1917: Μια «αλλιώτικη» Επανάσταση!

2666
πολάκης

α) Tην επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης (26 Οκτώβρη 1917) η σοβιετική εξουσία  υπογράφει δια χειρός Λένιν το Διάταγμα για την Ειρήνη με το οποίο έβγαζε τη Ρωσία έξω από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και έξω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
β) Πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) δια χειρός Λένιν υπογράφεται το Διάταγμα για τη Γη με το οποίο καταργήθηκε – χωρίς καμία αποζημίωση – η ιδιοκτησία της γης από τους τσιφλικάδες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκρατορικής και της μοναστηριακής.
γ) Πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) η σοβιετική εξουσία δια χειρός Λένιν είχε ήδη υπογράψει το Νομοσχέδιο για τον Εργατικό έλεγχο στις βιομηχανικές, εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.
δ) Λίγες μέρες μετά την Επανάσταση ο Λένιν είχε ήδη υπογράψει (στις 14 Δεκέμβρη 1917) τον νόμο για την Εθνικοποίηση των Τραπεζών.
ε) Λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 18 Γενάρη 1918) την Εθνικοποίηση του εμπορικού στόλου.
στ) Λίγες μέρες μετά την Επανάσταση ο Λένιν είχε ήδη υπογράψει (στις 9 Γενάρη 1918) το Διάταγμα Ακύρωσης όλων των Εσωτερικών και Εξωτερικών Δανείων που είχε υπογράψει η τσαρική και η προηγούμενη αστική κυβέρνηση.
Είναι προφανές: Η Επανάσταση των λαικών μαζών με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν μια «αλλιώτικη» Επανάσταση.

«(…) Η επανάσταση όμως είναι η μόνη μορφή “πολέμου” – κι αυτός είναι ένας αξιοπερίεργος νόμος της ιστορίας – στην οποία η τελική νίκη μπορεί να προετοιμαστεί μόνο με μια σειρά από “ήττες”. Tι μας δείχνει όλη η ιστορία του σοσιαλισμού και όλων των σύγχρονων επαναστάσεων; H πρώτη σπίθα ταξικής πάλης στην Ευρώπη, η εξέγερση των υφαντών μεταξιού στη Λυόν το 1831 κατέληξε σε βαριά ήττα; το κίνημα των Χαρτιστών στη Βρετανία κατέληξε σε ήττα; η εξέγερση του παρισινού προλεταριάτου τις μέρες του Ιουνίου του 1848 συνετρίβη και η Παρισινή Κομμούνα κατέληξε σε τρομερή ήττα. Ολόκληρο το μονοπάτι του σοσιαλισμού – σε ότι αφορά την επαναστατική πάλη – είναι στρωμένο με συντριπτικές ήττες και μόνο. Κι όμως, την ίδια στιγμή, η ιστορία προελαύνει χωρίς δισταγμό, βήμα το βήμα προς την τελική νίκη! Που θα ήμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις “ήττες“, από τις οποίες αντλούμε ιστορική πείρα, κατανόηση, δύναμη και ιδεαλισμό; Σήμερα, όπως προχωράμε προς την τελευταία μάχη του προλεταριακού ταξικού πολέμου, στέκουμε πάνω στα θεμέλια αυτών ακριβώς των ήττων, και δε θα μπορούσαμε χωρίς καμία από αυτές, γιατί η καθεμία συμβάλλει στη δικιά μας δύναμη και κατανόηση (…).Μέχρι στιγμής, οι επαναστάσεις δεν μας έχουν δώσει τίποτα παρά ήττες. Αυτές οι αναπόφευκτες ήττες μας δίνουν σωρεία εγγυήσεων για την τελική νίκη. Υπάρχει μοναχά ένας όρος. Το ερώτημα του γιατί προέκυψε η κάθε ήττα πρέπει να απαντηθεί. Προέκυψε γιατί η μαχητική, ενεργητική έφοδος προς τα μπρος των μαζών συγκρούστηκε με το φραγμό ανώριμων ιστορικών συνθηκών, ή ήταν η αναποφαστικότητα, η αδράνεια και η εύθραυστη εσωτερική συγκρότηση που χαντάκωσε την ίδια την επαναστατική παρόρμηση; (…)»
(Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο» – μετάφραση Κώστας Αρβανίτης)
Εκατό χρόνια μετά, στο φόντο των εξελίξεων του ’90, το ερώτημα έρχεται και επανέρχεται: Ο,τι έγινε το 1917 ήταν, πράγματι, ένα βήμα μπροστά στην ιστορία της ανθρώπινης περιπέτειας;
Ναι! Η Οκτωβριανή Επανάσταση, τα προτάγματά της, το μήνυμά της, ο προσανατολισμός της, οι κοινωνικές δυνάμεις που έφερε στο προσκήνιο, το πολιτικό «μάθημα» που πρόσφερε για το τι σημαίνει στρατηγική και  τακτική της νίκης στον ταξικό πόλεμο υπέρ της εργατικής τάξης, ήταν και παραμένουν φάρος στο δύσκολο δρόμο του ανθρώπου να ξεφύγει από τη μοίρα του Σίσυφου.
Βεβαίως δεχόμαστε να εξετάσουμε και να συζητήσουμε κάθε άλλη σκέψη, προσέγγιση και απάντηση. Αρκεί αυτός που την εκφέρει να διαθέτει τα στοιχειώδη εχέγγυα ώστε να έχει νόημα να ασχοληθεί και να συζητήσει κανείς μαζί του. Και αυτού του είδους τα εχέγγυα προκύπτουν από τις απαντήσεις σε μερικά προκαταρτικά ερωτήματα, όπως:

