Βρισκόμαστε στο έτος 1970. Μόλις έχουμε εγκαταλείψει την ταραγμένη δεκαετία του 60′ και ο κόσμος βαδίζει προς το άγνωστο. Η Σοβιετική Ένωση ήδη από την εποχή Χρουτσώφ έχει καταφέρει να ανοικοδομηθεί από τα συντρίμμια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίζει να αποτελεί την αντίπερα όχθη, τη θετική εναλλακτική και τη βασική ανταγωνίστρια, ζούμε σε εποχές Ψυχρού Πολέμου, των ΗΠΑ και του υπόλοιπου καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Η Κίνα πάλι, βγαίνει ταραγμένη από την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης και της ρήξης με τη Σοβιετική Ένωση.
Παράλληλα, δεκάδες κινήματα, εμπνευσμένα από το παράδειγμα της μικρής Κούβας και της ηρωικής αντίστασης των βιετναμέζων κομμουνιστών, ξεσπούν στην Ασία και στην Αφρική σε αντιιμπεριαλιστική και σε πολλές περιπτώσεις φιλοσοβιετική ή και καθαρά σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ακόμη, στην Καπιταλιστική Δύση τα θεμέλια του συστήματος τρίζουν. Από το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων στην Αμερική, στις τεράστιες αντιιμπεριαλιστικές πορείες και από εκεί στις απεργίες του Μάη του 68′, φαίνεται ότι το αίσθημα αμφισβήτησης μεγαλώνει. Το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα στην Ευρώπη δυναμώνει και στην ουσία επιβάλει στον καπιταλισμό την κευνσιανή πολιτική ενώ ταυτόχρονα τα κομμουνιστικά κόμματα σε Ιταλία και Γαλλία ασκούν τεράστια επιρροή.
Η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης και τα δεκάδες ανά τον κόσμο κινήματα αμφισβήτησης βάζουν εκ των πραγμάτων τον καπιταλισμό σε μια θέση άμυνας που μεταφράζεται σε πολιτικές κοινωνικών παροχών. Είναι η ώρα της Λατινικής Αμερικής, της «πίσω αυλής» των ΗΠΑ, να πάρει τη σκυτάλη της αντίστασης και να συνεχίσει την κούρσα που ξεκίνησε ο Κάστρο, ο Τσε και το κίνημα της 26ης Ιουλίου στην Κούβα. Ο καπιταλισμός θα παίξει το τελευταίο του χαρτί. Η εποχή της άμυνας θα πρέπει να τελειώσει και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να βγει στην αντεπίθεση. Θα χρειαστεί απλά μια οικονομική κρίση και ένα… πραξικόπημα.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970, ο σοσιαλιστής γιατρός Σαλβαδόρ Αλιέντε θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στη Χιλή με ποσοστό 36,3 %. Η κυβέρνηση της Λαικής Ενότητας, όπως προκύπτει, είναι ο εκλογικός συνασπισμός που συναποτελείται από σοσιαλιστές, κομμουνιστές και ριζοσπάστες δημοκράτες . Το πρόγραμμα της Λαικής Ενότητας κινείται στη λογική του ειρηνικού δρόμου προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Αλιέντε εθνικοποιεί τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής χαλκού που βρίσκονται σε αμερικανικά χέρια, θα εθνικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα, εφαρμόζει μια ριζοσπαστική πολιτική αναδιανομής της γης και θα υποστηρίξει έμπρακτα τα εργατικά στρώματα με άμεσα μέτρα ανακούφισης.
Τον πρώτο κιόλας χρόνο διακυβέρνησης, ο μισθός του εργάτη θα αυξηθεί κατά 38% ενώ των υπαλλήλων κατά 120%. Η ανεργία πέφτει στο 9% και το ΑΕΠ αυξάνεται στο 8%. Το πρόγραμμα της Λαικής Ενότητας σε πολύ μεγάλο βαθμό πραγματοποιείται και γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Αλιέντε χαίρουν μεγάλης αποδοχής από τα λαικά-αγροτικά στρώματα και την εργατική τάξη. Το Σεπτέμβριο του 1973 γιορτάζεται πανηγυρικά η τριετής επέτειος της εκλογικής νίκης της Λαικής Ενότητας στο Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής, και συμμετέχουν πάνω από 800.000 άτομα.
