Η ιστορική εμπειρία της ΝΕΠ και η σημασία της για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό
Εισαγωγή
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, φέρνει στο προσκήνιο κρίσιμα ερωτήματα αλλά και πολύτιμα διδάγματα, από τη μεγάλη «έφοδο στους ουρανούς» που συγκλόνισε τον κόσμο, τα οποία στις σημερινές συνθήκες, της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, έχουν για το λαϊκό κίνημα όχι μόνο ιστορική αλλά και σύγχρονη σημασία. Ειδικότερα η εμπειρία της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ) που επεξεργάστηκε ο Λένιν και συνολικά η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Σοβιέτ στην πρώτη δεκαετία μετά από την κατάκτηση της εξουσίας, παρουσιάζει διαχρονικά εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλα τα επαναστατικά και ριζοσπαστικά κινήματα σε όλες τις χώρες. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε, έχοντας αφετηρία τις θέσεις του Λένιν, να κάνουμε μια συνοπτική εξέταση της ταξικής ουσίας των μέτρων της ΝΕΠ, ως μεταβατικής πολιτικής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, καθώς και των σχέσεων «σχεδίου» και «εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων» (Ε/Χ-σχέσεων) ή «πλάνου-αγοράς», στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Τα συγκεκριμένα ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων στην ΕΣΣΔ, σε όλη τη διάρκεια ύπαρξής της, από την ίδρυσή ως τη διάλυσή της το 1991. Οι μεταβατικές οικονομικές μορφές διεύθυνσης και οι πολιτικές της ΝΕΠ στη δεκαετία του 1920, έδωσαν θετικά αποτελέσματα και επέτρεψαν στη σοβιετική οικονομία να ανασυγκροτηθεί γρήγορα από τις καταστροφές του Α’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά και του εμφυλίου, καθώς της ξένης επέμβασης (Γερμανών-Γάλλων-Άγγλων ιμπεριαλιστών) και παράλληλα να τεθούν οι βάσεις για μια ολόπλευρη και βιώσιμη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Δυστυχώς, η πρόωρη κατάργησή της στο τέλος της δεκαετίας του 1920 περιόρισε αυτές τις δυνατότητες. Αργότερα, με το 20ό Συνέδριο στη δεκαετία ’50 και πολύ αργότερα με την Περεστρόικα, συνειδητοποιήθηκε ο λαθεμένος χαρακτήρας πολλών επιλογών και επιχειρήθηκε μια στροφή σε μεταρρυθμίσεις που από πολλές απόψεις θύμιζαν μέτρα της ΝΕΠ, χωρίς ωστόσο να υπάρξει μια αντίστοιχη θεμελίωσή τους σαν εκείνη που είχε δώσει ο Λένιν. Κατά συνέπεια η συζήτηση για το χαρακτήρα της ΝΕΠ παραμένει επίκαιρη για άντληση διδαγμάτων σχετικά με τις προοπτικές και τις δυσχέρειες της σοσιαλιστικής μετάβασης στην εποχή μας.
Η μετάβαση στο σοσιαλισμό και η εμπειρία της ΝΕΠ
Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεωρητικές επεξεργασίες των κλασικών του μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν), οι διαδικασίες μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ξεκινούν με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τη «μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη».1 Η νέα πολιτική εξουσία που αποτελεί ανώτερη μορφή δημοκρατίας,2 προχωρά στην «κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής» και το πέρασμά τους στα χέρια των ίδιων των εργαζόμενων.3 Καταργεί επίσης την ταξική εκμετάλλευση και εφαρμόζει ορθολογική, με βάση σχέδιο, κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων στους διάφορους κλάδους της οικονομίας, εξασφαλίζοντας την αναλογική ανάπτυξη, με στόχο την ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών.4 Στο βαθμό που «οι εμπράγματοι όροι παραγωγής αποτελούν συνεταιριστική ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών», προκύπτει η δυνατότητα εφαρμογής «της διανομής των μέσων κατανάλωσης με βάση την εργασία».5
Ταυτόχρονα πραγματοποιούνται ριζοσπαστικές αλλαγές σε όλο το θεσμικό εποικοδόμημα (κράτος, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, κ.ά.), που ανοίγουν δρόμους ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζόμενων στη διεύθυνση των οικονομικών και κοινωνικών υποθέσεων, μαζί και νέους ορίζοντες στην πνευματική ζωή της κοινωνίας, στην προοπτική της μετάβασης της από το «βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».
Η περίοδος μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, είναι μια περίοδος ριζοσπαστικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών και έντονης ταξικής πάλης. Όπως σημειώνει ο Λένιν, η συγκεκριμένη «περίοδος δεν μπορεί να μην είναι παρά περίοδος αγώνα ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται, με άλλα λόγια ανάμεσα στο νικημένο καπιταλισμό, που όμως δεν συντρίφτηκε ολότελα και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε, αλλά που είναι ακόμα πολύ αδύνατος».6 Το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της μεταβατικής περιόδου είναι διαδικασία βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών υπέρβασης των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, σε καινούργιες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το επίπεδο ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων» της κοινωνίας, οι εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, κ.ά., παίζουν κρίσιμο ρόλο στους ρυθμούς και τις μορφές των κοινωνικών αλλαγών, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ως την οριστική νίκη του σοσιαλισμού.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων, μετά την κατάληψη της εξουσίας, πέρασε από τρεις διακριτές φάσεις, που όλες τους εξυπηρετούσαν τον κεντρικό πολιτικό στόχο της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή τη νίκη του σοσιαλισμού πάνω στον καπιταλισμό. Η πρώτη περίοδος, ήταν από τον Οκτώβρη του 1917 ως το καλοκαίρι του 1918, η δεύτερη («πολεμικός κομμουνισμός»), από το καλοκαίρι του 1918 ως τις αρχές του 1921 και η τρίτη (περίοδος ΝΕΠ), από τις αρχές του 1921 ως το 1928. Στην πρώτη περίοδο, εφαρμόστηκε η πολιτική εθνικοποίησης μόνο της μεγάλης βιομηχανίας, των τραπεζών, κ.ά., καθώς και το μέτρο της «καταγραφής και του ελέγχου» της παραγωγής και διανομής των προϊόντων στις κρατικές επιχειρήσεις (εργατικός έλεγχος με εθνικοποίηση λίγων μεγάλων επιχειρήσεων, τραπεζών, κ.ά.), ώστε να αποκτήσουν οι εργάτες εμπειρία στη διεύθυνση των επιχειρήσεων, παράλληλα με την αποκατάσταση της εργασιακής πειθαρχίας για αύξηση της παραγωγικότητας. Το Δεκέμβρη του 1917 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας, ενώ έγινε και προετοιμασία του νέου κρατικού προϋπολογισμού του 1918.
Η δεύτερη περίοδος («πολεμικός κομμουνισμός»), αρχίζει το καλοκαίρι του 1918, με το ξέσπασμα της αντεπανάστασης και της ξένης ένοπλης επέμβασης (Άγγλων – Γάλλων – Γερμανών, κ.ά.), με στόχο την κατάπνιξη της εξουσίας των Σοβιέτ. Το βασικό γνώρισμα του πολεμικού κομμουνισμού στον αγροτικό τομέα, ήταν η εφαρμογή του συστήματος «ολοκληρωτικής επίταξης» όχι μόνο του υπερ-προϊόντος αλλά και μέρους του αναγκαίου προϊόντος των αγροτών. Ο Λένιν χαρακτήρισε τον «πολεμικό κομμουνισμό» ως «στρατιωτικο-πολιτική συμμαχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Το σοβιετικό κράτος εξασφάλισε τη γη στους αγρότες και οι αγρότες έδιναν μέρος από το αναγκαίο προϊόν για τη νίκη της επανάστασης και για τη διατήρηση της γης τους.
Στον τομέα της βιομηχανίας, ο πολεμικός κομμουνισμός πήρε το χαρακτήρα της πλήρους εθνικοποίησης των μεγάλων και μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων, παραμερίζοντας την ως τότε πολιτική του εργατικού ελέγχου της παραγωγής και διανομής. Το δίλημμα που τέθηκε ήταν, είτε όλη η βιομηχανία θα γίνει το οπλοστάσιο της επανάστασης, είτε η αποδιοργάνωση θα χρησιμοποιηθεί από την αντεπανάσταση για συντριβή των σοβιέτ. Η πλήρης εθνικοποίηση της βιομηχανίας αποσκοπούσε παράλληλα να χτυπήσει σε βάθος τα οικονομικά στηρίγματα των εκμεταλλευτριών τάξεων. Εφαρμόστηκε ακόμα η αυστηρή συγκεντρωτική διεύθυνση σε όλη τη βιομηχανική παραγωγή η οποία προσανατολίστηκε στην παραγωγή ειδών για τις ανάγκες του μετώπου.