  • Είναι αλήθεια ή ψέματαπως ό,τι κέρδισαν οι λαοί στην Ευρώπη και στον κόσμο μετά το 1917, είχε την σφραγίδα της επιρροής που άσκησε στην πορεία των κοινωνιών η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματαπως ό,τι χάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες κουβαλάει πάνω του τη σφραγίδα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματαπως η πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού, αντί της «ελευθερίας» που έταζαν οι κάθε λογής ανιστόρητοι του «Τέλους της Ιστορίας» συνοδεύτηκε από την ανελέητη επίθεση του υπαρκτού καπιταλισμού εναντίον κάθε πλευράς της ζωής όλων των λαών της υφηλίου;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματαότι ο απαλλαγμένος από το «σιδηρούν παραπέτασμα» κόσμος είναι ένας κόσμος όπου δεν υπάρχει πια γωνιά του  που να μην έχει καταστεί συνώνυμη της ιμπεριαλιστικής θηριωδίας και της «δημοκρατίας» των λίγων, της οικονομικής εξαθλίωσης και της πιο στυγνής καταπίεσης, της αδυσώπητης εκμετάλλευσης και της φτώχειας, της ανεργίας και της ανελέητης για τους λαούς καπιταλιστικής κρίσης;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματα πως αντί του «τέλους των πολέμων» που θα έφερνε το τέλος του ψυχρού πολέμου και η ήττα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου εκείνο που είδαμε στις δεκαετίες που πέρασαν ήταν την μετατροπή του πολέμου σε μέθοδο μαζικής πλέον χρήσης και πρωτόγονης αγριότητας σε κάθε σχεδόν σημείο του πλανήτη, πρώτα και κύρια στη γειτονιά μας από τα Βαλκάνια και τη λεκάνη της Μεσογείου μέχρι τη Μέση Ανατολή και την ευρασιατική γεωστρατηγική σκακιέρα;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματα πως αντί της «εξομάλυνσης» και του «ορθολογισμού» στις διεθνείς σχέσεις εκείνο που είδαμε είναι συγκρούσεις επί συγκρούσεων και τη μετατροπή του ΟΗΕ σε πειθήνιο όργανο του ΝΑΤΟ;
  • Είναι αλήθεια ή ψέματα πως αντί της «ευημερίας» εκείνο που είδαμε ήταν τους ξέφρενους ρυθμούς της επίθεσης ενάντια στα εργατικά δικαιώματα, την αφαίρεση δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων, την εξώθηση στο περιθώριο, στην ανεργία, στη δυστυχία, στην ανασφάλεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων;


