Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 5 χρόνια από το συγκλονιστικό συλλαλητήριο της 12ης Φεβρουαρίου 2012 ενάντια στην ψήφιση του δεύτερου μνημονίου.
Η 12η Φεβρουαρίου 2012 στέκεται επιβλητική στο μεταίχμιο ανάμεσα στον «κινηματικό κύκλο» της περιόδου Μάιος 2010 – Φεβρουάριος 2012 και στον «πολιτικό κύκλο» της περιόδου Μάιος 2012 – Ιούλιος 2015, δίνοντάς μας την αφορμή και τη δυνατότητα όχι μόνο να θυμηθούμε και να μιλήσουμε γι’ αυτούς, αλλά και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τη δύσκολη περίοδο που άνοιξε ύστερα από την προδοσία και ήττα του Ιουλίου 2015 στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.
2010 – 2012: Η μεγάλη διετία των αγώνων
Στις 5 Μαΐου του 2010, μια πολύ μαζική διαδήλωση ενάντια στο πρώτο μνημόνιο, εγκαινίασε μια περίοδο μεγάλων ταξικών μαχών. Η πυκνότητα, η μαζικότητα και το βάθος των κινητοποιήσεων ήταν πρωτόγνωρες και χωρίς υπερβολή ιστορικές. Στη διάρκεια 21 μηνών, είχαμε τρεις μεγάλες κορυφώσεις, με διαδηλώσεις-συλλαλητήρια εκατοντάδων χιλιάδων στην Αθήνα, αλλά ταυτόχρονα και πολύ μαζικών διαδηλώσεων σε πολλές άλλες πόλεις – σε μερικές από τις οποίες για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Την 5η Μαΐου 2010, το διήμερο των μεγάλων διαδηλώσεων και συγκρούσεων ενάντια στο πρώτο μνημονιακό Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στις 28-29 Ιουνίου 2011 (στο πλαίσιο μιας επίμονης δίμηνης κινητοποίησης με κέντρο το Σύνταγμα, που έμεινε στα χρονικά των κοινωνικών αγώνων σαν «κίνημα των πλατειών») και τη 12η Φεβρουαρίου 2012. Καθεμιά από αυτές τις κορυφώσεις ήταν απ’ αυτές που γράφονται στην ιστορία των μεγάλων στιγμών του κινήματος αντίστασης.
Το κράτος «έκτακτης ανάγκης» των μνημονίων αντιμετώπισε το κύμα αυτό των αγώνων με εξίσου πρωτοφανείς -για τη μεταπολιτευτική περίοδο- μεθόδους καταστολής: με χημικό πόλεμο, με εκτεταμένη προληπτική καταστολή, με «επιχειρησιακά δόγματα» διάλυσης μαζικών διαδηλώσεων βγαλμένα από τις πρακτικές αυταρχικών καθεστώτων «άλλου καιρού».
Το αποτέλεσμα αυτής της «δράσης και αντίδρασης» κινήματος – κρατικού αυταρχισμού ήταν η εκπαίδευση μιας μαζικής αγωνιστικής πρωτοπορίας σε συνθήκες πραγματικής μάχης με το αστικό – μνημονιακό σύστημα και τους μηχανισμούς του και η δημιουργία μιας «συλλογικής ευφυΐας» στο πώς να οργανώσουμε αυτή τη μάχη: με γενικές απεργίες (ήταν η περίοδος με τις περισσότερες γενικές απεργίες σε τόσο σύντομο διάστημα στην ιστορία του εργατικού κινήματος!), με διάχυση των αντιστάσεων σε κλαδικό επίπεδο και στις γειτονιές, με ελπιδοφόρα πειράματα αυτο-οργάνωσης (επιτροπές σε γειτονιές, μορφές αυτο-οργάνωσης του κινήματος των πλατειών»), με ενότητα στη δράση, με σκληρή μαθητεία στο πώς να οργανωνόμαστε και να «στεκόμαστε στο δρόμο» ενάντια στις δυνάμεις καταστολής κ.λπ.
Η πολιτική απάντηση
Το «δεύτερο κύμα» αυτής της περιόδου, με το «κίνημα των πλατειών» το Μάιο – Ιούνιο 2011, στράφηκε αυθόρμητα ενάντια στο πολιτικό «γενικό επιτελείο» των μνημονίων: την κυβέρνηση σαν πολιτικό τους όργανο και τη Βουλή σαν νομοθετικό τους όργανο. Το «Φύγετε!» και η εγκατάσταση του κινηματικού «στρατηγείου» στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από τη Βουλή, συνιστούσε ήδη μια πολιτική αναβάθμιση του «Εμείς ή αυτοί», που αποτέλεσε την ταξική σημαία του κινήματος αντίστασης σε όλο αυτόν τον κύκλο αγώνων.
Η ίδια η λογική της ταξικής αντιπαράθεσης οδηγούσε αναπόφευκτα στο να συνδυαστεί η μαζική κινηματική αντίσταση με την πολιτική εναλλακτική. Το «κυνήγι του πολιτευτή» από το φθινόπωρο του 2011, η πίεση πάνω στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και η τελική της κατάρρευση το Νοέμβριο του 2011, οι «αντιπαρελάσεις» του κινήματος την 28η Οκτωβρίου 2011 κ.λπ. έβαζαν εκ των πραγμάτων στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής απάντησης, της πολιτικής εναλλακτικής.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η πολιτική απάντηση δεν συνδυάστηκε με τη συνέχεια και κλιμάκωση των κοινωνικών αγώνων, και ότι αυτό είχε αποτέλεσμα την υποχώρηση του κινήματος, την ανάθεση και τη δημιουργία των όρων για την προδοσία του Ιουλίου του 2015. Ωστόσο, δεν ήταν αναπόφευκτο ούτε «μοιραίο» να εξελιχτούν έτσι τα πράγματα. Η μαζική πρωτοπορία του αγώνα δεν προσχώρησε «αυτομάτως» και «αναπόφευκτα» στη λογική της ανάθεσης ύστερα από το μεγάλο εκλογικό «ξεπέταγμα» των εκλογών του Μαϊου – Ιουνίου του 2012, αλλά επειδή το εργατικό κίνημα και η Αριστερά ηττήθηκαν στη μάχη.
Η υποχώρηση και η ήττα
Οι κοινωνική αγώνες δεν έπαψαν ύστερα από τη μεγάλη 12η Φλεβάρη του 2012, άλλαξαν όμως κλίμακα και «εστία»: από τις μεγάλες, κεντρικές συγκεντρώσεις δύναμης και αναμετρήσεις με επίκεντρο τα μεγάλα συλλαλητήρια των γενικών απεργιών της πρώτης περιόδου, περάσαμε σε «επιμέρους» μάχες με κεντρική πολιτική σημασία: μάχη ενάντια στην επιστράτευση των εργαζομένων στο μετρό τον Ιανουάριο του 2013, κινητοποίηση ενάντια στο κλείσιμο της ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2013, απεργία των καθηγητών το Μάιο και Σεπτέμβριο του 2013. Στους αγώνες αυτούς το δίλημμα ήταν απόλυτο: ή θα νικούσαν ανατρέποντας τη μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ή θα συντρίβονταν στερώντας από το σχέδιο της πολιτικής ανατροπής («κυβέρνηση της Αριστεράς») το ανατρεπτικό του περιεχόμενο και τις κινηματικές προϋποθέσεις για να νικήσει.
Μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2013, είχε δοθεί και είχε χαθεί η κρίσιμη μάχη να συνδυαστεί η κινηματική παλίρροια με το σχέδιο της πολιτικής ανατροπής.
Η Αριστερά μπήκε σε αυτή τη μάχη διασπασμένη και άτολμη. «Έπραξε το καθήκον της», κι αυτό σε διεσπαρμένη τάξη, αλλά ως εκεί. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας βάλει ήδη πλώρη για την προετοιμασία του συμβιβασμού με το εγχώριο και διεθνές σύστημα, ήταν «τυπικώς εντάξει» (στην απεργία των καθηγητών, ούτε καν αυτό…), αλλά στην πραγματικότητα εχθρική με οποιαδήποτε ιδέα ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης από ένα κοινωνικο-πολιτικό κίνημα ανατροπής. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ πήγε πολύ πέρα από αυτό, αλλά δεν μπόρεσε να σπάσει το «φράγμα» της ηγεσίας. Τέλος, το εργατικό κίνημα, υπό το βάρος του μακρόχρονου γραφειοκρατικού εκφυλισμού και της προδοτικής ηγεσίας που εκπροσωπούσε ο Παναγόπουλος, αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να πάει μακρύτερα από στερεότυπες «αγωνιστικές εκκλήσεις» και «καθιερωμένες» μορφές κινητοποίησης, εντελώς ανεπαρκείς για αγώνες και νίκες που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μια ανατρεπτική δυναμική.
Η ανάθεση, λοιπόν, δεν ήταν το «μοιραίο» αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης των αγώνων και της στροφής της μαζικής αγωνιστικής πρωτοπορίας στην πολιτική εναλλακτική, αλλά το «μοιραίο» αποτέλεσμα μιας μάχης που χάθηκε, κυρίως στο μεταβατικό και κρίσιμο 2013. Με τη σειρά της, αυτή η μάχη χάθηκε εξαιτίας της αδυναμίας να υπερκεραστεί το παραλυτικό φορτίο του γραφειοκρατικού εκφυλισμού στο εργατικό κίνημα, αλλά και της ρεφορμιστικής ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά γενικότερα.
Τι απέγινε η «λάβα»;
Δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου να εξετάσει την ήττα και πολιτική προδοσία του καλοκαιριού του 2015. Είναι όμως απόλυτα μέσα στο αντικείμενό του να θέσει το ερώτημα: τι απέγινε η «λάβα» της 12ης Φλεβάρη 2012; Μια πρώτη απάντηση μας έδωσε η συγκλονιστική κινητοποίηση για το «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015: αυτή η «λάβα», η αγωνιστική εμπειρία και η «συλλογική ευφυϊα» δεν χάθηκαν. Είναι ωστόσο επικίνδυνο να τα εκθέτουμε στην φθορά, την κατάτμηση και τον εκφυλισμό της μακροχρόνιας απραξίας. Ό,τι δεν έχει ακόμη χαθεί, μπορεί κάλλιστα να χαθεί πολύ σύντομα, γεγονός που θα υποχρεώσει οποιοδήποτε νέο ξεκίνημα να αρχίσει από πολύ πίσω…
Η λύση δεν βρίσκεται στην αναδίπλωση σε αποκλειστικά κινηματικά καθήκοντα ούτε σε μια πολιτική στρατηγική που εμπνέεται από τον εκλογικισμό και τον «κοινοβουλευτικό δρόμο», αλλά στο να συνδυάσουμε σε ενιαίο σχέδιο την ανασυγκρότηση του κινήματος αντίστασης με την ανασυγκρότηση μιας μαζικής Ριζοσπαστικής – Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που θα έχει ενσωματώσει στην πολιτική της τα κρίσιμα διδάγματα από τη μεγάλη πενταετία των αγώνων 2010-2015 και την ήττα του καλοκαιριού του 2015.
*Αναδημοσίευση από την “Εργατική Αριστερά”, φ. 377 (8/2/2017).