Επιβλήθηκε τέλος η υποχρεωτική εργασία, ένα μέτρο που στρεφόταν ενάντια στους εκμεταλλευτές, αλλά και για την κινητοποίηση εργασιακών εφεδρειών για τις ανάγκες του μετώπου, ενώ από την άλλη καταργήθηκε το εμπόριο και επεβλήθη η κατανομή των αγαθών σύμφωνα με δελτίο. Το μέτρο είχε στόχο να πλήξει τους κερδοσκόπους, αλλά και να συγκεντρώσει διάφορα είδη για τις ανάγκες του πολέμου. Αντίθετα οι κοινωνικές υπηρεσίες, νερό, φως, κ.ά., παρέχονταν δωρεάν. Συνοπτικά η πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού ήταν μια βίαιη προσωρινή πολιτική, με σκοπό την υπεράσπιση της επανάστασης από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Η τρίτη περίοδος, η περίοδος της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ), αρχίζει μετά τη συντριβή της αντεπανάστασης. Λόγω του πολέμου (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος), του εμφυλίου πολέμου και της ξένης επέμβασης, η οικονομία της Ρωσίας ήταν σχεδόν κατεστραμμένη. Η βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 14% της παραγωγής του 1913, παρόμοια είχε μειωθεί και η αγροτική. Η μαύρη αγορά απλωνόταν, η πείνα θέριζε, ενώ πολλοί έφευγαν από τη Ρωσία. Από την άλλη η δυσφορία των αγροτών κατά του «πολεμικού κομμουνισμού», όλο και δυνάμωνε. Η ανάγκη αλλαγής οικονομικής πολιτικής έμπαινε επιτακτικά.
Ο Λένιν, στη βάση του σχεδίου οικοδόμησης του σοσιαλισμού που είχε επεξεργαστεί την άνοιξη του 1918,7 αλλά και με βάση τα νέα δεδομένα, επεξεργάστηκε τους βασικούς άξονες της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ), τους οποίους ενέκρινε το 10ο Συνέδριο του Κόμματος των Μπολσεβίκων, το Μάρτη του 1921. Βασικός σκοπός της ΝΕΠ ήταν, μέσα από την αναζωογόνηση των εμπορευματικών σχέσεων (αγορά) και τόνωση ως ένα βαθμό των καπιταλιστικών στοιχείων, να επιτευχθεί η ανάπτυξη της παραγωγής και η οικονομική ανόρθωση της χώρας, με ταυτόχρονο δυνάμωμα της οικονομικής συμμαχίας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και τελικό στόχο τη νίκη του σοσιαλισμού.
Το πλαίσιο βασικών αρχών της ΝΕΠ προέβλεπε τα εξής:8
• Εθνικοποίηση μόνο των βασικών μέσων παραγωγής.
• Δυνατότητα ανάπτυξης της μικρο-εμπορευματικής παραγωγής και ενίσχυση των οικονομικών δεσμών εργατών-αγροτιάς μέσω των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων.
• Δυνατότητα λειτουργίας ξένων (εκχωρήσεις) ή εγχώριων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και προσανατολισμό τους (με ρυθμίσεις) στην ανόρθωση της οικονομίας.
• Διατήρηση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων σε στρατηγικούς κλάδους κάτω από τον έλεγχο του σοβιετικού κράτους.
• Αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος, αυξημένος ρόλος των εμπορικών τραπεζών.
• Υποβοήθηση της ανασυγκρότησης των παραγωγικών δυνάμεων με πλήρη αξιοποίηση των ηθικών και υλικών κινήτρων στην εργασία.
• Αξιοποίηση αστών ειδικών στην παραγωγή.
• Πολιτική βαθμιαίου περιορισμού των καπιταλιστικών στοιχείων.
Τα ειδικότερα οικονομικά μέτρα της ΝΕΠ αφορούσαν:9
Α) Αντικατάσταση της επίταξης του υπερπροϊόντος των αγροτών με το «φόρο σε είδος», που ήταν αναλογικά δύο φορές μικρότερος, πράγμα που έδωσε κίνητρο αύξησης της παραγωγής στους αγρότες. Ο φόρος σε είδος επιβαλλόταν πριν από τη σοδειά και διαφοροποιούταν ανάλογα με την κατάσταση των νοικοκυριών, δίνοντας έτσι ώθηση στην αύξηση της παραγωγής και την καλλιέργεια νέων εκτάσεων. Ενίσχυσε τους δεσμούς της αγροτιάς με τους εργάτες.
Β) Κατάργηση της απαγόρευσης του εμπορίου (εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων) που είχε επιβληθεί επί πολεμικού κομμουνισμού. Δημιουργήθηκε κρατική επιτροπή εμπορίου που ρύθμιζε τους κανόνες λειτουργίας του. Εκτός από την ανάπτυξη του ιδιωτικού εμπορίου δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη του συνεταιριστικού εμπορίου. Η επαναλειτουργία του εμπορίου ενίσχυσε τους οικονομικούς δεσμούς της πόλης με το χωριό και έδωσε τη δυνατότητα στους αγρότες, πώλησης του πλεονάσματος παραγωγής για την αγορά βιομηχανικών προϊόντων. Η αναζωογόνηση του εμπορίου (χονδρικό και λιανικό) ενίσχυσε τα καπιταλιστικά στοιχεία, τόσο στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όσο και στη σφαίρα της παραγωγής (μικρομεσαία βιομηχανία).
Γ) Παραχωρήθηκαν με ενοίκιο για εκμετάλλευση διάφορες Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που είχαν επιταχθεί επί πολεμικού κομμουνισμού. Και αυτό το μέτρο είχε ως συνέπεια την ενίσχυση των καπιταλιστικών στοιχείων.
Δ) Εφαρμογή κρατικού καπιταλισμού, με την υπογραφή συμβολαίων εκμετάλλευσης φυσικών πόρων με συμμετοχή του κράτους, από εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις, με ταυτόχρονη εφαρμογή της «καταγραφής και του έλεγχου» της παραγωγής και διανομής εκ μέρους των εργατών.
Ε) Κατάργηση της αυστηρής συγκεντρωτικής διεύθυνσης που είχε επιβάλλει ο πολεμικός κομμουνισμός και πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων στο σύστημα της κοστολόγησης και των αρχών της «οικονομικής ιδιοσυντήρησης», για αύξηση της παραγωγής και ενίσχυση της αποδοτικότητας τους.
Στη δέσμη των πιο πάνω μέτρων, αργότερα προστέθηκαν σειρά από άλλα μέτρα, όπως η νομισματική μεταρρύθμιση (1922-24), ενώ διατηρήθηκαν σε ισχύ τα μέτρα εθνικοποίησης των τραπεζών και το κρατικό μονοπώλιο εξωτερικού εμπορίου, κ.ά., που είχαν ληφθεί στην πρώτη φάση.
Τα οικονομικά μέτρα της ΝΕΠ, ως προς το ταξικό τους περιεχόμενο, είχαν αντιφατικό χαρακτήρα. Ο Λένιν επισήμανε σχετικά ότι «τώρα επιτρέπεται να αναπτύσσεται το ελεύθερο εμπόριο και ο καπιταλισμός, που όμως ρυθμίζονται από το κράτος, ενώ από το άλλο μέρος οι κρατικές επιχειρήσεις περνούν στη λεγόμενη αρχή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης, δηλαδή στην ουσία σε σημαντικό βαθμό σε εμπορικές και καπιταλιστικές αρχές. Το προλεταριακό κράτος χωρίς να αλλάξει την ουσία του, μπορεί να επιτρέψει την ελευθερία του εμπορίου και την ανάπτυξη του καπιταλισμού μόνο ως ένα ορισμένο βαθμό και μόνο με τον όρο, ότι το ελεύθερο εμπόριο και ο ιδιωτικός καπιταλισμός θα υπόκεινται σε ρύθμιση (επίβλεψη, έλεγχο, καθορισμό των μορφών, της τάξης πραγμάτων, κλπ) από το κράτος».10
Τα μέτρα της ΝΕΠ συνετέλεσαν στην αναζωογόνηση της παραγωγής και στην εδραίωση της σοβιετικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσαν τα καπιταλιστικά στοιχεία. Δίπλα στα παλιά υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων, εμφανίστηκε ένα νέο στρώμα νεόπλουτων, οι «νέπμεν», γεγονός που καθόρισε και την κύρια οικονομική αντίθεση της μεταβατικής περιόδου, η οποία συμπυκνώθηκε στο δίλημμα «ποιος-ποιον». Δηλαδή ποια τάξη θα ηγεμονεύσει στις εξελίξεις και θα δημιουργήσει τους όρους για να νικήσουν τα καπιταλιστικά στοιχεία ή ο σοσιαλισμός;11
Ο Λένιν γνωρίζοντας τους κινδύνους από την αναζωογόνηση των καπιταλιστικών στοιχείων, θεωρούσε ότι κάνοντας ένα βήμα πίσω, διευκόλυνε τη σοβιετική εξουσία να κάνει στη συνέχεια δύο βήματα εμπρός. Εκτιμούσε ότι ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας και ο τομέας του κρατικού καπιταλισμού, με ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο του σοβιετικού κράτους και εργατικό έλεγχο (καταγραφή και έλεγχο της παραγωγής και διανομής, προστασία εργατικών δικαιωμάτων, κ.ά.), μπορούσε να κερδίσει τη μάχη. Τελικά το αποτέλεσμα δικαίωσε τις εκτιμήσεις του Λένιν. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε όπως και η βιομηχανική, ενώ βελτιώθηκε η κατάσταση των αγροτών και των εργατών. Η αγροτική παραγωγή το 1925 είχε φθάσει το 83,7% του 1913, ενώ η βιομηχανική παραγωγή, η παραγωγικότητα εργασίας και το επίπεδο μισθών, ήταν το 1926 στα επίπεδα του 1913.