Παράλληλα με τις φιλολαικές πολιτικές της κυβέρνησης, η ίδια η εργατική τάξη οργανώνεται και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Το συνδικάτο CUT οργανώνει στις τάξεις του 500.000 από τα 3 εκατομμύρια μισθωτούς ενώ οι γεωργικοί εργάτες οργανώνονται σε ποσοστό 60% με 70%. Ακόμη, η έντονη κινητικότητα και πολιτικοποίηση των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς δημιουργούν χώρο για την ίδρυση κοινοτικών αγροτικών συμβουλίων και δομών λαικής εξουσίας όπως τα cordones industrials και τα cordones communales. Τα παραπάνω όργανα (βιομηχανικές ζώνες) κατάφερναν να συσπειρώνουν τους εργαζόμενους στη βάση απέναντι στην εργοδοσία και αποτελούσαν ένα είδος δυαδικής εξουσίας απέναντι (καθόλου αντιπαραθετικά ωστόσο) τόσο ως προς την κυβέρνηση όσο και προς τα ελεγχόμενα συνδικάτα και τις πολιτικές επιτροπές της Λαικής Ενότητας.
Έτσι, στις εθνικές εκλογές του Μαρτίου του 1973 η Λαική Ενότητα βγαίνει αρκετά ενισχυμένη κερδίζοντας ποσοστό της τάξεως του 44%. Ο Αλιέντε έχει τη στήριξη μεγάλου μέρους του λαού της Χιλής, ώστε να συνεχίσει το έργο του και να πραγματοποιήσει βαθιά δημοκρατικές αλλαγές στο στρατό, στην αστυνομία, στα ΜΜΕ και στο Σύνταγμα της χώρας ώστε η εργατική τάξη να παραγκωνίσει τους μονοπωλιακούς και επιχειρηματικούς ομίλους από τον έλεγχο και την άσκηση εξουσίας πάνω σε νευραλγικούς τομείς του αστικού κράτους. Όμως η αστική τάξη της Χιλής και οι ΗΠΑ έχουν διαφορετική γνώμη.
Στην Αμερική, ο πρόεδρος Νίξον, ο υπουργός εξωτερικών Κίσινγκερ και η CIA, ουσιαστικά ασκούσαν σαμποτάζ και επεδίωκαν τη βίαιη ανατροπή του Αλιέντε από την πρώτη μέρα της εκλογής του. Η δολοφονία του Σνάιντερ, του πιστού στο σύνταγμα της Χιλής στρατιωτικού που αρνήθηκε να έρθει σε επαφή με τη CIA, οι δολοφονίες και οι συνεχείς επιθέσεις σε βουλευτές, στελέχη και μέλη του Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος από ακροδεξιές και φασιστικές συμμορίες με την ανοχή της αστυνομίας, ήταν όλες τακτικές αποσταθεροποίησης που δυστυχώς η κυβέρνηση της Λαικής Ενότητας δεν αποφάσισε να καταπνίξει οριστικά.
Επιπλέον, η μαζική φυγή κεφαλαίων, η δημιουργία μαύρης αγοράς με την απόκρυψη τροφίμων, τα λοκ-άουτ των εργοδοτών σε βιομηχανίες και επιχειρήσεις, οι βαρύτατες αποζημιώσεις προς τις επιχειρήσεις που εθνικοποιήθηκαν, οι δυσκολίες με το δανεισμό και το εξωτερικό χρέος, φέρνουν την οικονομία της Χιλής σε δύσκολη κατάσταση. Επίσης, ο ιδεολογικός πόλεμος που ασκούν στην κυβέρνηση τα ελεγχόμενα από τους ολιγάρχες ΜΜΕ καθώς και ο καθολικός κλήρος συσπειρώνουν τον κόσμο της αντίδρασης και οδηγούν στην κινητοποίηση κομματιών της μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης (απεργία των μεταφορικών μέσων τον Αύγουστο του 1973) και σύσσωμης της αστικής τάξης (διαδήλωση των γυναικών με άδειες κατσαρόλες στις 5 Σεπτεμβρίου του 1973).
Ενώ τα πράγματα οδεύουν με μαθηματική ακρίβεια σε πραξικόπημα, ο Αλιέντε δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη υπεράσπισης της κυβέρνησης και του λαού μέσω της δημιουργίας λαικών πολιτοφυλακών και προτιμά την αδιέξοδη πολιτική του κατευνασμού. Τραγική ειρωνεία: O Αλιέντε απομακρύνει τον στρατηγό Πρατς που τον συμβουλεύει να οπλίσει την εργατική τάξη και τον αντικαθιστά με τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ τον Ιούνιο του 1973.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 στις 6:30 π.μ ξεκινά το φασιστικό πραξικόπημα ανατροπής της Κυβέρνησης της Λαικής Ενότητας. Περίπου 200 άνδρες από τα φασιστικά στρατεύματα του πεζικού επιτίθενται στο Προεδρικό Μέγαρο με τη βοήθεια τεθωρακισμένων και ελικοπτέρων αφού πρώτα ο Αλιέντε αρνιέται να παραιτηθεί και να φύγει στο εξωτερικό με αεροπλάνο μαζί με την οικογένειά του, όπως αρχικά του ζητήθηκε. Για εφτά ολόκληρες ώρες ο Πρόεδρος Αλιέντε, περίπου 40 πιστοί άνδρες από τη φρουρά και το επιτελείο του υπερασπίζονται το Μέγαρο.
Κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης του Μεγάρου, ο Αλιέντε απευθύνει μήνυμα από το ραδιόφωνο προς το λαό της Χιλής : «Αυτή θα είναι σίγουρα η τελευταία μου ευκαιρία να σας μιλήσω. Βρισκόμενος σε μια ιστορική μετάβαση, θα πληρώσω με τη ζωή μου την αφοσίωση στο λαό μου. Σας λέω και είμαι βέβαιος, ότι οι σπόροι που φυτεύτηκαν στις οξείες συνειδήσεις χιλιάδων Χιλιανών δεν θα μείνουν συρρικνωμένοι για πάντα. Προχωρήστε μπροστά, γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα οι μεγάλες λεωφόροι θα ξανανοίξουν και ο ελεύθερος άνθρωπος θα τις διαβεί για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία. Ζήτω η Χιλή, ο λαός και οι εργάτες! Είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν θα είναι μάταιη». Λίγα λεπτά μετά τις 2μ.μ ο πρόεδρος Αλιέντε πέφτει νεκρός με το αυτόματο στο χέρι.
Έτσι λοιπόν, όπως η αστική τάξη δε δίστασε να παραβεί τη νομιμότητα όταν τα συμφέροντά της άρχισαν να τίθενται υπό διακύβευση, έτσι και η κυβέρνηση της Λαικής Ενότητας θα έπρεπε, δεδομένου ότι διατηρούσε τους συσχετισμούς στην κοινωνία και πολύ πιο πριν αρχίσει να αποκτάει λαικό έρεισμα η αντίδραση, να ακολουθήσει μεθόδους και πρακτικές που υπερβαίνουν την υπάρχουσα νομοθεσία.
Το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και κατ’ επέκταση η δικτατορία Πινοσέτ, καθώς ενορχηστρώθηκαν από τις ΗΠΑ και τα επιτελεία της CIA, αναγνωρίστηκαν και μετέπειτα αγκαλιάστηκαν μάλιστα (βλέπε την άριστη προσωπική σχέση μεταξύ Πινοσέτ και Θάτσερ) από την πλειοψηφία των δυτικών καπιταλιστικών χωρών. Ωστόσο το στυγερό αυτό έγκλημα καταδικάστηκε στη συνείδηση των λαών σε πολλές χώρες του κόσμου.
Στην Αθήνα, εν μέσω δικτατορίας και λίγο καιρό πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, χιλιάδες φοιτητές βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν ρυθμικά «Αλιέντε, Αλιέντε» στις 25 Σεπτεμβρίου. Τρεις μέρες μετά, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1973 πλήθος περίπου ενός εκατομμυρίου συγκεντρώνεται στην Αβάνα σε εκδήλωση αλληλεγγύης στο λαό της Χιλής με ομιλητή τον Κάστρο.
Η ανατροπή του Αλιέντε, εγκαινίασε την περίοδο μιας στυγνής φασιστικής δικτατορίας που διήρκησε μέχρι το 1990. Επί Πινοσέτ, η Χιλή, υπό τη στενή καθοδήγηση των οικονομολόγων της Σχολής του Σικάγο, αποτέλεσε το πρώτο πειραματόζωο του νέου σταδίου του καπιταλισμού, αυτό των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Η απαγόρευση των συνδικάτων έφερε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις στην οικονομία και κατάργηση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως, επί Πινοσέτ συντελέστηκε και μια πραγματική «γενοκτονία» μιας ολόκληρης γενιάς αγωνιστών, συνδικαλιστών και νέων ανθρώπων. Συγκεκριμένα, εκτελέστηκαν περίπου 3.065 άτομα, ενώ ο συνολικός αριθμός δολοφονημένων, εξαφανισμένων, φυλακισμένων και βασανισμένων ανθρώπων αγγίζει τις 40.000, όπως αναγνώρισε και επίσημα η Χιλιανή Βουλή το 2011.
Η Χιλή παραμένει έως και σήμερα μια ματωμένη λωρίδα στο χάρτη της Λατινικής Αμερικής, ένα παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης, μα πάνω απ’ όλα μια προειδοποίηση για το μέλλον…
Βιβλιογραφία:
- Δημήτρης Καλτσώνης, Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2017
- Mike Gonzalez, Charles-Andre Udry, Χιλή 1970-73. Κυβέρνηση της Αριστεράς, κράτος και εξουσία, Εκδόσεις Redmarks, 2013
*Πηγή: brigada.gr