Συνεχίζονται οι επιχειρήσεις των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους κεντρικούς στόχους που είχαν τεθεί (Μακρυγιάννη, Σχολή Ευελπίδων, Γουδί). Ωστόσο όπως σημειώνει ο καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Σπύρος Κωτσάκης- Νέστορας («Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα» , σ.121, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986) « βασικά το ίδιο σχέδιο με τους ίδιους στόχους και σχεδόν τις ίδιες δυνάμεις, καταπονημένες μάλιστα, επόμενο ήταν να έχει και την ίδια τύχη με προηγούμενα ως προς τους τελικούς στόχους αποτελέσματα, παρ’ όλη τη γενναιότητα , τον ηρωισμό, τις θυσίες, των μαχητών και στελεχών. Και τούτο ενώ ο κύριος εχθρός, ο κύριος αντίπαλος, σ’ αυτή τη σύγκρουση, οι Άγγλοι αυξάνουν ραγδαία τις δυνάμεις τους, οργανώνουν καλύτερα τις επιχειρήσεις, ύστερα από το σοκ που πάθανε τις πρώτες μέρες».
Έτσι ενημερώνεται η ΚΕ του ΕΛΑΣ με το λακωνικό: « Από απόψεως διεξαγωγής επιχειρήσεων κατάστασις αμετάβλητος».
Οι αεροπορία των Εγγλέζων συνεχίζει να χτυπάει αμάχους. Στην Καισαριανή ανοίγουν πυρ σε ουρές κατοίκων έξω από φούρνους. Το ίδιο γίνεται και στη Νέα Ελβετία και το Βύρωνα.
Μαρτυρίες –Ντοκουμέντα
«Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι. όπως πάντα».
Από τις ημερολογιακές σημειώσεις του Γιώργου Σεφέρη (στις «Μέρες Δ΄ 1Γενάρη-31 Δεκέμβρη 1944», σ.375, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1986):
«Από τις 05.30΄ μεγάλο κακό τριγύρω στο σπίτι: κανόνια, πολυβόλα, από τη μεριά της Ακρόπολης και από τη μεριά του Μακρυγιάννη. Αργότερα έμαθα πως το μέτωπο ήταν : Αναφιώτικα- Μακρυγιάννη- Νεκροταφείο. Τώρα, 15.15΄, ο μεγάλος σάλαγος έχει περάσει, έτοιμος να ξαναρχίσει κάθε τόσο. τα πολυβόλα κρατούν το ίσο. αεροπλάνα φέρνουν γύρα την Ακρόπολη. Σήμερα δεν είχαμε ψωμί το μεσημέρι. Φούρνοι κλειστοί, μπακάληδες άδειοι. τι θα κάνει ο φτωχόκοσμος;
Καταστροφή και σκοτωμός. Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι. όπως πάντα.
Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στο προσκέφαλο ετοιμοθάνατου, ανάμεσα σε υστερικούς τρελούς που τους κατέχει η μανία να τον αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Καθένας έχει αφεθεί στους αυτοματισμούς του και στην αντοχή των νεύρων του, όση κι αν είναι. Κάτω στο μικρό χειρουργείο πολλοί λαβωμένοι το πρωί. Δυό, πάνω στο σπίτι των Τσάτσων , περιμένουν με πρόχειρους επιδέσμους. ο ένας , λένε , μπορεί να χάσει το πόδι του.
Όλες αυτές τις μέρες τρομερή κρίση μέσα μου. αδύνατο να γράψω τώρα για όλα αυτά.
Ωστόσο, το σκεπτόμουνα με τη Μαρώ χτές βράδυ, δεν το μετάνιωσα που γύρισα στην Αθήνα».
«Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του»
Ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος (οργανωμένος στην κατοχή στο ΕΑΜ ηθοποιών) μιλάει για το Δεκέμβρη και το δράμα των αμάχων ( «όμηρος των Εγγλέζων-Ελ Ντάμπα», σ. 15-18, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980)
«… Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και χαφιέδων είχαμε … διαπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μιά κουβέρτα. Μακρυά από την πρώτη γραμμή του πυρός, πού ήτανε στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνία του σπιτιού μα ςκαι ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή σου. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σα να γίνεσαι αλλοιώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σ’ εμάς τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποχτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μιά νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και , προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθησε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβύθια, που τα είχαμε αγοράσει , με «μέσον», πανάκριβα.