Η ΝΕΠ, η οποία, σύμφωνα με τον Λένιν, παρά τους κινδύνους της, ήταν ο κατάλληλος τρόπος προσέγγισης των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών στις συνθήκες της μετεμφυλιακής Ρωσίας, συνδεόταν επίσης στενά με το λενινιστικό σχέδιο για τον εξηλεκτρισμό. Στους λόγους και τα γραπτά του της περιόδου ο Λένιν υπογράμμιζε αδιάλειπτα ότι η προώθηση του εξηλεκτρισμού ήταν η πρώτη προτεραιότητα για τη Σοβιετική Ρωσία. Παραπέρα βήματα προς το σοσιαλισμό, στην αγροτική οικονομία και αλλού, μπορούσε να αναληφθούν μόνο με τον όρο ότι θα είχε προωθηθεί επαρκώς το πρόγραμμα του εξηλεκτρισμού. Συνόψισε αυτές τις θέσεις με δυο λακωνικές φόρμουλες: «Σοσιαλισμός = σοβιέτ + εξηλεκτρισμός» και «Από τη Ρωσία της ΝΕΠ θα βγει η σοσιαλιστική Ρωσία».
Από την άλλη, παρά την ανάπτυξη των Ε/Χ-σχέσεων, το βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, περιοριζόταν βαθμιαία όπως και των καπιταλιστικών στοιχείων. Το 1923-24 το ιδιωτικό εμπόριο ήλεγχε 57,7% του εμπορίου, ενώ το κράτος 42,3%. Το 1924-25 η κατάσταση ήταν αντίστροφη. Επίσης ο σοσιαλιστικός τομέας το 1924 είχε 80% της βιομηχανικής παραγωγής και ο ιδιωτικός μόνο 20%. Σημαντική ανάπτυξη πήρε επίσης το κίνημα των εθελοντικών συνεταιρισμών, αρχικά των προμηθευτικών και σε συνέχεια των παραγωγικών. Το 1925 υπήρχαν 54.812 συνεταιρισμοί, ενώ μέχρι το 1930 ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 3 φορές, ελέγχοντας το 25% της παραγωγής αγροτικών προϊόντων.12
Σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της ΝΕΠ έπαιξε ο Γκριγκόρι Σοκόλνικοφ, ο οποίος τοποθετήθηκε με πρόταση του Λένιν, Λαϊκός Επίτροπος Οικονομικών (υπουργός Οικονομικών), θέση που διατήρησε στα 1921-1927.13 Ο Σοκόλνικοφ ήταν υπέρ του δραστικού περιορισμού των διοικητικών μορφών διεύθυνσης της οικονομίας και ενίσχυσης των οικονομικών μοχλών, με τη χρησιμοποίηση όλου του πλέγματος των «εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων» και με ισχυρή κρατική ρύθμιση. Προχώρησε σε νομισματική μεταρρύθμιση και δημιουργία τραπεζικού συστήματος με επικεφαλής την κρατική τράπεζα Gosbank.14 Πήρε μέτρα σταθεροποίησης του ρουβλιού με την έκδοση ειδικών κρατικών τίτλων (chervonets) σε αντίκρισμα χρυσού.
Προχώρησε επίσης στη δημιουργία φορολογικού μηχανισμού και στην αντικατάσταση του φόρου σε είδος (1925), με ενιαίο αγροτικό φόρο σε χρήμα. Ήταν υπέρ του ισοσκελισμένου κρατικού προϋπολογισμού και της αποκέντρωσης των πόρων του, καθώς και της ενίσχυσης των προϋπολογισμών των τοπικών οργάνων (αυτοδιοίκησης). Επίσης ήταν υπέρ της μεγάλης μείωσης των στρατιωτικών δαπανών. Τέλος τάχτηκε κατά των υποστηρικτών της «αυτάρκειας» και θεωρούσε «αντιδραστική ουτοπία» την αποκοπή της χώρας από τη διεθνή αγορά. Ήταν υπέρ του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο και της δημιουργίας μικτών εταιριών εξωτερικού εμπορίου, για τις οποίες ωστόσο ο Λένιν είχε σοβαρές αντιρρήσεις.
Εξαιτίας της αντιφατικότητας των μέτρων της ΝΕΠ, στους κόλπους των Μπολσεβίκων υπήρξαν έντονες αντιδράσεις, από τη λεγόμενη «αριστερή πτέρυγα» για την αναζωογόνηση των καπιταλιστικών στοιχείων και το ρόλο της αγοράς. Από την άλλη οι επιτυχίες της ΝΕΠ ενίσχυαν τις απόψεις για την πλατιά χρησιμοποίηση των Ε/Χ-σχέσεων, ενώ η «κεντριστική» τάση τασσόταν υπέρ του συνδυασμού τους. Ο θάνατος του Λένιν (Απρίλης 1924) άφησε δυσαναπλήρωτο θεωρητικό και πολιτικό κενό στο Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και στην κυβέρνηση των Σοβιέτ.
Το 1928 άρχισε η εφαρμογή του πρώτου πεντάχρονου πλάνου (1928-32) το οποίο ενίσχυσε τις διοικητικές μέθοδες διεύθυνσης της οικονομίας και σηματοδότησε ουσιαστικά το τέλος της ΝΕΠ. Μπροστά στο κόμμα των Μπολσεβίκων, τέθηκαν κρίσιμα ερωτήματα για την παραπέρα κίνηση της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης στο δρόμο του σοσιαλισμού. Τα θέματα του εξηλεκτρισμού, της εκβιομηχάνισης, της αναζήτησης δρόμων υπέρβασης της μικρής παραγωγής, της συνεταιριστικοποίησης των αγροτών, κ.ά. Θέματα τα οποία περιπλέχτηκαν με εσωκομματικούς ανταγωνισμούς και «ενοχοποίηση» απόψεων αδικώντας γόνιμες αναζητήσεις. Ειδικότερα οι αντιθέσεις μεταξύ Στάλιν, Τρότσκι, Μπουχάριν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, κ.ά., «ομαδοποιήθηκαν» στην κορυφή του κόμματος, ενώ οι τελικές αποφάσεις στα συνέδρια και όργανα του ΚΚΣΕ και του Ανωτάτου Σοβιέτ, οδήγησαν σε περιθωριοποίηση απόψεων και προσώπων, εντείνοντας τις αντιθέσεις σε ηγετικό επίπεδο.
Ειδικότερα μετά την ανάδειξη του Στάλιν στην ηγεσία του κόμματος, παρά τις ρητές προειδοποιήσεις του Λένιν, η κατάπνιξη της εσωκομματικής δημοκρατίας οδήγησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 στη λήψη σοβαρών λαθεμένων αποφάσεων. Η ολοκληρωτική και βίαιη κολεκτιβοποίηση, χωρίς την ύπαρξη των αναγκαίων υλικοτεχνικών όρων, διατάραξε τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά, στη διαφύλαξη της οποίας επέμενε απόλυτα ο Λένιν. Η απροετοίμαστη προώθηση των αλλαγών προκάλεσε σοβαρές κρίσεις, όπως αγροτικές ταραχές, ο λιμός του 1932-33, με μεγάλες απώλειες σε υλικούς πόρους και ανθρώπινες ζωές. Αυτό, με τη σειρά του επέδρασε παραπέρα αρνητικά στην πολιτική και κοινωνική ζωή στην ΕΣΣΔ, με την καλλιέργεια της προσωπολατρίας, το συστηματικό παραμερισμό στελεχών που διαφωνούσαν με τον Στάλιν. Η πρακτική των «εκκαθαρίσεων» και των «δικών της Μόσχας» στην δεκαετία του 1930, κ.ά., είχε ως αποτέλεσμα να αφυδατωθεί η δημοκρατία των Σοβιέτ και να αμαυρωθούν τα ιδανικά του Οκτώβρη.15
Σχέσεις «πλάνου-αγοράς» στο σοσιαλισμό: η μετέπειτα εμπειρία της ΕΣΣΔ
Το κρίσιμο πεδίο που έμελλε να παίζει καίριο ρόλο στην παραπέρα πορεία της ΕΣΣΔ ως τη διάλυσή της στη δεκαετία του ’90, ήταν οι σχέσεις «πλάνου» και «αγοράς» δηλ. σχεδιοποίησης και εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στη λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας και στην κίνησή της προς την εμβάθυνση των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών. Για να συζητήσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι αναγκαίο να σταθούμε πρώτα στη γενική τοποθέτησή του από τους κλασικούς του μαρξισμού, που περιλαμβάνει την ανάλυσή των όρων εμφάνισης και του περιεχομένου των Ε/Χ-σχέσεων γενικά, όσο και στην περίοδο της σοσιαλιστικής μετάβασης και να αποτιμήσουμε στη συνέχεια την εμπειρία της ΕΣΣΔ.
Οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις ή σχέσεις αγοράς, αποτελούν ιστορικό προϊόν ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής που έχει ως βάση το νόμο της αξίας που καθορίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Η απλή εμπορευματική παραγωγή εμφανίστηκε στις απαρχές της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά πήρε γενικευμένη μορφή στα πλαίσια του καπιταλισμού, με τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα και την παραγωγή υπεραξίας σε όφελος των κατόχων κεφαλαίου. Στον καπιταλισμό, ο νόμος της αξίας, γίνεται νόμος παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας και τελικά νόμος κίνησης ολόκληρου του «δέντρου» των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων (τιμή, χρήμα, μισθός, κόστος, κέρδος, τόκος, επιταγή, ομόλογα, repos, κ.ά. ως τα σύγχρονα χρηματο-οικονομικά παράγωγα).
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, έδειξε ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή ενός εμπορεύματος), οδηγεί σε ταξική διαφοροποίηση των εμπορευματοπαραγωγών (καταστροφή μικρών και ενίσχυση μεγάλων). Ειδικότερα η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, που έχει ως βάση το νόμο της υπεραξίας, μετατρέπει τους εύπορους εμπορευματο-παραγωγούς σε αστούς (κεφαλαιοκράτες) και τους φτωχούς σε προλετάριους. Με βάση αυτό, ο Λένιν τόνιζε ότι «η μικρή εμπορευματική παραγωγή, γεννάει τον καπιταλισμό και την αστική τάξη, αδιάκοπα, καθημερινά, κάθε ώρα, αυτόματα και σε μαζική κλίμακα».16 Από την άλλη η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συνεπάγεται την αναρχία και τις δυσαναλογίες στην παραγωγή, καθώς σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, υψηλή ανεργία, συγκέντρωση πλούτου σε λιγότερα χέρια, κ.ά.
Εξαιτίας των ανταγωνιστικών αντιθέσεων που γεννά η λειτουργία του νόμου της αξίας (υπεραξίας) και του όλου πλέγματος των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στον καπιταλισμό, έγινε προσπάθεια κρατικής ρύθμισης της «αγοράς». Έτσι προέκυψε το σύστημα της «κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης», το οποίο εξασφάλισε, μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70, μια σχετικά ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο οι κεϋνσιανές συνταγές ρύθμισης, παρότι άμβλυναν την οξύτητα των αντιθέσεων και συνετέλεσαν σε μια δικαιότερη κατανομή εισοδήματος (κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος), δεν κατάφεραν να επιλύσουν τις ενδογενείς αντιθέσεις του συστήματος, που είχαν βαθύτερα ως κύρια αιτία τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση (ατομική και εταιρική) των παραγόμενων προϊόντων.17 Το πέρασμα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης του συστήματος όχι μόνο δεν έδωσε λύση στην αποτυχία της κρατικής ρύθμισης, αλλά οδήγησε σε νέα βαθιά κρίση της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς».
Η υπέρβαση του καπιταλισμού με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής στην ΕΣΣΔ και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εκτός από την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, επέτρεψε κατ’ αρχήν τη σχεδιασμένη συνένωση των μέσων παραγωγής και των εργασιακών δυνάμεων και την κατανομή των αποτελεσμάτων της παραγωγής, ανάλογα με την προσφορά καθενός στην παραγωγική προσπάθεια. Ταυτόχρονα άλλαξαν οι γενικότεροι όροι λειτουργίας της οικονομίας, με όραμα μια μελλοντική κοινωνία, όπου στη θέση «της διαχείρισης προσώπων θα έμπαινε η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση των λειτουργιών της παραγωγής».18
Συνοπτικά, η ιδέα μιας σχεδιασμένης διεύθυνσης της οικονομίας, με στόχο τη σταθερή άνοδο της ευημερίας όλων των πολιτών και μια ανώτερη δημοκρατία με ουσιαστική συμμετοχή του λαού στη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, την πνευματική ανάπτυξη και τη γόνιμη πολιτιστική δημιουργία, ήταν και παραμένει μόνη εναλλακτική λύση στο εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Ωστόσο οι ιστορικές εμπειρίες έδειξαν ότι η κίνηση των κοινωνιών προς το ιστορικά αναγκαίο, δεν ήταν ένας εύκολος δρόμος, όπως ίσως αρχικά είχαν οραματιστεί οι κλασικοί του μαρξισμού και μεταγενέστεροι διανοητές, ηρωικοί επαναστάτες και ριζοσπαστικά κινήματα. Αποδείχτηκε ιδιαίτερα ότι η χρήση των Ε/Χ-σχέσεων στα πλαίσια του σοσιαλισμού και ο συνδυασμός τους με τις απαιτήσεις του «σχεδίου» (πλάνου), είναι μια μακροχρόνια ανάγκη. Αυτό περιλαμβάνει πολλές δυσχέρειες και άγνωστα προβλήματα για την εξασφάλιση μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Χρειάζεται λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε πιο προσεκτικά παλαιότερες και νεώτερες θεωρητικές προσεγγίσεις και κυρίως να βγάλουμε τα αναγκαία διδάγματα από την πλούσια ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών.
Ας δούμε λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη τους αντικειμενικούς περιορισμούς του κειμένου, πού σκόνταψε κατ’ αρχήν η σχεδιοποίηση και πού οδήγησαν οι προσπάθειες υπέρβασης των προβλημάτων. Αρχικά τα 5ετή πλάνα στην ΕΣΣΔ, είχαν θεαματικά αποτελέσματα όσο συνδέονταν με την εκτατική (ποσοτική) ανάπτυξη. Η βιομηχανική παραγωγή στο πρώτο 5χρονο 1928-32 αυξανόταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κατά 23,6% ετήσια, και η εργατική τάξη διπλασιάστηκε από 3 σε 6 εκατομμύρια. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίοδο η προσοχή έπεφτε μονόπλευρα στην «ποσότητα», ενώ υπήρχαν προβλήματα σπατάλης, ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών και οργανωτικές ανεπάρκειες. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν η οικονομία πέρασε στην εντατική (ποιοτική) ανάπτυξη, οι ρυθμοί αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής και του ΑΕΠ, σταδιακά μειώνονταν και η σοβιετική οικονομία μετά το 10ο πεντάχρονο πλάνο (1976-80), βρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε κατάσταση στασιμότητας.19 Δηλαδή ο ρυθμός ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και η αξιοποίηση του εργατικού και επιστημονικού δυναμικού σε συνθήκες σχεδιοποίησης, ήταν πολύ αργός σε σχέση με τις απαιτήσεις.
Από την άλλη η επεξεργασία των πλάνων, στα πλαίσια του κεντρικού σχεδιασμού, ήταν «μια δυσκίνητη, γραφειοκρατική, χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, με μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζόμενων στην επιλογή, την επεξεργασία και υλοποίηση των στόχων… Ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός, η γραφειοκρατική επεξεργασία και οι πολλαπλοί δείκτες ελέγχου, δεν άφηναν ουσιαστικά περιθώρια πρωτοβουλιών στη δράση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων… ούτε και πολλές δυνατότητες αμφίδρομων σχέσεων μεταξύ διαφόρων επιπέδων εξειδίκευσης (Κέντρου-Δημοκρατίας-Περιφέρειας-Πόλης)… Επίσης η θεώρηση των αναγκών και ο σχεδιασμός των προϊόντων είχαν μια “στατικότητα” (π.χ. τύποι υποδημάτων που είχαν σχεδιαστεί για τις ανάγκες του πληθυσμού, έμεναν για μια πενταετία ίδιοι, όπως η τεχνολογία, οι πρώτες ύλες κλπ)…. Επίσης στο σχεδιασμένο καθορισμό των τιμών των προϊόντων, υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ πραγματικού κόστους παραγωγής και τελικής τιμής, που δεν δικαιολογούνταν από κάποιες λογικές εξαιρέσεις (χαμηλότερες τιμές σε βασικά είδη και υψηλότερες σε μη βασικά), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστική εικόνα του πραγματικού κόστους σε γενικότερη κλίμακα. Από την άλλη ο αποκλεισμός της μικρής παραγωγής στερούσε τη δυνατότητα αξιοποίησης παραγωγικών δυνατοτήτων στη βάση της συμπληρωματικότητας της μικρής προς τη μεγάλη παραγωγή», κ.ά.20
Αυτή ωστόσο ήταν η μία όψη. Η άλλη αφορούσε τη χρήση των Ε/Χ-σχέσεων.
Κατ’ αρχήν η ύπαρξη σχέσεων αγοράς στο σοσιαλισμό, απορρέει από τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και την ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ τους, την ύπαρξη διαφόρων μορφών ιδιοκτησίας (δημόσιας, συνεταιριστικής και ατομικών παραγωγών), καθώς και από την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες. Ωστόσο η λειτουργία τους δεν είναι στοιχειακή αλλά υποτάσσεται στους στόχους της σχεδιοποίησης. Η σφαίρα δράσης τους περιορίζεται (εργατική δύναμη, κοινωνικά αγαθά, υποδομές, γη, κ.ά., παύουν να είναι εμπορεύματα), ενώ η κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων στους διάφορους κλάδους γίνεται σχεδιασμένα.
Οι Ε/Χ-σχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στο σύστημα οικονομικής ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων, στον υπολογισμό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, στην κατανομή ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα εργασίας, διαμεσολαβούν σε όλες τις φάσεις αναπαραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, μεταξύ κράτους και σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, μεταξύ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων και πολιτών, με τη μεσολάβηση χρήματος και όλων των κατηγοριών της εμπορευματικής παραγωγής (τιμές, κόστος, πίστωση, κέρδος, κ.ά.). Με άλλα λόγια στο σοσιαλισμό, η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας δεν καταργούνται, αλλά υφίστανται σοβαρές αλλαγές υπό την επίδραση των νέων σχέσεων παραγωγής (κοινωνική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, σχεδιοποίηση, συρρίκνωση σφαίρας δράσης τους, κρατικές ρυθμίσεις, εποπτεία και έλεγχοι, κ.ά.).
Ωστόσο το κύριο ερώτημα παραμένει αναπάντητο: πού σταματούν τα όρια του σχεδιασμού και πού αρχίζουν οι σχέσεις αγοράς; Ποιο το βάρος του καθενός στη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας; Τέλος, πώς μπορούν να συναρθρωθούν αποδοτικά με στόχο την αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία; Πρόκειται για δύο μηχανισμούς διεύθυνσης της οικονομίας εν δυνάμει ανταγωνιστικούς μεταξύ τους, που το βάρος τους διαφοροποιείται στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Στη μεταβατική περίοδο ο ρόλος των Ε/Χ-σχέσεων, για αντικειμενικούς λόγους παραμένει ισχυρός, λόγω των διαφορετικών μορφών ιδιοκτησίας και της ανάγκης ανταλλαγών μεταξύ τους, αλλά στα πλαίσια των δεσμεύσεων του σχεδίου. Για την αποτροπή παρενεργειών που σηματοδοτεί η λειτουργία τους (τάση εμφάνισης και ανάπτυξης καπιταλιστικών στοιχείων), απαιτείται ισχυρή κρατική ρύθμιση και ουσιαστικός εργατικός έλεγχος, με στόχο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη έκφραση, οι Ε/Χ-σχέσεις έχουν το διπλό πρόσωπο του Ιανού, ενώ η χρήση τους πρέπει να βρίσκεται πάντα υπό συνεχή έλεγχο και παρακολούθηση. Και αυτό δεν αφορά μόνο τον οικονομικό μηχανισμό, αλλά και τη λειτουργία του εποικοδομήματος (πολιτικό σύστημα). Οι μορφές και τα όρια λειτουργίας τους σε συνθήκες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένα και η ιστορική εμπειρία έδειξε σοβαρές δυσχέρειες διαχείρισής τους, οφειλόμενες όχι μόνο στην απειρία της εξουσίας της εργατικής τάξης, αλλά και στο σχετικά χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης στις χώρες όπου επικράτησε η επανάσταση, στην ΕΣΣΔ όσο και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Από την άλλη το «σχέδιο», θέτοντας τις γενικές προτεραιότητες της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους πόρους (μέσων παραγωγής και εργασιακών δυνάμεων) για την ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων και τομέων της οικονομίας, προωθεί, με το ισχυρό δίκτυο κρατικών επιχειρήσεων στα βασικά μέσα παραγωγής και τις δημόσιες επενδύσεις, τη δημιουργία των αναγκαίων τεχνικο-οικονομικών και κοινωνικών υποδομών, την παροχή δωρεάν (ή με πολύ χαμηλό τίμημα) στους πολίτες των βασικών κοινωνικών αγαθών (υγείας, παιδείας, κατοικίας, συγκοινωνιών, υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κ.ά.). Ταυτόχρονα αξιοποιεί τις Ε/Χ-σχέσεις και εν γένει τους «οικονομικούς μοχλούς ρύθμισης» (τραπεζικές πιστώσεις, επιτόκιο, φορολογία, έλεγχος τιμών, δημόσιες δαπάνες, κ.ά.), για τον υπολογιστικό-λογιστικό έλεγχο της αποδοτικής διαχείρισης των κρατικών πόρων, την κατανομή σύμφωνα με την ποσότητα και ποιότητα εργασίας, την ενθάρρυνση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αύξηση της αποδοτικότητας κρατικών επιχειρήσεων και κοινωνικών φορέων και συνολικά της οικονομίας.
Όσον αφορά την οριστική εξάλειψη των Ε/Χ-σχέσεων, δεν εξαρτάται από την πολιτική βούληση ή τις εκάστοτε μεθόδους διοίκησης, αλλά από την ύπαρξη των απαραίτητων αντικειμενικών όρων. Σε γενικευμένη κλίμακα, οι όροι αυτοί εμφανίζονται μόνο στην αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία, σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικότητας της εργασίας. Τότε που τα προϊόντα εργασίας δεν θα είναι εμπορεύματα, γιατί η εργασία θα έχει άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα και η κατανομή τους θα γίνεται «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αλλά ακόμα και τότε «οι συμβατικοί οικονομικοί υπολογισμοί θα εξακολουθούν να είναι αναγκαίοι».21 Όπως παρατηρεί ο Μαρξ, «ο χρόνος εργασίας, ακόμα και στην περίπτωση όπου θα έχει καταργηθεί η ανταλλακτική αξία, παραμένει πάντα η δημιουργός ουσία του πλούτου και το μέτρο του κόστους που απαιτεί η παραγωγή του».22
Σε όλη την 70χρονη πορεία της ΕΣΣΔ, η χρησιμοποίηση των Ε/Χ-σχέσεων πέρασε από διάφορες φάσεις. Μετά την εφαρμογή των 5ετών πλάνων και την ουσιαστική εγκατάλειψη της ΝΕΠ, ο ρόλος τους συρρικνώθηκε ενώ η παραδοσιακή τους λειτουργία περιορίστηκε κυρίως στον αγροτικό τομέα με τη λειτουργία των κολχόζ. Η κυρίαρχη αντίληψη στη δεκαετία του ’30 ως το θάνατο του Στάλιν, ήταν ότι οι Ε/Χ-σχέσεις θα εξαλειφθούν σύντομα μαζί με τα «καπιταλιστικά υπολείμματα». Ωστόσο μετά το θάνατο του Στάλιν ξανάρχισαν οι συζητήσεις για τη θέση τους στη σοβιετική οικονομία23 και στη δεκαετία του ’60 με τις μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν (1966), ο ρόλος τους σχετικά ενισχύθηκε, με τη διεύρυνση της αυτοτέλειας των επιχειρήσεων στην επεξεργασία και υλοποίηση των πλάνων. Παρ’ όλα αυτά, ο κεντρικός σχεδιασμός παρέμεινε ο βασικός μηχανισμός διεύθυνσης της οικονομίας, ο οποίος καθόριζε την κατανομή των αναγκαίων μέσων παραγωγής και τις εργασιακές δυνάμεις στους διάφορους κλάδους, τους χρηματικούς πόρους, την ονοματολογία των προϊόντων, κ.ά., ενώ το κράτος αναλάμβανε τη ρευστοποίησή τους, προς το κράτος, τις άλλες επιχειρήσεις και το λιανικό εμπόριο, υπό καθεστώς αυστηρής συγκεντρωτικής διεύθυνσης και ελέγχου.
Στη δεκαετία του ’80 με την ανάδειξη του Μ. Γκορμπατσόφ στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ, αποφασίστηκε η εφαρμογή μέτρων οικονομικής «ανασυγκρότησης» (περεστρόικα) και πολιτικής «διαφάνειας» (γκλάσνοστ)24, με στόχο το ξεπέρασμα των κρισιακών φαινομένων και την αναγέννηση του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Σοβιέτ (30.6.1987), στα πλαίσια της περεστρόικα, προβλεπόταν ευρύτατος εκδημοκρατισμός της διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας, με διεύρυνση της αυτοτέλειας των κρατικών επιχειρήσεων και πέρασμά τους στην αρχή της πλήρους οικονομικής ιδιοσυντήρησης, της αυτοχρηματοδότησης και της αυτοδιεύθυνσής τους. Αποφασίστηκε επίσης ο μετασχηματισμός του συστήματος σχεδιοποίησης, των οικονομικών κινήτρων και των οργανωτικών δομών διεύθυνσης, καθώς και βαθιές αλλαγές στις διευθύνσεις κλάδων και περιοχών. Αποφασίστηκε τέλος η ουσιαστική μετάβαση, από τις κατ’ εξοχήν «διοικητικές» στις κατ’ εξοχήν «οικονομικές» μεθόδους διεύθυνσης της οικονομίας.25 Δηλαδή ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων, με χαλάρωση της κρατικής ρύθμισης και του ελέγχου.
