Από την επιχείρηση (με την κυριολεκτική σημασία του όρου) αλληλεγγύης «Καλώς τους» έχουμε περάσει κατ’εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας στην επιχείρηση μαζικών επιστροφών στην «ασφαλή» και υπό κατάσταση έκτακτης ανάγκης Τουρκία. Οι μόνοι καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ και οι λοιποί εκπρόσωποι των δανειστών (βλ. Φούχτελ). Αλλώστε η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο βιάστηκε να διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να αλλάξει η αμερικανική εξωτερική πολιτική σε ότι αφορά τα ελληνικά ζητήματα μετά την εκλογή Τραμπ,αλλά είναι και εκείνη που εξακολουθεί να επιζητά και να νομιμοποιεί την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο (σε αντίθεση μάλιστα με την τουρκική πλευρά) παρά το γεγονός ότι είναι πλέον σε όλους φανερό ότι η παρουσία αυτή καμία σχέση δεν έχει με τον έλεγχο των προσφυγικών ροών, αλλά πρωτίστως με την συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία και δευτερευόντως με την ανάδειξή των ΗΠΑ ως επικυρίαρχων στις γκρίζες ζώνες του Αιγαίου.
Ο ΒΡΩΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΟΜΠΑΜΑ
Ο πόλεμος στη Συρία-καθαρό έργο του «δημοκράτη» Προέδρου Ομπάμα- αποτελεί μια ακόμα εκδήλωση του τρόπου που ασκούν οι ΗΠΑ την ηγεμονία τους ως οιονεί συλλογικός ιμπεριαλιστής. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ασκεί την ηγεμονία του με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο οποίος περιλαμβάνει σχέσεις συμπληρωματικότητας και κυριαρχίας με τους βασικούς πόλους του διεθνούς συστήματος (Ε.Ε., Κίνα, Ιαπωνία) αλλά και ανοχής των ιδιαίτερων στρατηγικών των αστικών τάξεων,(Τουρκία, Μεξικό, Αργεντινήκ.λ.π.) ως προς τον τρόπο ενσωμάτωσης του στην διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το όριο του είναι διπλό: η μη αμφισβήτηση της στρατιωτικής του κυριαρχίας (κάτι που προς το παρόν αφορά μόνο την Ρωσία) και κυρίως η αποδοχή από τα άλλα κράτη της ενσωμάτωσης τους στο διεθνές νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Τρία είναι τα βασικά πεδία ενδιαφέροντος των ΗΠΑ που καθορίζουν τις σχέσεις τους με επιμέρους κράτη: η αποδοχή από την πλευρά τους του διεθνούς εμπορίου, η αποδοχή της συλλογικής (διαμέσου των ΗΠΑ) εποπτείας των ενεργειακών πόρων, και της απρόσκοπτης ροής των χρηματοικονομικών επενδύσεων και η μη αμφισβήτηση της πραγματοποίησης των κερδών αυτών των επενδύσεων (διαμέσου κρατικών ή τραπεζικών χρεοκοπιών). Στο βαθμό που οι επιμέρους αστικές τάξεις αποδέχονται και διασφαλίζουν την συνοχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διεθνοποίησης του κεφαλαίου με τα πλεονεκτήματα που διαμορφώνει για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η πολιτική του εφαρμόζεται κυρίως από την άσκηση ηγεμονίας και όχι μέσα από ανοιχτές συρράξεις. Οι περιπτώσεις εκείνες όπου υπήρξαν ανοιχτές πολεμικές επεμβάσεις(Γιουγκοσλαβία, Ιράκ,Αφγανιστάν), η υποστήριξη εμφυλίων πολέμων και ανατροπών υφιστάμενων καθεστώτων, (Συρία, Λιβύη), ή στήριξη πραξικοπηματικών κινήσεων (Βενεζουέλα,Αίγυπτος) σχετίζονται με το γεγονός ότι στον ένα ή στον άλλο βαθμό, τα καθεστώτα και οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών έθεταν προσκόμματα στην νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση στην περιοχή τους και ιδιαίτερα στο ζήτημα της «συλλογικής εποπτείας» της διαχείρισης των ενεργειακών πόρων.