Όσο σίγουρο είναι, λοιπόν, ότι το Τείχος έπεσε και μαζί του ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα, όσο σίγουρο είναι ότι όχι μόνο οι κομμουνιστές που δεν βολεύονται με τα τσιτάτα αυτοικανοποίησης άλλα και κάθε σοβαρός πολιτικός νους θα αναζητούν απαντήσεις στο «γιατί» έπεσε, άλλο τόσο σαφές είναι για την ανθρωπότητα πάνω σε ποιούς έπεσαν τα συντρίμμια του: Στα κεφάλια μας.
Δεν υπάρχει πιο αδιαμφισβήτητη αλήθεια από αυτή που βιώνουν τα δισεκατομμύρια του πλανήτη: Σήμερα, 100 χρόνια μετά, η ανθρωπότητα σέρνεται πολλά βήματα πίσω. Ο,τι κατάφεραν να αποσπάσουν οι λαοί μέσα στον αιώνα που πέρασε, η «σιδερένια φτέρνα»  του καπιταλισμού το παίρνει πίσω. Με τόκο.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα, για να πιστοποιηθεί η σημασία του βήματος που έγινε το 1917, «έπρεπε» να συμβούν οι «αναποδιές» της Ιστορίας.
«Αναποδιές» (ή μήπως «καταρρεύσεις»; ή μήπως «ανατροπές»;)  που συνοδεύτηκαν από την ανελέητη επίθεση του καπιταλισμού εναντίον κάθε πλευράς της ζωής όλων των λαών της υφηλίου.
Αλλά εφόσον έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα, τότε ποιος ο λόγος να μνημονεύει κανείς σήμερα την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης; Μια Επανάσταση που «ηττήθηκε», που «ανατράπηκε», που «προδόθηκε», που «κατάρρευσε», που «απέτυχε»…
Εδώ μια αναγκαία επισήμανση: Οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγραφεί η ανατροπή που συντελέστηκε το 1990 στην πρώην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, είναι μεγάλης σημασίας. Και τούτο γιατί από τον όρο που θα χρησιμοποιηθεί πολλές φορές «εξυπακούεται» και μια συνολική αποτίμηση αυτής της εβδομηντάχρονης πορείας. Ωστόσο θέλουμε να πιστεύουμε ότι ακόμα και οι πιο κακόπιστοι όσον αφορά την ποίηση του κομμουνισμού, και οι πιο «ψαγμένοι» στην αναζήτηση του ερωτήματος αν ο σοσιαλισμός του 20ου αιώνα ήταν «υπαρκτός ή «ανύπαρκτος»,  θα συμφωνήσουν τουλάχιστον σε τούτο:  Ότι η διερεύνηση ακόμα συνεχίζεται. Και ότι κάθε πρόωρη, «τελική» και «τελεσίδικη», αποτίμηση υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε παράρτημα του αντιεπιστημονικού «Τέλους της Ιστορίας».
Πριν χαθούμε, λοιπόν, και για να μη χαθούμε στους όρους, χωρίς καμία διάθεση – το αντίθετο! – να αποφύγουμε μια συνολική συζήτηση, αλλά με επίγνωση ότι τέτοιες συζητήσεις δεν ανοίγουν (και πολύ περισσότερο δεν κλείνουν)  στον περιορισμένο χώρο ενός προλογικού σημειώματος,  επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα:
Μετά τα γεγονότα του ’90, το να μνημονεύεις την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 είναι «μάταιο»; Ειδικά εκείνοι που επαναλαμβάνουν το μόνιμο τροπάρι των τελευταίων 25 χρόνων: «Τι νόημα έχει το μνημόσυνό σας για μια Επανάσταση που “κατέρρευσε”», κι αφού – όπως λένε – η υπόθεση του σοσιαλισμού είναι «τελειωμένη», γιατί ανησυχούν; Γιατί τους ενοχλούν τα «μνημόσυνα»; Γιατί καταναλώνουν χρόνο για να τα ξορκίσουν;

Προφανώς δεν ασχολούνται με «μάταια» πράγματα επειδή τους περισσεύει η περιφρόνηση. Γνωρίζουν, τελικά, ότι το να μνημονεύεις την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, ούτε «μνημόσυνο» είναι, ούτε και τόσο «μάταιο», όπως ισχυρίζονται.

