Στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που είχαν θέσει σε εφαρμογή, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εξολόθρευσαν τον άμαχο πληθυσμό του Διστόμου και πρόσθεσαν ένα ακόμη τοπωνύμιο στη μαύρη λίστα των εγκλημάτων που διέπραξαν στην Ελλάδα.
Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ελικώνα και του Παρνασσού βρίσκεται ένα οικιστικό σύνολο με μακραίωνη ιστορική διαδρομή, το Δίστομο Βοιωτίας.
Χτισμένη σε περιοχή κατοικημένη από τους Προϊστορικούς Χρόνους, η κωμόπολη του Διστόμου οφείλει κατά πάσαν πιθανότητα την ονομασία της στα δίστομα (με δύο στόμια-εξόδους) πηγάδια που υπήρχαν σε κεντρικό σημείο της.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 η περιοχή του Διστόμου αποτέλεσε επαναστατικό κέντρο, ενώ τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1827 έλαβε χώρα η μάχη του Διστόμου (επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης), που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική απομάκρυνση των Τούρκων από τη Ρούμελη.
Η σφαγή του Διστόμου, στις 10 Ιουνίου 1944, άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη νεότερη ιστορία της κωμόπολης. Στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που είχαν θέσει σε εφαρμογή, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εξολόθρευσαν τον άμαχο πληθυσμό του Διστόμου και πρόσθεσαν ένα ακόμη τοπωνύμιο στη μαύρη λίστα των εγκλημάτων που διέπραξαν στην Ελλάδα.
Στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού (εγκαινιάστηκε από τον τέως πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια), στην είσοδο της κωμόπολης, εκτίθεται φωτογραφικό, ιστορικό (εφημερίδες, περιοδικές εκδόσεις) και οπτικοακουστικό υλικό αναφορικά με τη σφαγή του Διστόμου.
Στο λόφο Κάναλες βρίσκεται το μαυσωλείο Διστόμου, εις μνήμην και προς τιμήν των αμάχων που έχασαν τη ζωή τους στις 10 Ιουνίου 1944.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το κείμενο που συνέγραψε ο διστομίτης Στάθης Σταθάς, με την ευκαιρία κυκλοφορίας τριπτύχου για τα πενηντάχρονα της σφαγής του Διστόμου, το 1994:
Σάββατο 10 Ιουνίου 1944
Τα νέα από το μέτωπο ήταν καλά.
Ξημέρωνε μια ακόμα μέρα εργασίας και ελπίδας. Η μέρα της λευτεριάς και της ειρήνης κοντοζύγωνε. Τέσσερις μέρες πριν, στις 6 Ιουνίου, οι σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία. Οι γερμανοί κατακτητές, βλέποντας να φτάνει το τέλος της αυτοκρατορίας τους, καταλαμβάνονται από αμόκ καταστροφής. Βγάζουν διαταγές γενοκτονίας.
«Ένας Γερμανός σκοτωμένος – πενήντα Έλληνες, δέκα Γερμανοί – ένα χωριό».
Ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους, ώστε να πάψουν να ενισχύουν τις οργανωμένες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή. Έτσι, στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εκείνο το φοβερό πρωινό μια φάλαγγα επτά αυτοκινήτων με γερμανούς στρατιώτες (2ος λόχος του 2ου τάγματος του 7ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας των Ες-Ες με έδρα τη Λιβαδειά) ξεκίνησε από τη Λιβαδειά με κατεύθυνση προς το Δίστομο. Από αυτά τα δύο πρώτα, που προπορεύονταν αρκετά, ήταν ελληνικά επιταγμένα, γεμάτα με γερμανούς στρατιώτες ντυμένους μαυραγορίτες. Αυτοί θα πρωτοχτυπούσαν τους αντάρτες που ανύποπτοι θα πλησίαζαν τα αυτοκίνητα και θα ενισχύονταν από τη δύναμη που θα ακολουθούσε.
Από τον Καρακόλιθο και μετά σκορπούν το θάνατο. Σκοτώνουν πέντε και συλλαμβάνουν σαν ομήρους δώδεκα αγρότες ενώ θέριζαν.