To παράδειγμα της Συρίας είναι ενδεικτικό. Το καθεστώς Ασαντ προέβαινε σε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων (που είχαν αρχίσει ήδη από την εποχή του Χαφέζ Ασαντ), όπως η ιδιωτικοποίηση μέρους του τραπεζικού τομέα (το 2002), το άνοιγμα χρηματιστηρίου (2009) και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την ΕΕ με στόχο την προώθηση των εξαγωγών έναντι περαιτέρω ανοίγματος της Συρίας στο νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας (κινήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την φτωχοποίηση μέρους των λαϊκών στρωμάτων), πλην όμως αυτό το άνοιγμα ήταν σταδιακό και πάντα υπό την διατήρηση της κυρίαρχης παρουσίας του κρατικού τραπεζικού τομέα. Κυρίως όμως μια σειρά από άλλες κινήσεις, μεταξύ των οποίων η άρνησή του να επιτρέψει την διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου από το Κατάρ και η προτίμησή του για έναν αντίστοιχο αγωγό από το Ιραν έδειχναν ότι η ενσωμάτωση της Συρίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί «ομαλά». Το γεγονός αυτό ενέταξε την Συρία στην ατζέντα των ΗΠΑ ως κράτος-παρία. Eτσι όταν κάτω από την ευρύτερη επιροοή των αραβικών κινητοποιήσεων αναπτύχθηκαν λαϊκές αντιστάσεις και διεκδικήσεις που αποσκοπούσαν πρωτίστως στην επιτάχυνση πολιτικών μεταρρυθμίσεων (ανάκληση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που ήταν εν ισχύ από τη δεκαετία του 1960) έδωσε το πράσινο φως για την ενίσχυση των πιο βίαιων μερίδων της σουνιτικής αντιπολίτευσης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της περιοχής (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) υπό την ανοχή του Ισραήλ (με στόχο την αποδυνάμωση του άξονα Ιράν-Συρίας-ΧεζμπολΆχ). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι αρχικά οι κινητοποιήσεις συγκέντρωσαν την υποστήριξη πολλών διαφορετικών μερίδων (δυνάμεις της αριστερής αντιπολίτευσης, κούρδοι της Συρίας κ.α.). Σύντομα όμως –και με την βοήθεια εξωτερικών παρεμβάσεων- κατίσχυσαν οι διάφορες μερίδες της σουνιτικής αντιπολίτευσης που επεδίωκαν τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος. Οι προσπάθειες του 2011 για τη συγκρότηση μιας Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής για Δημοκρατική Αλλαγή στη Συρία που ως πλαίσιο της έθετε την άρνηση εξωτερικών στρατιωτικών επεμβάσεων και τη δίκαιη λύση του Κουρδικού τορπιλίστηκαν (και με την αμερικανική υποστήριξη) υπέρ του εξόριστου Εθνικού Συριακού Συμβουλίου που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια της Εθνικής Συριακής Συμμαχίας (στην οποία συμμετείχε και το Συμβούλιο) που ιδρύθηκε στο Κατάρ. Επρόκειτο βέβαια για εύθραυστες λυκοσυμμαχίες που άφησαν ελεύθερο το πεδίο για την ενδυνάμωση των τζιχαντιστικών μερίδων που συγκρότησαν το ΙΣΙΣ. Η αντίδραση του καθεστώτος στις βίαιες συγκρούσεις ήταν φυσικά εξίσου βίαιη. Η προσπάθεια του καθεστώτος Ασαντ ήταν να διατηρήσει επαρκή δύναμη προκειμένου να διαπραγματευθεί μια θέση στη μελλοντική Συρία και όχι φυσικά να διαμορφώσει ένα αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά και η τακτική αυτή προσέκρουε στις διαθέσεις των ΗΠΑ για ανατροπή του καθεστώτος (η βιαιότητα με την οποία η Κλίντον αντιμετώπιζε τα βέτο της Ρωσίας και της Κίνας στα Ηνωμένα Εθνη είναι παροιμιώδης στα διπλωματικά χρονικά). Ο πόλεμος στη Συρία είναι κατεξοχήν απόδειξη ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ακολούθησε πλήρως την αμερικανική παράδοση των βρώμικων ιμπεριαλιστικών εμεπμβάσεων για την ανατροπή μη αρεστών