  • Αν ίσχυεκάτι τέτοιο, κι αφού το «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» μετατράπηκε σε «σκλαβιά, ανισότητα, βαρβαρότητα», τότε θα ήταν μάταιο να μνημονεύει κανείς και την Αστική Επανάσταση του 1789.
  • Αν ίσχυεκάτι τέτοιο, κι αφού η «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας» έχει μετατραπεί σε ένα κουρελόχαρτο στο Χαλέπι, στα Αμπού Γκράιμπ, στις Φαλούτζες και στα Γκουαντανάμο του ιμπεριαλισμού, τότε θα ήταν μάταιο να μνημονεύει κανείς και την Αμερικανική Επανάσταση του 1776.
  • Αν ίσχυεκάτι τέτοιο, κι αφού «οι κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες» συνεχίζουν να διοικούν τη ζωή μας,  τότε θα ήταν μάταιο να μνημονεύει κανείς και την Επανάσταση του 1821.
  • Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, κι αφού από την πλουτοκρατία των δοσιλόγων του ’40 έχουμε περάσει στην πλουτοκρατία των εταίρων της τρόικας σήμερα, τότε θα ήταν μάταιο να μνημονεύει κανείς και την 28η του Οκτώβρη.

Δεν θεωρούμε μάταιο τίποτα απ’ όλα αυτά.
Μάταιη είναι η προσπάθεια των «νικητών» να θέλουν να επιβάλλουν μια διαπλανητική σιγή νεκροταφείου στα θύματά τους ώστε να ξεμπερδέψουν, όπως επιθυμούν, με ό,τι θυμίζει την δυνατότητα των ανθρώπων να αντιστέκονται. Να εξεγείρονται. Και να επαναστατούν.
Από την άλλη, μάταιο – αλλά μόνο για τους κοινωνικά συντριμμένους και πολιτικά ηττημένους από την καπιταλιστική θηριωδία – θα ήταν να στρέφουν το βλέμμα τους στις 25 Οκτώβρη του 1917, αλλά χωρίς να εξάγουν τα αναγκαία συμπεράσματα.
Αν επιστρέφουμε στις 25 Οκτώβρη του 1917 είναι γιατί  πια καταλάβαμε – ελπίζουμε – τα λόγια του Λένιν από το μυθιστόρημα του Καζακίεβιτς:
«Η τακτική μας λοιπόν, είναι να λέμε την αλήθεια. Να λέμε την αλήθεια κι όταν ακόμη δεν μας συμφέρει, γιατί μόνο έτσι θα κάνουμε τον κόσμο να μας πιστέψει. Μόνο τότε δεν θα μπορέσει κανείς να μας βάλει κάτω, όταν λέμε την αλήθεια παντού και πάντα, σε όλες τις καμπές της, κι όταν μάθουμε να μην αποσιωπούμε τα πράγματα τάχα για “λόγους σκοπιμότητας”, αλλά να τα βροντάμε κάτω μ’ όλη τους τη γύμνια, έτσι όπως ακριβώς είναι κι όχι όπως θα τα ‘θελε η αφεντιά μας…».

Επιστρέφουμε στις 25 Οκτώβρη του 1917 όχι ως άσκηση μνήμης αλλά ως οδηγό σε πρόσκληση μάχης αφού –  σε πείσμα των πισωγυρισμάτων της Ιστορίας – πρόκειται για μια ημερομηνία ορόσημο του παρόντος και του μέλλοντος.
Ένα μέλλον που, όμως, δεν θα έρθει με αναπάντητα τα «γιατί» στον «Ψυχρό Πόλεμο» νικητής αναδείχτηκε τελικά ο καπιταλισμός και όχι ο σοσιαλισμός, όπως αυτός εκφράστηκε στον 20ο αιώνα.
Ένα μέλλον που για να έρθει πρέπει η σκληρή εμπειρία της ανατροπής να μετασχηματιστεί σε ωριμότητα ώστε να γίνει αντιληπτή εκείνη η λενινιστική παρακαταθήκη, διατυπωμένη στον κολοφώνα της επαναστατικής νίκης:
Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να  καταστρέψει και να ανατρέψει τον σοσιαλισμό εκτός από τα ίδια του τα λάθη. Κανένας και τίποτα στον κόσμο, έλεγε ο Λένιν στους επιγόνους του, δεν μπορεί να μας τσακίσει αν εμείς δεν κάνουμε καμιά υπερφυσική ανοησία.
Το να χρησιμοποιείς τις μεθόδους του καπιταλισμού στο όνομα της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού» είναι προφανώς περισσότερο κι από την «υπερφυσική ανοησία», για την οποία προειδοποιούσε ο Λένιν.

Είναι το χρέος στο παρόν και στο μέλλον που επιτάσσει να σταθούμε σε ορισμένες βασικές – κατά τη γνώμη μας – διαπιστώσεις που απορρέουν ακριβώς από τον κοσμοϊστορικής σημασίας χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης:
    Πρώτον, κινητήριος μοχλός της κοινωνικής εξέλιξης είναι η πολιτική δύναμη που απορρέει από την δυνατότητα της πλειοψηφίας των καταπιεσμένων να συμμαχήσουν μεταξύ τους. Ο Οκτώβρης του ’17 αποτελεί την επιβεβαίωση ότι η δύναμη που εκλύεται από την μετατροπή του κοινωνικού δίκιου σε πολιτική δράση είναι αστείρευτη. Είναι η απόδειξη πως ο μαρξισμός ισοδυναμεί με την ακατάβλητη ζωντάνια της σκέψης και της θεωρίας που όταν δεν γίνεται «πατρόν», δεν γίνεται «δόγμα», αλλά «νυστέρι» συγκεκριμένης ανάλυσης της κάθε φορά συγκεκριμένης κατάστασης, εργαλείο και καθοδήγηση για δράση, αποτελεί ακατανίκητο υλικό εφόδιο στην διεκδίκηση ενός άλλου κόσμου. Είναι η απόδειξη πως η πλειοψηφία του μόχθου, μέσα από την πολιτική της ενότητα και οργάνωση, με το Κόμμα της, με στρατηγική και τακτική επιστημονικά επεξεργασμένες, μπορεί να τα καταφέρει. Να θα δώσει υπόσταση σε αυτή την κοινωνική συμμαχία, να μετατρέψει το δίκιο της σε νόμο και να θέσει τις βάσεις για την  εγκαθίδρυση μιας πραγματικά δημοκρατικής εξουσίας.
    Δεύτερον, αυτή η εξουσία, η εξουσία των καταπιεσμένων, θα οικοδομηθεί στο έδαφος μιας θεμελιώδους διαφοράς σε σχέση με κάθε προϋπάρχουσα εξουσία: Η διαφορά είναι ότι οι «εργάτες του αμονιού και του πνεύματος», οι αγρότες, οι υπάλληλοι, τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, θα ξέρουν ότι όραμά τους δεν είναι ο κρατισμός άλλου τύπου, αλλά ότι αποστολή τους είναι να κρατήσουν τη δική τους εξουσία μόνο για όσο χρόνο χρειαστεί, ώστε να καταργηθεί κάθε εξουσία και κάθε εκμετάλλευση.
   Τρίτον, η οικοδόμηση αυτή, για να είναι στέρεη, όπως δεν θα παραιτηθεί ποτέ από την αρχή «ποιος ο πλούτος των άστρων όταν λείπει το ψωμί από το τραπέζι», έτσι και δεν θα πρέπει να ξεχάσει – ποτέ – πως «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Που σημαίνει μια κοινωνία έξω από τη σφαίρα του «γκρίζου». Οικοδομημένη στο έδαφος μιας νέας συλλογικότητας. Οπου στη θέση της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης του παλιού καταμερισμού εργασίας οι νέες κοινωνικές σχέσεις θα έχουν ως βάση τους το «όλη η εξουσία στα Σοβιετ». Και όπου η εργατική δημοκρατία πάνω στο έδαφος της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής δεν θα υποβιβάζεται σε οικονομισμό. Δεν θα μετρά την πρόοδό της με όρους επιτευγμάτων του ανθρώπου – «στρατιώτη» ή με δείκτες κατανάλωσης του ανθρώπου – «καταναλωτή». Αλλά θα αντανακλάται και θα οξυγονώνεται από την καθημερινή δράση των μαζών σε όλους τους τομείς της ζωής. Θα αποδίδει όλες τις ελευθερίες στα μέλη της  χωρίς καμία ανοχή στο «σαράκι» των καταστροφικών παρεκτροπών που συνιστά η απομάκρυνση από την ένδειξη της σοσιαλιστικής πυξίδας: «Η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».
   Τέταρτον, η οικοδόμηση αυτή δεν θα έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας αν δεν διενεργείται και αν δεν ελέγχεται, σε κάθε βήμα της, κάθε στιγμή, από αυτούς στους οποίους αναφέρεται. Αν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου που αναμφισβήτητα εξασφαλίζει ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής δεν πηγαίνει χέρι – χέρι με την λαϊκή εγρήγορση για την προάσπισή του. Αν δεν αποτελεί προϊόν συνειδητής δράσης  σε όλα τα επίπεδα λήψης και εκτέλεσης των αποφάσεων που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Αν δεν εξοβελιστεί οποιαδήποτε μηχανιστική πρακτική που μπρος στον άθλο της κατάργησης των ταξικών διαιρέσεων θα κάνει τα στραβά μάτια στις «αναπόφευκτες» κοινωνικές διαστρωματώσεις, γεγονός που γεννά αφενός την προνομιούχα γραφειοκρατία των «υπευθύνων» αφετέρου την παθητικοποίηση και αδιαφορία των «ανεύθυνων».
    Πέμπτον, η οικοδόμηση αυτή δεν θα έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας αν δεν παρθούν όλα τα μέτρα που θα εγγυώνται ότι το άνοιγμα της αυλαίας ενός «άλλου» κόσμου χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι η Ιστορία της ισότητας και όχι της εξομοίωσης. Της κατεύθυνσης όλων σε μια πορεία προς τα πάνω και όχι της ισοπεδωτικής εξίσωσης προς τα κάτω. Της παροχής στον καθένα ό,τι του ανήκει με βάση την προσφορά του και τις ανάγκες του, που μεταξύ άλλων σημαίνει: Όχι στην ομοιομορφία, αλλά και αμείλικτη αντιμετώπιση φαινομένων απόσπασης μιας νομενκλατούρας κρατικών ιθυνόντων από την κοινωνία στο όνομα μιας προσχηματικής «διαφορετικότητας» που επιστρατεύεται σαν άλλοθι γέννησης προνομιούχων στρωμάτων και αποτελεί την πρώτη ύλη για την ναρκοθέτηση συνολικά της ανώτερης μορφής δημοκρατίας που συνάδει με τον σοσιαλισμό.
   Έκτον, στην οικοδόμηση μιας πραγματικά δημοκρατικής εξουσίας που αποστολή της έχει να καταργήσει κάθε εξουσία και κάθε εκμετάλλευση, δεν χωρούν ξεστρατίσματα με την παρείσφρηση «αγοραίων» λογικών που δημιουργούν έδαφος για κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό. Ούτε, φυσικά, λοξοδρομίσματα που αποκοιμίζουν όπως οι  «αφελείς» παρεκκλίσεις περί «ειρηνικών συνυπάρξεων» με τον ιμπεριαλισμό, η μάχη με τον οποίον είναι διαρκής. Όχι, όμως, στο έδαφος που εκείνος θέλει, δηλαδή στο έδαφος της «οικονομίας του πολέμου», αλλά πρώτα και κύρια – με ταυτόχρονη εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων αποτροπής της επιθετικότητάς του – στο έδαφος της κοινωνικής οικονομίας και της ειρήνης.
Έβδομονμια τέτοια εξουσία, μια τέτοια κοινωνία, έχει κάθε λόγο να επιδιώκει κάθε στιγμή την κοινοποίηση των επιτευγμάτων της, να επιθυμεί την σύγκρισή της με την αντιδημοκρατικότητα, την καταπίεση, την ανελευθερία και την ανέχεια που επικρατεί στον καπιταλισμό, είναι  μια ανοικτή κοινωνία που ταυτόχρονα με την οργάνωση όλων των μηχανισμών υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας επιτελεί το διεθνιστικό της καθήκον και έτσι: Δίνοντας την δυνατότητα σε όλους εντός και εκτός χώρας να κρίνουν και να συγκρίνουν, επί τόπου, την ανωτερότητά της σε σχέση με τον καπιταλιστικό κόσμο.
     
Μα είναι δυνατόν να συμβούν αυτά; Είναι «ρεαλιστικό» να μιλάμε στην εποχή του φιλοτομαρισμού, της συνθηκολόγησης και του «ο καθένας για την πάρτη του» για «άλλους δρόμους», για «επαναστάσεις και κουραφέξαλα»;
Τα λόγια του Μπάιρον, που διατυπώθηκαν εκατό χρόνια πριν από τον Μαγιακόφσκι, ηχούν – για όσους θέλουν να ακούνε – το ίδιο επίκαιρα και εκατό χρόνια μετά τον Μαγιακόφσκι: Ναι, έλεγε,
«η επανάσταση σε μερικούς μπορεί να μην αρέσει μα είναι ο μόνος σίγουρος και δίκαιος τρόπος να καθαρίσεις απ’ το ρίπος τους ανθρώπους».

Προφανώς και αυτός ο «άλλος» δρόμος αποδείχτηκε ότι είναι κάτι παραπάνω από δύσκολος. Ότι έχει επικίνδυνα ζιγκ ζαγκ και ενίοτε δραματικά πισωγυρίσματα. Ότι αν δεν αντιμετωπίσει τις παρεκκλίσεις και τις καταστροφικές παρεκτροπές, τότε κινδυνεύει από κάτι χειρότερο: Τον εκφυλισμό.
Πιστεύουμε, όμως, ότι λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα «κατορθώματα» των νικητών, όσο και τα λάθη αλλά και τα επιτεύγματα αυτής της 70χρονης πορείας, έχουμε κάθε λόγο να το υποστηρίξουμε:
Απέναντι στον «ρεαλισμό», στη «δημοκρατία» και στην «κανονικότητα» που θέλει το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού να κατέχει το 99% του παγκόσμιου πλούτου, ο δρόμος που κοινωνικοποιεί τα επιτεύγματα του ανθρώπινου μόχθου και της ανθρώπινης νόησης είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος που αξίζει να περπατηθεί – με την πιο ασφαλή πυξίδα που προσφέρει πια η γνώση της προηγούμενης προσπάθειας – ώστε ο άνθρωπος της εργασίας να δραπετεύσει από το «βασίλειο» της ανάγκης και να κατακτήσει το «βασίλειο» της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της προόδου.
Θα πει κανείς ότι τα παραπάνω είναι μια ωδή στην «ουτοπία». Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια καλοδεχούμενη «κατηγορία»:
«Ένας χάρτης του κόσµου που δεν περιέχει την Ουτοπία – έλεγε ο Οσκαρ Ουάιλντ – δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν, γιατί αφήνει έξω τη µόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα πάντα θα προσγειώνεται. Κι όταν προσγειωθεί, κοιτάζει πέρα και, βλέποντας µια καλύτερη χώρα, ξεκινάει για εκεί. Πρόοδος είναι η υλοποίηση της µιας µετά την άλλη Ουτοπίας»