Συνοπτικά τα μέτρα της περεστρόικα,26 αφορούσαν πρώτα απ’ όλα το νέο καθεστώς λειτουργίας των κρατικών επιχειρήσεων, που αποτελούσε τη βάση της ανασυγκρότησης όλης της διεύθυνσης της σοβιετικής οικονομίας. Ήταν επίσης οι ριζικές αλλαγές στη συγκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας (κεντρικός σχεδιασμός) με την επικέντρωση κυρίως στα ζητήματα που καθορίζουν τη στρατηγική, την ποιότητα, τους ρυθμούς και τις αναλογίες ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Επίσης, η ριζική μεταρρύθμιση των διαδικασιών σχεδιασμού, διαμόρφωσης των τιμών και του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού, καθώς και η δημιουργία χονδρεμπορίου των μέσων παραγωγής, ανασυγκρότηση της διεύθυνσης επιστημονικο-τεχνικής προόδου και των εξωτερικών σχέσεων. Τέλος, προβλεπόταν το πέρασμα, από το υπερβολικά συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης του κράτους στο δημοκρατικό, με ενίσχυση του ρόλου των κατώτερων οργάνων εξουσίας, τον αυστηρό καθορισμό των αρμοδιοτήτων και τη ριζική αλλαγή του στιλ και μεθόδων δράσης των κομματικών, κρατικών και οικονομικών οργάνων, κ.ά.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η ιδέες της περεστρόικα απηχούσαν αντικειμενικές ανάγκες της σοβιετικής κοινωνίας, για υπέρβαση της στασιμότητας και αντιμετώπιση των κρισιακών φαινομένων. Από αυτήν την άποψη, η κριτική της περεστρόικα στην «παλιά κατάσταση πραγμάτων», ήταν βάσιμη και εντόπιζε τις κυριότερες αιτίες των προβλημάτων. Ωστόσο στο πεδίο της εξόδου από την κρίση, υπήρξαν εσφαλμένες επιλογές, μεγάλο έλλειμμα ταξικής θεώρησης και έντονος υποκειμενισμός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Επιπλέον αγνοήθηκε ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα ως «κινητήριας δύναμης» των αλλαγών και της αντιμετώπισης ανεπιθύμητων εξελίξεων, ενώ από την άλλη, οι αλλαγές εμφανίζονταν μονοσήμαντα ότι οδηγούν σε «περισσότερο σοσιαλισμό», σε αντίθεση με την πρακτική του Λένιν που εξηγούσε όχι μόνο τα πλεονεκτήματα, αλλά και τους κινδύνους εφαρμογής της ΝΕΠ, δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση για να καμφθούν οι προβαλλόμενες αντιρρήσεις.27 Μεγάλες είναι οι ευθύνες της ηγεσίας του ΚΚΣΕ και πρώτα απ’ όλα του Μ. Γκορμπατσόφ, τόσο για τις λαθεμένες θεωρήσεις και αποφάσεις, όσο και για το μεγάλο έλλειμμα βαθύτερης γνώσης των οικονομικών ζητημάτων και πολύ περισσότερο το έλλειμμα ταξικής θεώρησης.
Ειδικότερα στο νέο νόμο για τις κρατικές επιχειρήσεις (ενώσεις), υπήρξε μεγάλη σύγχυση στο ζήτημα της παλλαϊκής ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα αντί την ενίσχυση και αποτελεσματική αξιοποίησή της, να μετατραπεί ουσιαστικά σε ομαδική ιδιοκτησία, η οποία με μεταγενέστερες ρυθμίσεις (μετοχοποίηση) οδηγήθηκε στην ιδιωτικοποίησή της. Ο Λένιν μετά την επανάσταση είχε εκφράσει την πλήρη αντίθεσή του στο πέρασμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στις κολεκτίβες των εργαζόμενων. «Καθήκον του σοσιαλισμού» τόνιζε, «είναι να περάσουν όλα τα μέσα παραγωγής στην ιδιοκτησία του λαού και καθόλου δεν είναι να περάσουν τα πλοία στους ναυτεργάτες και οι τράπεζες στους τραπεζοϋπαλλήλους…. Βασική προϋπόθεση σε μας είναι η πειθαρχία και η οργανωμένη παράδοση όλης της ιδιοκτησίας στο λαό, όλων των πηγών του πλούτου στα χέρια της σοβιετικής δημοκρατίας και η αυστηρή πειθαρχημένη διαχείρισή τους. Γι’ αυτό όταν μας λένε ότι οι ναύτες των ποταμόπλοιων θα είναι ατομικοί αφέντες της διεύθυνσης, είναι καθαρό ότι εμείς με αυτό δεν συμφωνούμε».28
Κατά συνέπεια άλλο πράγμα το πέρασμα της οικονομίας από τους συγκεντρωτικούς-διοικητικούς μοχλούς διεύθυνσης σε οικονομικούς (έχοντας ως βάση την παλλαϊκή ιδιοκτησία) και άλλο η μετατροπή της τελευταίας σε ομαδική ιδιοκτησία, η οποία στην πορεία κατακερματίζεται σε πολλοστημόρια ατομικής ιδιοκτησίας, που φθάνει σε μια κατάσταση παρόμοια με τις «εταιρίες λαϊκής βάσης». Η κυριότητα, νομή, διάθεση και διαχείριση της παλλαϊκής ιδιοκτησίας, αντί να είναι σε όφελος όλων των εργαζόμενων και της κοινωνίας, γίνεται μόνο σε όφελος της συγκεκριμένης κολεκτίβας. Αυτό οδηγεί με τη σειρά του στην εμφάνιση «ομάδων συμφερόντων» που δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους κατά την κατανομή του υπερπροϊόντος και σε κοινωνική κλίμακα.
Επίσης ο ανταγωνισμός μπορεί να λειτουργεί θετικά ως μοχλός πίεσης για κερδοφόρα αποτελέσματα, ωστόσο φέρνει μαζί του την εισοδηματική και ταξική διαφοροποίηση των «εμπορευματο-παραγωγών σοσιαλιστικού τύπου», δηλαδή των κολεκτίβων. Παράλληλα η άνιση κατανομή των παλλαϊκών μέσων παραγωγής στις κολεκτίβες (η αξία των περιουσιακών στοιχείων των κρατικών επιχειρήσεων διαφέρει μεταξύ τους), εντείνει την περιουσιακή και την εισοδηματική διαφοροποίηση των μελών τους. Τέλος. μέσα από τη διαδικασία «μετοχοποίησης» (μοριοποίησης) της παλλαϊκής ιδιοκτησίας και της αγοραπωλησίας μετοχών, άνοιξε ο δρόμος συγκέντρωσής της σε λιγότερα χέρια, ενώ επί Γιελτσιν άνοιξε και επίσημα ο δρόμος της ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων και εμφάνισης τελικά των «ολιγαρχών». Αυτό, ασφαλώς, διευκολύνθηκε και από το γεγονός ότι μεταπολεμικά και ιδιαίτερα στα χρόνια της στασιμότητας, είχαν πάρει αρκετή έκταση στη σοβιετική οικονομία τα φαινόμενα της «μαύρης αγοράς», δημιουργώντας έναν σκιώδη κερδοσκοπικό τομέα, όπου εκκολάπτονταν τα έμβρυα της μετέπειτα αστικής τάξης.
Δεν ήταν τυχαίο που αυτές οι ομάδες συμφερόντων –η «μαφία» της μαύρης αγοράς και της «παραοικονομίας», οι διάφοροι κερδοσκόποι και το «σκιώδες κεφάλαιο», καθώς μέρος της κομματικής γραφειοκρατικής ελίτ και ανώτερων στελεχών κρατικών επιχειρήσεων, υπηρεσιών και οργανισμών, που έβλεπαν δυνατότητες γρήγορου πλουτισμού– πίεζαν για μεγαλύτερες αλλαγές, πέρα από τα όρια σοσιαλιστικής προοπτικής, προς την κατεύθυνση επιστροφής στον καπιταλισμό. Αυτό ακριβώς ολοκληρώθηκε επί Γιέλτσιν, όταν στο τιμόνι διεύθυνσης της οικονομίας και της κοινωνίας πέρασαν οι δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Συμπερασματικά, οι αλλαγές που προωθούσε η περεστρόικα δημιουργούσαν ή ενίσχυσαν προηγούμενα υπάρχουσες «ομάδες συμφερόντων» με διαφορετικές ταχύτητες και επιδιώξεις. Η ενίσχυση του ρόλου των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων (σχέσεων αγοράς) στη διεύθυνση της οικονομίας, συνοδευόταν από την ενίσχυση όχι των «παλλαϊκών», αλλά των «ομαδικών» και «ατομικών» συμφερόντων, που καλλιεργούσαν αντιλήψεις για περισσότερη «ελεύθερη αγορά» και οι οποίες σε συνθήκες κρίσης και μη ορατών αποτελεσμάτων της ανασυγκρότησης, κέρδιζαν σταθερά περισσότερο έδαφος.
Το έλλειμμα οικονομικο-ταξικής θεώρησης των «σχέσεων αγοράς» (διαφορετικό περιεχόμενο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε συνθήκες παλλαϊκής ιδιοκτησίας, διαφορετικό σε συνθήκες ομαδικής ή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας και διαφορετικό σε συνθήκες ατομικής εργασιακής απασχόλησης και μικρής καπιταλιστικής παραγωγής), δημιούργησε συγχύσεις στη θεώρηση των αντιθέσεων (και της πάλης συμφερόντων) για τη διανομή του υπερπροϊόντος στο επίπεδο όλης της κοινωνίας.
Στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Απρίλιος 1990),29 υπήρξε ανοικτή διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της ηγεσίας, με τη δημιουργία «κίνησης κομμουνιστικής πρωτοβουλίας» που αμφισβήτησε την πολιτική Γκορμπατσόφ. Στο Συνέδριο ψηφίστηκε η πλατφόρμα που εισηγήθηκε ο Γκορμπατσόφ, η οποία έκανε λόγο για πέρασμα στην «οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς» ή απλά «οικονομία της αγοράς», σε σχέση με την «οικονομία της σχεδιασμένης αγοράς», που γινόταν λόγος την πρώτη περίοδο της περεστρόικα.
Κατά συνέπεια, ενώ η κριτική των λαθών της τελευταίας σοβιετικής ηγεσίας και το τεράστιο έλλειμμα ταξικής θεώρησης των επιλογών της περεστρόικα είναι απαραίτητη, δεν δικαιώνει από την άλλη την εμφάνισή της ως «αντεπανάστασης», όπως επιχειρήθηκε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ από διάφορες πλευρές. Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις ήταν αναγκαίες λόγω των ανεπαρκειών του μοντέλου λειτουργίας της σοβιετικής οικονομίας. Το λάθος της ηγεσίας Γκορμπατσόφ ήταν ότι δεν ανάλυσε σε βάθος το ταξικό τους περιεχόμενο και δεν προσδιόρισε με σαφήνεια τα όρια τους. Η «αντεπανάσταση» (καπιταλιστική παλινόρθωση) ήλθε ως επακόλουθο των αδιεξόδων της περεστρόικα. Η τελευταία πράξη παίχτηκε με την απόπειρα πραξικοπήματος των «συντηρητικών» το καλοκαίρι του 199130, η οποία ουσιαστικά απέτυχε γιατί δεν είχε όραμα που να εμπνέει το λαό, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε αντίδραση στρατιωτικών δυνάμεων και του λαού της Μόσχας με επικεφαλής τον Γιέλτσιν. Ο Γκορμπατσόφ επέστρεψε για λίγο στην εξουσία, για να παραμεριστεί οριστικά στο τέλος 1991, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την έναρξη μιας οδυνηρής πορείας επιστροφής της Ρωσίας και σε συνέχεια των άλλων «λαϊκών δημοκρατιών» στον καπιταλισμό και στην «οικονομία της ελεύθερης αγοράς».31 Ωστόσο η συγκεκριμένη κατάληξη δεν ήταν ούτε μοιραία, ούτε αναπόφευκτη.
Συμπέρασμα
Επισημάναμε εδώ μόνο ορισμένες βασικές αιτίες των αδιεξόδων του ιστορικού εγχειρήματος του Οκτώβρη του ’17, συνδεόμενες με τις δυσχέρειες και τους κινδύνους που απέρρεαν από την αρχική οικονομική καθυστέρηση, το έλλειμμα προηγούμενων εμπειριών σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, τις λαθεμένες επιλογές του Στάλιν στη δεκαετία ’30 και τις ανεπαρκώς μελετημένες μετέπειτα διορθωτικές κινήσεις. Χρειάζεται ωστόσο να δούμε βαθύτερα τις αιτίες της αποτυχίας, εξετάζοντας και τις εμπειρίες των άλλων χωρών, όπως π.χ. της Κίνας, που μέσα από άλλο δρόμο «μεταρρυθμίσεων», με σημαία τη «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και το «σοσιαλισμό με κινέζικα χαρακτηριστικά»,32 κατέληξε κι αυτή στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Επίσης πρέπει να μελετηθεί η εμπειρία της Κούβας,33 όπου παρά τις πιέσεις και τον οικονομικό πόλεμο των ιμπεριαλιστών, κυρίως των ΗΠΑ, το σοσιαλιστικό εγχείρημα παραμένει ζωντανό, εξασφαλίζοντας ποιοτικούς δείκτες ζωής για το λαό της.
Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία της ΝΕΠ και η σχετική θεωρητική προβληματική του Λένιν, έχουν θεμελιώδη σημασία στη μελέτη των ζητημάτων της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η ΝΕΠ ήταν ένα μεταβατικό εγχείρημα που έγινε δυνατό μετά την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, σε συνθήκες όπου είχαν διασφαλιστεί οι πολιτικοί όροι για την έναρξη της σοσιαλιστικής μετάβασης. Ωστόσο, τα ζητήματα των ελιγμών και των ελεγχόμενων υποχωρήσεων που περιλάμβανε, είχαν και έχουν ιδιαίτερη σημασία στη διεξαγόμενη ταξική πάλη στην καπιταλιστική Δύση, όπου η αστική τάξη, όπως είχε επανειλημμένα υπογραμμίσει ο Λένιν, είναι πολύ καλύτερα οργανωμένη από ό,τι στην τσαρική Ρωσία και διαθέτει πολύ περισσότερες δυνατότητες αντίστασης και επιθέσεων ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. Στις συνθήκες αυτές, όπως τόνισε ο Λένιν στον λόγο του στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι αναγκαίο οι κομμουνιστές να μαθαίνουν και να ξέρουν να εφαρμόζουν όχι μόνο την τέχνη της επίθεσης αλλά και εκείνη της υποχώρησης34. Στην πράξη, αυτό περιλαμβάνει την αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων μέσω μιας πολιτικής συμμαχιών, στο κοινωνικό και στο πολιτικο-κοινοβουλευτικό πεδίο, που θα δημιουργεί σε κάθε φάση το μέγιστο δυνατό ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, πάνω στα εκάστοτε επίδικα ζητήματα.
Εκατό χρόνια μετά τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, η βαθιά κρίση του καπιταλισμού, η έκρηξη των ανισοτήτων και των ανταγωνισμών που γεννά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, σε κάθε χώρα διεθνώς και στην Ελλάδα, δεν παύει να επαναφέρει διαρκώς, με σύγχρονους όρους στο προσκήνιο, το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Στην απόκριση σε αυτό το δίλημμα, πολύτιμη παραμένει πάντα η θεωρητική και μεθοδολογική συμβολή και η γόνιμη αξιοποίηση των διδαγμάτων του Οκτώβρη.
ΣΗΜΕIΩΣΕΙΣ
1. Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σελ. 42-43.
2. Οι κλασικοί του μαρξισμού χρησιμοποίησαν διάφορους όρους για το πολιτικό καθεστώς της μεταβατικής περιόδου. Και οι τρεις μίλησαν για «δικτατορία του προλεταριάτου» ως επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης. Παράλληλα ο Μαρξ μίλησε για «λαοκρατική δημοκρατία», ο Λένιν για «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», ενώ η Τρίτη Διεθνής έκανε λόγο για «εργατική κυβέρνηση».
3. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, σελ. 787-788.
4. «Τα μέσα παραγωγής –έλεγε ο Ένγκελς– αναμένουν να τα πάρει στην κατοχή της η οργανωμένη κοινωνία για συντονισμένη και σχεδιοποιημένη μεθοδική αξιοποίηση». Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τόμ. 20, σελ. 154 (ρωσ. έκδ.)
5. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σελ. 13.
6. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 39, σελ 271 (ρωσ. έκδ.).
7. Β.Ι. Λένιν, «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας», Άπαντα, τόμ. 27 (4η ρωσ. έκδ.), σελ. 219-260.
8. Αναλυτικότερα βλ. E. Andres, (1981), The New Economic Policy. It’s origin and goals, Novosti Press Agency, Μόσχα.
9. Στο ίδιο.
10. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 44, σελ. 342, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
11. Ο Λένιν έθεσε χαρακτηριστικά το ερώτημα: «Ποιος ποιον θα ξεπεράσει; Αν προλάβουν οι καπιταλιστές να οργανωθούν νωρίτερα, τότε δεν χωράει καμιά συζήτηση πως θα κυνηγήσουν τους κομμουνιστές… Ή η προλεταριακή εξουσία, στηριζόμενη στην αγροτιά θα καταφέρει να βάλει ένα γερό χαλινάρι στους κυρίους καπιταλιστές ώστε …να δημιουργήσει ένα καπιταλισμό που θα πειθαρχεί στο κράτος και θα το υπηρετεί; [Μόνο αν] οι πρωτοπόροι εργάτες και μια μικρή μερίδα πρωτοπόροι αγρότες θα κατανοήσουν αυτό το καθήκον και θα μπορέσουν να οργανώσουν γύρω τους ένα λαϊκό κίνημα… τότε θα βγούμε νικητές». Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 44, σελ. 161, 163.
12. E. Andres, (1981), «The New Economic Policy. It’s origin and goals», Novosti Press Agency, Μόσχα.
13. Πιο αναλυτικά βλ. Sammuel A. Oppeheim (1989), «Between right and left. Grigori Y. Sokolnikov and the development of Soviet State, 1921-29» Slavic Review.
14. Η κεντρική τράπεζα Gosbank, δημιουργήθηκε τον Οκτώβρη του 1921 και από αρχές του 1922 άρχισε τη δημιουργία δικτύου υποκαταστημάτων (το 1924 είχαν φθάσει τα 389). Επίσης το 1926 ίδρυσε εξειδικευμένες κρατικές τράπεζες (Probank, Κεντρική Αγροτική Τράπεζα), καθώς και συνεταιριστική τράπεζα (Πανρωσική Συνεταιριστική Τράπεζα) και άλλους πιστωτικούς οργανισμούς (αναλυτικότερα βλ. στο ίδιο).
15. Το 1925 ο Σοκόλνικοφ, υποστήριξε κείμενο των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ-Κρούπσκαγια κατά του Στάλιν για την εσωκομματική δημοκρατία. Αυτό έπαιξε ρόλο στην απομάκρυνσή του από τη θέση του Λαϊκού Επιτρόπου των Οικονομικών και την τοποθέτησή του ως αντιπροέδρου της «κεντρικής επιτροπής σχεδιασμού» (Gosplan), χωρίς ο ίδιος να είναι ένθερμος οπαδός του 5ετούς πλάνου. Το 1928 απομακρύνθηκε από το Gosplan και τέθηκε επικεφαλής της βιομηχανίας πετρελαίου, ενώ το 1929, που τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο 5χρονο πλάνο, ο Σοκόλνικοφ τοποθετήθηκε πρεσβευτής της ΕΣΣΔ στην Αγγλία ως το 1932. Το 1937 με τις σταλινικές «εκκαθαρίσεις» συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή, όπου και πέθανε (;) το 1939.
16. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 41, σελ. 6.
17. Όπως σημειώνει ο Ένγκελς, «στις περιόδους των κρίσεων η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίησή της, αγγίζει τα όρια της έκρηξης». Φ. Ένγκελς, «Αντι-Ντίρινγκ», εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, σελ. 409.
18. Στο ίδιο, σελ. 417.
19. Αναλυτικότερα, βλ. Γιάννης Τόλιος, (2010), «Οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού” στην ΕΣΣΔ», στη συλλογή κειμένων, Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σελ. 555, 559.
20. Στο ίδιο, σελ. 556.
21. Γιάννης Τόλιος – Χρήστος Κεφαλής, «Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς: Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό», στη συλλογή κειμένων Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση;, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2013, σελ. 242.
22. Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμ. 3, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 294.
23. Αναλυτικότερα βλ. A.D. Smirnov, V.V. Golosov and V.P. Maximova (1984), The Teaching of Political Economy. A Critique of Non-Marxian Theories, Progress Publishers, Μόσχα.
24. Η πολιτική «διαφάνειας» (γκλάσνοστ) ήταν η πολιτική μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος και λειτουργιών του σοβιετικού κράτους, σε κεντρικό και ενωσιακό επίπεδο. Αφορούσε σημαντικές αλλαγές με στόχο την ενίσχυση του ρόλου των Σοβιέτ από πάνω μέχρι κάτω, της δημοκρατίας και της ελευθερίας έκφρασης, τη θεσμοθέτηση του πολυκομματισμού, την ενίσχυση της αυτονομίας των ενωσιακών δημοκρατιών, τη μετατροπή του ΚΚΣΕ σε ομοσπονδιακό κόμμα κ.ά. (Για πιο αναλυτική αναφορά βλέπε, Μ. Γκορμπατσόφ, Ανασυγκρότηση-Διαφάνεια-Δημοκρατία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σελ. 34-76).
25. Η Περεστρόικα στους τόπους δουλειάς, Ντοκουμέντα-Διάλογος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 1988, σελ. 134-135.
26. Για αναλυτικότερη παρουσίαση των μέτρων της περεστρόικα, αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της και των μετέπειτα εξελίξεων ως την απομάκρυνση του Μ. Γκορμπατσόφ και την οριστική διάλυση της ΕΣΣΔ, βλ. Γιάννης Τόλιος, (2010), «Οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού” στην ΕΣΣΔ», στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, σελ. 548-575. Εδώ δίνουμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία.
27. «Τώρα κάνουμε στρατηγική υποχώρηση» έλεγε ο Λένιν. «Υποχωρούμε (δεν θα φοβηθούμε να το παραδεχτούμε, δεν είναι φοβερή η υποχώρηση, φοβερές είναι οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες, ολέθριος είναι ο φόβος της αλήθειας) – προς τι; Προς τον κρατικό καπιταλισμό (εκχωρήσεις), προς τον συνεταιριστικό καπιταλισμό, προς τον ιδιωτικοοικονομικό καπιταλισμό και προς το εμπόριο…. Δεν είναι άραγε επικίνδυνη αυτή η υποχώρηση; Δεν δυναμώνει τον εχθρό;… Ναι, κίνδυνος. Ναι δυναμώνει. Όμως κάθε άλλη στρατηγική όχι μόνο θα δυναμώσει το εχθρό, αλλά θα του δώσει τη νίκη… Τον κίνδυνο δεν τον υποτιμούμε. Τον ατενίζουμε κατά πρόσωπο. Λέμε στους εργάτες και στους αγρότες: ο κίνδυνος είναι μεγάλος – περισσότερη συνοχή, αντοχή, ψυχραιμία…. Κάνουμε κάθε υποχώρηση που μας δυναμώνει και που κομματιάζει τις δυνάμεις του εχθρού». Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ. 44, σελ. 487-488, 471.
28. Β.Ι. Λένιν, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ. 35, σελ. 411-412.
29. Για έναν Ανθρώπινο Δημοκρατικό Σοσιαλισμό. Υλικά 28ου Συνεδρίου ΚΚΣΕ, , εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1990, σελ. 303-304.
30. Το πραξικόπημα των «συντηρητικών» εκδηλώθηκε τη 19η Αυγούστου 1991, όταν ο Γκορμπατσόφ ήταν σε διακοπές στην Κριμαία. Πρωταγωνιστές ήταν ανώτατα κρατικά στελέχη με επικεφαλής τους Γ. Γιανάεφ, αντιπρόεδρο της ΕΣΣΔ, Β. Παυλόφ, πρωθυπουργό, Β. Κριουτσκόφ, πρόεδρο της KGB, Λ. Κραβτσούκ, πρόεδρο της Ουκρανίας, Σ. Σουσκέβιτς, πρόεδρο της Λευκορωσίας, κ.ά., που εμφανίστηκαν ως «Κρατική Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης». Ο Γιέλτσιν ως πρόεδρος της Ρωσικής Δημοκρατίας (είχε εκλεγεί τον Ιούλιο 1991), κάλεσε το λαό και το στρατό στη Μόσχα να αποτρέψουν την επικράτησή τους. Μετά τρεις ημέρες το πραξικόπημα κατάρρευσε, οι επικεφαλείς συνελήφθησαν, δικάστηκαν, φυλακίστηκαν, αλλά μετά από λίγο διάστημα αμνηστεύτηκαν. Στις 22 Αυγούστου ο Γκορμπατσόφ γύρισε στη Μόσχα και παρέμεινε πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ ως το τέλος του 1991, την επίσημη ημέρα διάλυσης της ΕΣΣΔ, τη θέση της οποίας πήρε η «Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών» (ΚΑΚ). Από τις αρχές του 1992 ο Γιέλτσιν ως πρόεδρος της Ρωσικής Δημοκρατίας, με τις συμβουλές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, εφάρμοσε πρόγραμμα νεοφιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων με ολέθριες συνέπειες στη μεγάλη πλειοψηφία του ρωσικού λαού (μεγάλες ανατιμήσεις τροφίμων, υψηλά επιτόκια, ιδιωτικοποιήσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, παρατεταμένη ύφεση, κ.ά.), με αποτέλεσμα το 1993, να ξεσπάσουν ογκώδεις λαϊκές διαμαρτυρίες, καθώς το βιοτικό επίπεδο έπεσε κάθετα, ενώ το ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο μισό του 1989.
31. Οι κοινωνικές συνέπειες από το σοκ μετάβασης στον καπιταλισμό έχουν σε μεγάλο βαθμό αποσιωπηθεί από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Για μια συνοπτική παρουσίαση βλέπε σχετικά: Γιάννης Τόλιος, «Πέντε χρόνια μετά: Οι οικονομίες των πρώην σοσιαλιστικών χωρών», περιοδικό «Άλφα», Νοέμβρης 1995, σελ. 46-51.
32. Για τις μεταρρυθμίσεις στην Κίνα, βλ. Γιάννης Τόλιος, «Οικονομικές Μεταρρυθμίσεις στην Κίνα», περιοδικό Διάπλους, Αθήνα, Ιούνιος-Ιούλιος 2005, σελ. 50-55. Βλέπε επίσης αναλυτικό ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, «Κίνα: Από ημι-αποικία στον 20ό, υπερδύναμη στον 21ο αιώνα», τεύχος 17, Απρίλης-Σεπτέμβρης 2015, εκδ. Τόπος, Αθήνα.
33. Για μια συνοπτική παρουσίαση των εξελίξεων με βάση τα κείμενα του 7ου συνεδρίου του ΚΚ Κούβας το 2016, βλ. Καλτσώνης Δ. (2016), «Το 7ο συνέδριο του ΚΚ Κούβας: Πού βαδίζει η κουβανέζικη επανάσταση», Αθήνα, www.iskra.gr.
34. Βλέπε Λένιν, Άπαντα, τόμ. 45, σελ. 281-282.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών.
(**) Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη», τεύχος 24, Οκτώβρης 2017