καθεστώτων. Φυσικά η σύγκρουση πήρε στη συνέχεια ανεξέλεγκτη τροπή τόσο λόγω της κυριαρχίας των τζιχαντιστικών δυνάμεων του ΙΣΙΣ μεταξύ των δυνάμεων της σουνιτικής αντιπολίτευσης, όσο και λόγω της σταθερής υποστήριξης του Ασαντ από τη Ρωσία (προς υπεράσπιση των δικών της βάσεων στην περιοχή), αλλά και της λαϊκής βάσης του καθεστώτος που (παρόλη την διαφθορά του) αναγνωρίζει σε αυτό τον υπερασπιστή της κοσμικότητας και μιας σειράς εγγυήσεων και παροχών (εξηλεκτρισμό, υγεία, εκπαίδευση, πολιτική χαμηλών τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης όπως το ψωμί). Ακόμα και η αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στους τζιχαντιστές του ΙΣΙΣ δεν σηματοδοτεί μια συνολική αλλαγή στρατηγικής για τη Συρία: απλά ανάλογα και με τις εξελίξεις στο πεδίο των μαχών η πολιτική της ενίσχυσης της αντιπολίτευσης θα στραφεί προς άλλες ομάδες ή θα αποτρέπει την πλήρη εξόντωση του ΙΣΙΣ προκειμένου να αποτελεί αντίβαρο στην πλήρη επαναφορά του καθεστώτος Ασαντ (με ταυτόχρονες προσπάθειες επηρεασμού των κουρδικών δυνάμεων –όχι όμως στο βαθμό που να καταστούν υποχείρια τους όπως οι δυνάμεις των πεσμεργκά στο Ιρακ, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε σημαντική ρήξη με την Τουρκία)
Προφανώς η στρατηγική των ΗΠΑ έχει αντιφάσεις και αδυναμίες, που πηγάζουν από τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών πόλων, την πόλωση που εμφανίζεται περιοδικά μεταξύ των ιδιαίτερων συμφερόντων τους και των συμφερόντων άλλων ανερχόμενων δυνάμεων όπως η Κίνα, και κυρίως από το γεγονός ότι ο ίδιος καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη φάση βρίσκεται σε μία οιονεί κατάσταση κρίσης. Ωστόσο η επιτυχία ή μη της στρατηγικής τους, δεν μπορεί να κριθεί από τους διακηρυγμένους στόχους τους, αλλά από τους πραγματικούς στόχους, τα αποτελέσματα τους και τις επιπτώσεις τους. Μερικές φορές φαίνεται ότι η πολιτική των ΗΠΑ κατατείνει σε ολοκληρωτική αποτυχία, όπως στις περιπτώσεις του Ιρακ, του Αφγανιστάν, με την ολοκληρωτική κοινωνική καταστροφή, στη Συρία κ.λ.π. Ομως ο στόχος των ΗΠΑ δεν ήταν να οικοδομήσουν μία «δημοκρατία δυτικού τύπου» ή να ανοικοδομήσουν οικονομίες σε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά πρωτίστως να αποδιαρθρώσουν καθεστώτα ή κοινωνικά μοντέλα, που το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα τα αντιλαμβάνονταν ως παρωχημένα ή και εχθρικά. Σε σχέση με αυτό τον πραγματικό στόχο η πολιτική τους έχει σχετική επιτυχία.
Η άθλια λοιπόν μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί την παραμονή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και ανοικτά πλέον προωθεί και χαρακτηρίζει τον αντιδραστικό άξονα Ελλάδος-Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου ως πόλο σταθερότητας στην περιοχή ευθυγραμμίζει την Ελλάδα με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και την καθιστά συμμέτοχο σε ένα παιχνίδι ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων που σκορπά τον τρόμο και το θάνατο στους λαούς της Μέσης Ανατολής.
Και το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Είναι βέβαιο ότι η εκλογή της Κλίντον θα σήμαινε μια αύξηση της επιθετικότητας των ΗΠΑ στην περιοχή. Οι αμφίσημες δηλώσεις Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας δείχναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πλην όμως οι δηλώσεις του Αντιπροέδρου του Τραμπ Μάϊκ Πένς ήταν σαφής: «θα πρέπει να προετοιμασθούμε για να χτυπήσουμε στρατιωτικά στρατηγικούς στόχους του καθεστώτος Ασσαντ».
ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ
Η πιο σοβαρή όμως ατζέντα της επίσκεψης Ομπάμα αφορά το Κυπριακό. Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί μέσω δηλώσεων να εμφανισθεί ότι αντιδρά στην παραμονή ξένων στρατευμάτων στο νησί. Πολύ πιθανόν η στάση αυτή να αποσκοπεί στην εξασφάλιση κάποιων κερδών σε άλλα επίπεδα ή και να αποτελεί εφαρμογή του δόγματος της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και σε γεωπολιτικά ζητήματα. Με άλλα λόγια κάνουμε λεονταρισμούς πριν υποταχθούμε στα κελεύσματα των ιμπεριαλιστών με μια εντυπωσιακή κωλοτούμπα. Ο τομέας όμως αυτός είναι πιο επικίνδυνος για τέτοια πειράματα, αν μη τι άλλο γιατί διακινδυνεύει το μέλλον και άλλων λαών της περιοχής που δεν είχαν την προνοητικότητα να εκλέξουν τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση. Οι προθέσεις των ιμπεριαλιστικών κύκλων –και ιδίως των ΗΠΑ- για το Κυπριακό είναι η ταχεία επίλυσή του μέσω ενός νεου σχεδίου Αναν που θα επιβάλλει (έστω με ορίζοντα δεκαετίας) την παραμονή ξένων στρατευμάτων και βάσεων στο νησί και θα διασφαλίζει την παρουσία των «εγγυητριών» δυνάμεων στην πολιτειακή σταθερότητα του νεου ομόσπονδου κυπριακού κράτους. Τυχόν αποδοχή αυτών των αξιώσεων που μας φέρνει η επίσκεψη του δημοκράτη προέδρου των ΗΠΑ θα αποτελεί στις σημερινές συνθήκες (και με δεδομένη την κρίση του τουρκικού κράτους) χειρότερο έγκλημα από την αποδοχή του σχεδίου Αναν.
Αξίζει να θυμηθούμε τις χαρακτηριστικές προβλέψεις του αλήστου μνήμης σχεδίου (που σημειωτέον είχε βρεί υπέρμαχους και στο εσωτερικό της ελληνικής αριστεράς). Το σχέδιο Αναν αποτελούσε μια προσπάθεια επιβολής ενός καθεστώτος κηδεμονίας στην Κύπρο. Κηδεμονίας τόσο από την Ελλάδα και την Τουρκία, όσο και από τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η διατήρηση ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων στο νησί και μάλιστα εσαεί, η επανεπιβεβαίωση των επεμβατικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Τουρκίας, που και στο παρελθόν διαμόρφωσαν συνθήκες πολεμικής έντασης θύματα των οποίων υπήρξαν οι λαοί της Κύπρου (ελληνική μεραρχία, φασιστικό πραξικόπημα, τουρκική εισβολή και διχοτόμηση του νησιού) διαμόρφωναν μια ασταθή και επικίνδυνη ισορροπία, την οποία καλούνταν να ρυθμίσουν «με μια φωνή» οι τρεις ξένοι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι ξένοι δικαστές αποτελούσαν τη μοναδική δικλείδα ασφαλείας στη λειτουργία του προβλεπόμενου ομοσπονδιακού κράτους. Και φυσικά διατηρούνταν στο ακέραιο τα βρετανικά συμφέροντα και βάσεις στο νησί, που θεωρούνται βρετανική επικράτεια και καταλαμβάνουν ένα μεγάλο τμήμα του κυπριακού εδάφους. Η πρόσφατη ιστορία της Κύπρου απέδειξε ότι η θεσμοποιημένη παρουσία και επέμβαση των ιμπεριαλιστικών επιδιαιτησιών και των «μητέρων-πατρίδων» εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην περιοχή, όμως μόνο δεινά έχει να επιφέρει σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Περαιτέρω, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η ίδια η διαδικασία της σταδιακής εκδίωξης ενός αριθμού εποίκων διαμόρφωναν ένα κοινωνικό πεδίο έντασης που πάρα πολύ εύκολα μπορούσε να ανατινάξει την εύθραυστη πολιτική (αν)ισορροπία του νεου ομόσπονδου κράτους.