H γιαγιά μου ήτανε δακρυσμένη. της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες. είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κι’ οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο. Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη, στη ματωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα αεροπλάνα που γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Που και που άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλυτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα , στο τέλος, να πάει από μιάν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρόμιο. Που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυτές για πάντα. Μπορεί και νάναι καλύτερα έτσι…Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα. Από τις δώδεκα ως τις δυό, το μεσημέρι, ήτανε δυό ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κ’ έπαιρνα τους δρόμους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον», κ’ ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σ’ ένα άνθρωπο.
-Τι ‘ναι, βρε απιδιά;
-Κουκουές.
-Πιάστε τον !
Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λυντσάρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!
Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πω όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι τούχανε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απ’ έξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κ’ έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έρριχνε αρκετό φως , κ’ εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ‘βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιάν ήρεμη απελπισία…».
« Το ΕΑΜ πέτυχε διανομή τροφίμων»
Από την πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη (10.12.1944):
« Η Κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε να γίνει από τις Λαϊκές Επιτροπές διανομή επιταγμένων τροφίμων σε τιμές λογικές, για να σταματήσουν οι εκμεταλλευτικές τάσσεις των μαυραγοριτών.
Ο Ερυθρός Σταυρός υποσχέθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ σε συνάντηση που έγινε, ότι σήμερα θα μοιραστούν τρόφιμα και φάρμακα στα Νοσοκομεία και αύριο θα δοθεί αλεύρι στους φούρνους. Στη συνάντηση αυτή παραβρέθηκε και ο Αμερικανός αντιπρόσωπος της Ούνρα που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον επισιτισμό του λαού».
«Η επισιτιστική κατάστασις στην πρωτεύουσα χαρακτηρίζεται απελπιστική»
Απόσπασμα έκθεσης της Βρετανικής Επιτροπής Περιθάλψεως ( Military Liaison-ML) για την εβδομάδα 9-15 Δεκεμβρίου 1944:
« Σύμφωνα με εκθέσεις της Συμμαχικής Διεύθυνσης Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως, η ύπαρξη ελευθέρων σκοπευτών έκανε αδύνατη τη διανομή τροφίμων ακόμα και σε εκκαθαρισθείσες από τον ΕΛΑΣ περιοχές. Μικρές ποσότητες αλεύρων δόθηκαν στους φούρνους αλλά δεν στάθηκε δυνατό να λειτουργήσουν ανοιχτά συσσίτια.
Η επισιτιστική κατάστασις στην πρωτεύουσα χαρακτηρίζεται απελπιστική. Η κυκλοφορία απαγορεύεται εκτός από 12.00-14.00 (…).
Η διανομή τροφίμων και ρουχισμού παρέμεινε εντελώς στάσιμη. Δόθηκε έκτακτη ενίσχυση σε 11 νοσοκομεία στην Αθήνα και στον Πειραιά. Τα αυτοκίνητα που τα μετέφεραν δέχθηκαν επανειλημμένως πυρά».
Tηλεγράφημα της ΚΕ του ΕΛΑΣ για αποστολή βοήθειας
« Αριθ. ΑΠ 163 ΟΜ Μα κεδονίας ( σ.σ.: Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας)
Κοινοποίηση Γενικόν στοπ
Κατάστασις Αθηνών παρουσιάζει έλλειψιν πυρομαχικών στοπ. Προωθήσατε παν μέσον φυσίγγια παντός είδους, βλήματα όλμων, χειροβομβίδες, εκρηκτικάς ύλας Λάρισα στοπ. Εκείθεν προωθηθώσι Αθήνας μερίμνη Γενικού στοπ.
10-12-44
Μάντακας- Χατζημιχάλης- Σιάντος».
Πηγή: imerodromos.gr