Τα ιστορικά δρώμενα σύμφωνα με τις μέχρι τώρα διασταυρωμένες πληροφορίες έχουν ως εξής:
Στη διασταύρωση Διστόμου – Αράχωβας συναντιούνται με άλλα 60 αυτοκίνητα γεμάτα γερμανούς στρατιώτες που έρχονταν από την Άμφισσα με κατεύθυνση προς το Δίστομο.
Μπαίνουν στο Δίστομο αφού ανταλλάσσουν και διασταυρώνουν τις πληροφορίες τους. Οι κάτοικοι είναι ανυποψίαστοι. Βλέποντας όμως τους ομήρους ανησυχούν. Η φάλαγγα ήταν πρωτόφαντα μεγάλη. Ο επικεφαλής των Γερμανών δε δέχεται τη συνάντηση που ζητούν ο πρόεδρος της κοινότητας, Χαράλαμπος Κίνιας, και ο παπάς του χωριού, Σωτήρης Ζήσης, από τους οποίους και παλιότερα ζητούσε πληροφορίες για τις κινήσεις των ανταρτών στην περιοχή, αλλά δεν μπορούσε να αποσπάσει πληροφορίες.
Στη συνέχεια τοποθετούνται στα υψώματα γύρω από το χωριό φυλάκια για τον έλεγχο και εκφοβισμό, ενώ ανακοινώνουν ότι όποιος δεν κλειστεί στο σπίτι του και φύγει θα θεωρηθεί αντάρτης και θα εκτελείται επιτόπου.
Κατορθώνουν με διάφορους εκφοβισμούς και τους πράκτορές τους και συγκεντρώνουν πληροφορίες ότι στο κοντινό Στείρι κινούνται οι αντάρτες της περιοχής, και ένα τμήμα της αυτοκινητοπομπής μαζί με τους «μαυραγορίτες» ξεκινά για το Στείρι. Λίγο πριν από το Στείρι πέφτουν σε ενέδρα των ανταρτών που στρατοπέδευαν στην περιοχή και ενημερώθηκαν για την έλευση των ναζιστικών δυνάμεων στην περιοχή.
Μετά από σχετικά σύντομη μάχη με ακαθόριστες απώλειες εκατέρωθεν, η πομπή επιστρέφει στο Δίστομο. Έξαλλος ο επικεφαλής λοχαγός Λάουτενμπαχ αναλαμβάνει την επιχείρηση αντιποίνων και σύσσωμη η δύναμη των ναζιστικών δυνάμεων επιπίπτει επί των αμάχων κατοίκων του χωριού, εκτελώντας τη διαταγή της πλήρους εξόντωσης.
Κι εδώ αρχίζει η τραγωδία του Διστόμου.
Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, τη μόνη αφύλακτη διάβαση, κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους.
Τους έρημους δρόμους του χωριού διατρέχουν εξαγριωμένοι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη.
Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν ό,τι βρίσκουν στο διάβα τους. Γέροι, γριές, γυναίκες, ακόμα και βρέφη λίγων ημερών πέρασαν από τον ίδιο τρομακτικό Γολγοθά. Γίδια, πρόβατα, άλογα, σκυλιά… Ό,τι ζωντανό κινείται, εξολοθρεύεται.
Στο Δίστομο έγιναν αυτά. Θα γίνονταν κι άλλα. Μα ήρθε η νύχτα και οι δολοφόνοι φοβήθηκαν και έφυγαν.
Τώρα στο χωριό απλώνεται η γαλήνη του νεκροταφείου για πολλή ώρα. Μα σιγά-σιγά ξύπνησε το Δίστομο. Και τότε ακούστηκαν οι θρήνοι των παιδιών που έρημα κλαίγαν τους γονείς τους και οι γόοι των γερόντων.
Ακούγονταν ακόμη και κάποια παράξενα γέλια και τραγούδια αυτών που παρεφρόνησαν,
μπροστά στη φρίκη που έζησαν.
Μέσα στη νύχτα μικρά παιδιά πήραν τους σκοτεινούς δρόμους προσπαθώντας να φτάσουν στα κοντινά χωριά. Ένα καραβάνι παιδιών που γύρευε ένα ανθρώπινο χέρι για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μουτράκια τους και να δώσει απάντηση στο ερωτηματικό: Γιατί τους σκότωσαν;