Η ίδια επίσης η δομή της ομοσπονδιακής διοίκησης φανέρωνε τη διάθεση παγίωσης των ανισορροπιών στο νησί. Τα θέματα της οικονομικής διαχείρισης, της φορολογίας, της εργασίας, της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης περιέρχονταν στην αρμοδιότητα των κρατιδίων και όχι του ομόσπονδου κράτους, όπερ με άλλα λόγια σήμαινε ότι η όποια ανάπτυξη του τουρκοκυπριακού κρατιδίου θα εξαρτιόταν από τις ξένες και ελληνοκυπριακές επενδύσεις και όχι από τη φορολόγηση του κεφαλαίου (το οποίο βρίσκεται στην άλλη πλευρά…). Μάλιστα ούτε οι κοινοτικές επιδοτήσεις θα τύγχαναν αυτοτελούς διαχείρισης από το τουρκοκυπριακό κρατιδίου, αφού αποτελούσαν (μια από τις λιγες) αρμοδιότητες του ομοσπονδιακού κράτους, μαζί με την πάταξη της τρομοκρατίας… Με δεδομένο δε ότι το ομοσπονδιακό κράτος διέθετε ελάχιστους πόρους δεν δινόταν η δυνατότητα για μεταβιβαστικές πληρωμές προς το πιο αδύναμο κρατίδιο.
Δυστυχώς όμως από την πορεία των διαπραγματεύσεων φαίνεται ότι όπως και για το ζήτημα των εγγυήσεων, έτσι και για το ζήτημα της κατανομής των εξουσιών τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Στην τελευταία του διακαναλική συνέντευξη ο Πρόεδρος της Κύπρου δήλωσε ότι κάθε ένα εκ των κρατιδίων θα πρέπει να διασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα και δεν θα καλείται να αποπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις που δημιουργεί η άλλη. Με άλλα λόγια στήνεται και πάλι ένα πεδίο ανισσοροπιών σε βάρος πρωτίστως των τουρκοκυπρίων εργαζομένων (που θα αποτελούν το φθηνό εργατικό δυναμικό μιας ειδικής οικονομικής ζώνης), γεγονός που βέβαια θα έχει αποτελέσματα και στη συμπίεση των μισθών των ελληνοκυπρίων εργαζομένων.
Οι τελευταίες εξελίξεις τόσο με τη μνημονιακή περιπέτεια των ελληνοκυπρίων, όσο και με την επιβολή κράτους έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία θα έπρεπε να διαμορφώνουν ένα διαφορετικό πεδίο συνεννόησης μεταξύ των κυπρίων εργαζομένων ελλήνων και τούρκων. Το κυπριακό μνημόνιο το πλήρωσαν αποκλειστικά και μόνο οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα της Κύπρου και αυτό είναι ένα μήνυμα που θα έπρεπε να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη από την πλευρά των τουρκοκυπρίων που ευελπιστούσαν στην «κοινοτική αλληλεγγύη». Τι είδους είναι η κοινοτική αλληλεγγύη το διαπίστωσαν όλοι: η Κύπρος, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να διασωθεί με κούρεμα χρέους λόγω μεγέθους της οικονομίας της, υποτάχθηκε σε ένα σκληρό πρόγραμμα μόνο και μόνο για να αποτελέσει ένα παράδειγμα για όλους τους λαούς της Ευρώπης (μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε μαθήματα από αυτό το παράδειγμα). Σήμερα η έξοδος από το μνημόνιο (πέρα από τα συνεχιζόμενα μέτρα λιτότητας και τους μεταμνημονιακούς ελέγχους) φέρνει την Κύπρο αντιμέτωπη με την τεράστια διόγκωση του ιδιωτικού χρέους που αποτελεί θρυαλλίδα για την κυπριακή οικονομία (και που δεν φαίνεται να διορθώνεται παρά μόνο μέσα από μια τεράστιας έκτασης αναδιάρθρωσης της ιδιοκτησίας μέσω πλειστηριασμών). Από την άλλη οι εξελίξεις στην Τουρκία αποδεικνύουν ότι η προσκόλληση των τουρκοκυπρίων σε αυτή (και πολύ χειρότερα η τυχόν ενσωμάτωση τους στο τουρκικό κράτος) θα τους επιφέρει πολύ περισσότερα δεινά (ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα τελευταία χρόνια κυρίως οι τουρκοκύπριοι υπέστησαν προβλήματα από την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί).
Το κρίσιμο λοιπόν για την Κύπρο δεν είναι το εδαφικό και το περιουσιακό, αλλά το εάν το κράτος που θα προκύψει θα είναι αυτοτελώς βιώσιμο ή θα εξαρτάται κάθε φορά από ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις. Τα συμφέροντα των λαών της Κύπρου πρέπει να αυτονομηθούν από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και τους τυχοδιωκτισμούς των αστικών τάξεων σε Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο. Με τη δημιουργία μιας στρατηγικής κοινωνικής και πολιτικής επανένωσης του νησιού που θα αρνείται τις κοινωνικές διακρίσεις γιατί πλήττουν τα άμεσα κοινωνικά συμφέροντα των εργαζομένων και των δυο κοινοτήτων. Με την κατάργηση της πολιτικής του εποικισμού, που αποτελεί ένα ασταθές γεωπολιτικό παιχνίδι στις πλάτες των εργαζομένων του νησιού και των ίδιων των εποίκων, αλλά και την ενσωμάτωση στην Κύπρο όλων των εργαζομένων σε αυτή ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή. Μέσα από την πάλη για κατοχύρωση ενιαίων δικαιωμάτων στο μισθό, τον χρόνο εργασίας, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, την ελεύθερη μετακίνηση. Με την κατοχύρωση της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων. Δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια δημιουργήθηκαν δυο διακριτοί κοινωνικοί σχηματισμοί στην Κύπρο που μπορούν να επανενωθούν όχι σε συνθήκες πολιτικής πλειοψηφίας-μειοψηφίας και κατοχύρωσης μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά σε συνθήκες πολιτικής αυτοδιάθεσης σε ένα κράτος που θα έχει ως πρώτιστο καθήκον την οικονομική και κοινωνική εξισορρόπηση. Κύπρος ενιαία σημαίνει άρση της διχοτόμησης. Δεν σημαίνει επιβολή της μιας πλευράς επί της άλλης, ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτικά. Το πρόβλημα της Κύπρου μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσα από την ενότητα συμφερόντων των εργαζομένων των δυο λαών και όχι μέσα από «πατριωτικά μέτωπα» και «εθνικά συμβούλια». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στην ελληνοκυπριακή πλευρά ευδοκιμούν εκφραστές μιας μικροαστικής στρατηγικής που (χωρις καν να υπολογίζουν το πολύ πιθανό ενδεχόμενο της πληρους αποκοπής του βόρειου από το νότιο τμήμα της Κύπρου) ευελπιστούν σε μια κοινωνική αναβάθμιση θεμελιωμένη στην εκμετάλλευση του φτηνού οικονομικού δυναμικού της άλλης πλευράς με όρους παλαιστινιακού απαρτχάϊντ (ήτοι με την καθημερινή μετάβαση των τουρκοκυπρίων στην άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής προς ανεύρεση εργασίας). Είναι οι ίδιοι που σήμερα χαιρετίζουν την νεα γραμμή του ΚΚΕ…
Εν κατακλείδι η στάση των δυνάμεων της αριστεράς στην Ελλάδα εν σχέση με την επίσκεψη Ομπάμα δεν μπορεί παρά να είναι η όσο το δυνατόν πιο δυναμική αντίδραση στην επίσκεψη με την οργάνωση μαζικών διαδηλώσεων, το σπάσιμο της τρομοκρατίας που θα επιχειρήσει να επιβάλλει η κυβέρνηση σε συνεργασία με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, η πλήρης καταδική της φιλοαμερικάνικης και εθελόδουλης στάσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που και σε αυτό τον τομέα συνταυτίζεται με τη στάση των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Είναι ένα καθήκον τόσο για την υπέρασπιση των συμφερόντων της ελληνικής εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, όσο και ένα διεθνιστικό καθήκον καταδίκης του ρόλου των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή μας. Το γεγονός ότι η επίσκεψη αυτή πραγματοποιείται τις ημέρες της επετείου του Πολυτεχνείου αναδεικνύει ένα ακόμα διακύβευμα: θα προδώσουμε ή θα ακολουθήσουμε το αντιιμπεριαλιστικό-αντιαμερικανικό πνεύμα και τα βήματα αυτής της εξέγερσης, χάρη στην οποία η Ελλάδα δεν έγινε σαν την μεταεβρενική (και νυν ερντογανική) Τουρκία
*Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της ΛΑ.Ε

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας