Οι εκλογικές εξελίξεις στη Γαλλία είναι προφανές πως αποκτούν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, πολύ μεγάλη σημασία. Από το ενδεχόμενο, καθόλου απίθανο, επικράτησης της φασιστικής Δεξιάς της Lepen μέχρι αυτό της νίκης της οικονομικής Ακροδεξιάς, όπως εκφράζεται από θατσερικούς δεξιάς ή κεντρώας κοπής, έχουμε ένα φάσμα εκβάσεων αληθινά τρομακτικών για τον κόσμο της εργασίας στη Γαλλία και στην Ευρώπη.
Η μόνη πολιτική πρόταση, που στάθηκε αξιόπιστα απέναντι σε αυτόν τον ορυμαγδό, όσες αντιρρήσεις, προγραμματικού ή ευρύτερου χαρακτήρα, κι αν μπορούσε κάποιος να εκφράσει, είναι αυτή του Mélenchon. Γι’ αυτό και έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, νομίζω, η παρέμβαση του Γ. Βαρουφάκη («Εφ.Συν.», 8-9 Απριλίου 2017), στην οποία, τοποθετούμενος ως μέλος του DIEM25, εμφανίζει ως ισοδύναμες υποψηφιότητες αυτές του Mélenchon και του Macron!
Ενός αριστερού υποψήφιου, ταγμένου στην υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης και ενός έμπρακτου οπαδού της λιτότητας, της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και της φορολογικής ελάφρυνσης (sic) των πλούσιων.
Νομίζω πως από την οπτική της Αριστεράς, των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, άρα και της δημοκρατίας, αυτό συνιστά παραδοξότητα.
Ο Macron, ιδεότυπος του ανθρώπου της «περιστρεφόμενης πόρτας», είναι απεχθής υποψηφιότητα ακόμη και με όρους ηθικής τάξης, με την κοινότερη, την πιο καθημερινή έννοια. Ο συστημικότερος όλων.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Η αστοχία αυτής της άποψης είναι τόσο οφθαλμοφανής, κατά τη γνώμη μου, που απαιτεί κάποια περαιτέρω εξήγηση.
Πιστεύω πως στον πυρήνα μιας τέτοιας εξήγησης βρίσκεται η πίστη του Γ. Βαρουφάκη πως η ασκούμενη στην Ευρώπη πολιτική είναι εσφαλμένη και πως η αλλαγή της περνάει και μέσα από μια προσπάθεια πειθούς των ευρωπαϊκών ελίτ σχετικά με αυτό. Πρόκειται για ένα εγχείρημα βάσει του οποίου «η λογική στο τέλος θα επικρατήσει». Αυτό σε μεγάλο βαθμό καθόρισε και τον τρόπο που χειρίστηκε τη διαπραγμάτευση κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας.
Ρητά έχει διατυπώσει, άλλωστε, αυτήν τη θέση πολλές φορές τα τελευταία χρόνια.
Η παλιά ιδέα –με ιδιαίτερη και διαρκή παρουσία σε κεϊνσιανούς, αλλά όχι μόνο, κύκλους- πως κάποιος πρέπει, στους καιρούς των μεγάλων κρίσεων, να σώζει τον καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό βρίσκεται στη βάση αυτής της τοποθέτησης.
Νομίζω πως πρόκειται για εσφαλμένη τοποθέτηση.
Ο καπιταλισμός δεν «φέρεται παράλογα και αυτοκαταστροφικά», όταν επιλέγει πολιτικές ακραίας λιτότητας. Αυτό που κάνει είναι να διασφαλίσει πως τα βάρη της κρίσης θα πέσουν στην πλάτη των κατώτερων τάξεων και κοινωνικών κατηγοριών και, ακόμη περισσότερο, πως η κρίση θα γίνει ευκαιρία για εκείνες τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που θα μεταβάλλουν με διαρκή τρόπο τον κοινωνικό συσχετισμό υπέρ του κεφαλαίου.
Οπως το θέτουν οι μαρξιστές, αυτά θα διαμορφώσουν τους όρους ώστε –και με την αναγκαία καταστροφή του ελλιπώς αξιοποιούμενου κεφαλαίου- να επανεκκινήσει ο κύκλος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Mε την αποκατάσταση, πρώτα απ’ όλα, επαρκούς κερδοφορίας.
Αυτό δεν σημαίνει πως η έκβαση θα είναι επιτυχής, στο μέτρο που η πορεία της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες –μεταξύ των οποίων καθοριστικοί είναι οι κοινωνικοί αγώνες. Η επιλογή, πάντως, δεν είναι «παράλογη».
Είναι γι’ αυτό που οι «μετριοπαθείς» και «λογικές» προτάσεις πολιτικής δεν περπατούν. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο θα τις υιοθετούσε με την παρρησία που είναι αναγκαία για τη μερική έστω, εφαρμογή τους.
Βλέποντάς το λίγο διαφορετικά, θα έλεγα πως λείπει το κοινό έδαφος για την άσκηση μιας πολιτικής ταξικής συμφιλίωσης, όπως συμβαίνει διαχρονικά σε περιόδους καπιταλιστικών κρίσεων. Περιόδους, δηλαδή, αντικειμενικής όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων, όταν λύσεις win win, από ταξική άποψη, δεν υφίστανται και το κεφάλαιο πρώτο πορεύεται με βάση το «ή εμείς ή αυτοί», που τόσο κακοφαίνεται στους ευαίσθητους αντιλαϊκιστές μας.
Πριν από δύο χρόνια ακριβώς, στις 22 Απριλίου 2015, σε συνέδριο της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, ο υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝ.ΕΛΛ. υποστήριζε, μεταξύ άλλων: «Εν έτει 2015, […] όλοι είναι θύματα σε τελική ανάλυση. Αν φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα αναπτυσσόμαστε, τότε μπορεί να ξαναρχίσουμε να μιλάμε για συγκρουόμενα συμφέροντα εργασίας και κεφαλαίου. Σήμερα είμαστε μαζί».
Μόνο που, φανερά, δεν είμαστε μαζί. Γιατί τα αφεντικά, στη μεγάλη τους πλειονότητα, αφού φρόντισαν να φτιάξουν καλό και ασφαλές κομπόδεμα εξάγοντας τεράστια χρηματικά ποσά, αφού διασώθηκαν, όποτε χρειάστηκε, σήμερα επιχειρούν την «ανάπτυξη» πληρώνοντας δυο-τρία κατοστάρικα τον μήνα -όταν θυμηθούν πολλοί από αυτούς- κλέβοντας φόρους και εισφορές εργαζομένων και εκβιάζοντας με την απειλή των ακόμη χειρότερων ημερών.
Δεν πιστεύω πως το κάνουν επειδή παραλογίζονται. Μάλλον η ταξική τους λογική, η οποία αποδείχτηκε πολύ ωφέλιμη διαχρονικά, τους οδηγεί στις επιλογές τους.
Το κεφάλαιο στη Γαλλία μισεί τον Mélenchon και λατρεύει, μέχρι παρεξηγήσεως, τον Macron. Νομίζω πως δεν παραλογίζεται.
*Πηγή: efsyn.gr. Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, εκπαιδευτικός.