Παραλογισμός είναι να εμφανίζετε σαν «κανονικότητα» την δυστοπία ενός κόσμου όπου τα θησαυροφυλάκια 8 Κροίσων ξεπερνούν τα υπάρχοντα του μισού πληθυσμού της Γης!
Σίγουρα αυτή η «ουτοπική» πορεία αναδηµιουργίας και αναγέννησης του κόσμου, η ευτοπία υπέρβασης της βαρβαρότητας που όσοι την απεύχονται πασχίζουν να την ξορκίσουν σαν ονειροφανταστική «ουτοπία», δεν είναι εύκολη.
Είναι όµως µια πορεία απείρως ευκολότερη και από άποψη αποτελεσµάτων – όπως απέδειξε η Οκτωβριανή Επανάσταση – πρόδηλα ρεαλιστικότερη, σε αντίθεση µε τον αδιέξοδο δρόµο των ανυπολόγιστων, µάταιων και αβάσταχτων θυσιών στις οποίες υποβάλλεται ο λαοί για να βγαίνουν κερδισµένοι οι πλουτοκράτες και το σάπιο πολιτικό τους σύστηµα.
    Οι μετρ του εξυπνακισµού, φυσικά, επιμένουν: «Ναι», θα µας πουν ειρωνικά, «αλλά όση “αλήθεια” κι αν κρύβουν τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης, όση  “σοφία” κι αν κρύβουν τα λόγια του Λένιν ή του Μαρξ, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα “καθεστώτα’’ που δημιουργήθηκαν από τον Λένιν και τους οµοίους του κατέρρευσαν».
Από τέτοιες τοποθετήσεις του συρµού άλλο τίποτα. Αυτού του τύπου οι αναγνώσεις της Ιστορίας είναι τόσο «εμβριθείς», ώστε να µην προκαλείται πια καµία εντύπωση.
Σε κάθε περίπτωση, είτε οι «νεκροθάφτες» του σοσιαλισμού παριστάνουν τους ανιστόρητους είτε όντως αγνοούν ακόµη και τα στοιχειώδη, είναι δεδομένο ότι εκατό χρόνια μετά από εκείνη την Επανάσταση, η Παλινόρθωση που έχει συντελεστεί θέλει να σβήσει τα ίχνη της, να θάψει τα επιτεύγματά της και να ελεεινολογήσει τους ηγέτες της.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Συνέβη με την Γαλλική Επανάσταση και τον Ροβεσπιέρο, συνέβη με τις αστικές επαναστάσεις του 1848, συνέβη με τους Γάλλους κομμουνάρους και την Παρισινή Κομμούνα.
Αλλά κάθε φορά που η παλινόρθωση νομίζει ότι έσβησε με την γομολάστιχά της τις πολιτικές και εξεγερτικές παρακαταθήκες των ανθρώπων, πάντα έρχεται η στιγμή που βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με τον γενικό νόμο κίνησης της Ιστορίας:
Είναι αυτή η σπειροειδής ιστορική κίνηση που παρά τα πισωγυρίσματα, τα ξεστρατίσματα και τις ήττες, το κάθε προηγούμενο κοινωνικό άλμα θα αποτελεί το βατήρα και το έδαφος για το επόμενο πιο στέρεο άλμα. Διότι, όπως ορθά το διατύπωσε ο ιστορικός, ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης, κοιτώντας από εδώ που σήμερα βρισκόμαστε εκατό χρόνια πίσω, η Επανάσταση που συγκλόνισε τον κόσμο δεν άλλαξε τον κόσμο, αλλά «έδωσε όμως μια πειστική πρόγευση για το επερχόμενο αύριο».

Εκατό χρόνια μετά, λοιπόν, ας σταθούμε απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση, με τον τρόπο που υποδείκνυε ο μεγαλοφυής νους του Καρλ Μαρξ:
«…οι προλεταριακές επαναστάσεις, όπως οι επαναστάσεις του 19ου αιώνα κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμου τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν’ αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν:
“Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!”»
(Η 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, σελ. 286-287,Μαρξ – Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, εκδόσεις Αναγνωστόπουλος, Αθήνα 1964)
(Το παραπάνω κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο «Εμείς αρχίσαμε…, ο πάγος έσπασε…, ο δρόμος χαράχτηκε…» –  εκδόσεις ΚΨΜ)   

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας