«Στις 24 Ιουνίου, θα δώσουμε ένα μάθημα στη Δύση» βροντοφώναξε ο Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων οπαδών του που αψήφησαν τη νεροποντή και κατέκλυσαν το Γενί Καπί, στην Κωνσταντινούπολη, την περασμένη Κυριακή. Αν και δεν μπήκε σε λεπτομέρειες για το είδος του «μαθήματος», το υπονοούμενο ήταν σαφές, καθώς είχε διατυπωθεί κατά κόρον στο πρόσφατο παρελθόν: από τις μεγάλες διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί, το 2013, μέχρι το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η Δύση –με αρωγό και την Ελλάδα– βάλθηκε να με ανατρέψει για να οδηγήσει την Τουρκία σε μια νέα εθνική συρρίκνωση. «Η επανεκλογή μου στη θέση του πανίσχυρου προέδρου και η νίκη του ΑΚΡ στις 24 Ιουνίου θα είναι η καλύτερη απάντηση».
Αν και η προσφυγή στον αντιδυτικό εθνικισμό αποτελεί ασφαλή προεκλογική επένδυση στη σημερινή Τουρκία, επί της ουσίας ο Ταγίπ Ερντογάν δεν νομιμοποιείται να διαμαρτύρεται. Παρότι έχουν πολλούς λόγους να μη νιώθουν άνετα μαζί του, οι ηγέτες της Δύσης δεν έκαναν το παραμικρό για να του δυσκολέψουν τη ζωή, αντίθετα, έσπευσαν να του παραχωρήσουν κάποια προεκλογικά δώρα.
Το πρώτο εξ Αμερικής δώρο ήρθε την περασμένη Δευτέρα, όταν ανακοινώθηκε ότι Τούρκοι και Αμερικανοί στρατιώτες άρχισαν κοινές περιπολίες στα περίχωρα της πόλης Μανμπίτζ, στη βόρεια Συρία, όπου είχε απειληθεί ακόμη και στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των δύο νατοϊκών συμμάχων. Η Αγκυρα πίεζε την Ουάσιγκτον να διώξει τους Κούρδους μαχητές της πολιτοφυλακής YPG από την πόλη και γενικά να τους περιορίσει στα ανατολικά του Ευφράτη, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση τα στρατεύματά της, που ήδη βρίσκονται ως δύναμη κατοχής στο Αφρίν, θα συνέχιζαν την προέλασή τους. Η κρίση εκτονώθηκε με τη συμφωνία των υπουργών Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και Μεβλούτ Τσαβούσογλου στις 4 Ιουνίου, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται την τελευταία εβδομάδα του προεκλογικού αγώνα.
Στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (δηλαδή, στο 95% του τουρκικού Τύπου) κυκλοφορεί η εικασία ότι η αντικατάσταση του Ρεξ Τίλερσον από τον Μάικ Πομπέο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ έγειρε την πλάστιγγα υπέρ εκείνων των αμερικανικών κέντρων που επιθυμούν εξομάλυνση με τον Ερντογάν. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί ο διορισμός νέου πρεσβευτή, του Ντέιβιντ Σάτερφιλντ, στην Αγκυρα, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές.
Το τρίτο συμβολικό δώρο της Ουάσιγκτον ήταν η τελετή παράδοσης του πρώτου από τα 100 F-35 που έχει παραγγείλει η Τουρκία από την εταιρεία Lockheed Martin, παρά την απόφαση της Γερουσίας που ζητούσε την αναστολή της παράδοσης. Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί γερουσιαστές είχαν στηρίξει αυτή την απόφαση επικαλούμενοι την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία και τη φυλάκιση του Αμερικανού πάστορα Αντριου Μπράνσον, που κατηγορείται από την Αγκυρα ότι στήριζε τους πραξικοπηματίες του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Οσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις κυβερνήσεις των ισχυρότερων κρατών-μελών της, η στάση τους ήταν άκρως διακριτική. Παρά τις αντιδράσεις βουλευτών από πολλά κόμματα, η γερμανική κυβέρνηση συνέχισε κανονικά την προμήθεια αρμάτων μάχης Leopard, με τα οποία ο τουρκικός στρατός σφυροκοπά τους Κούρδους στη βόρεια Συρία. Το κυριότερο, οι Ευρωπαίοι απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν το «πυρηνικό» τους όπλο, που θα μπορούσε να εκτροχιάσει εν μια νυκτί την προεκλογική εκστρατεία του Ερντογάν: την οικονομική πίεση. Με δεδομένο ότι η λίρα βαίνει την κατιούσα και η τουρκική οικονομία αποσταθεροποιείται επικίνδυνα, η παραμικρή κίνηση από την πλευρά της Ευρώπης θα μπορούσε να προκαλέσει πανικό και κύμα φυγής κεφαλαίων.
Αλλωστε, η Ε.Ε. είναι μακράν ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, καθώς της αντιστοιχούν το 45% των εξαγωγών και το 38% των εισαγωγών της. Είναι προφανές όμως ότι οποιαδήποτε οικονομική πίεση όχι μόνο θα έθιγε το (πλεονασματικό, για την Ευρώπη) εμπόριο με την Τουρκία, αλλά και θα έθετε σε κίνδυνο τη συμφωνία με τον Ερντογάν για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών. Τη στιγμή που η κυβέρνηση της Μέρκελ κινδυνεύει να πέσει λόγω του μεταναστευτικού και η μισή Ευρώπη βρίσκεται στα κάγκελα γι’ αυτό το ζήτημα, προφανώς αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελαν στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες.
Σε κάθε περίπτωση, τα συσσωρευμένα, καίρια διλήμματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα τεθούν επί τάπητος, ζητώντας άμεσες απαντήσεις, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης. Αν γίνει η πολύ μεγάλη έκπληξη και επικρατήσει τελικά ο κεμαλικός Μουχαρέμ Ιντζέ στον δεύτερο γύρο, θα πρέπει να περιμένουμε γρήγορες κινήσεις εξομάλυνσης προς τη Δύση, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό θα είναι προς όφελος της Ελλάδας. Στην προεκλογική περίοδο, ο Ιντζέ (όπως και η Ακσενέρ) πλειοδοτούσε σε ανθελληνική ρητορεία, κραυγάζοντας ότι «αν δεν ήταν ο Κεμάλ, τώρα θα μας φώναζαν Γιώργο και Κώστα» και κατηγορώντας το ΑΚΡ για τα περίφημα «18 νησιά» που υποτίθεται ότι παρέδωσε στους Ελληνες.
Η δύσκολη στροφή
Στην πιθανότερη περίπτωση επικράτησης του Ερντογάν, στον πρώτο ή έστω στον δεύτερο γύρο, τα πράγματα θα είναι πιο σύνθετα. Ασφαλώς, ο Τούρκος πρόεδρος συνειδητοποιεί ότι θα του είναι δύσκολο να συνεχίσει επί μακρόν να ακροβατεί ανάμεσα στον Τραμπ και στον Πούτιν. Ηδη η εύθραυστη τριμερής συνεννόηση της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν υφίσταται ισχυρές πιέσεις. Το Ιράν μαζί και το Ιράκ διέψευσαν δημοσίως την τουρκική κυβέρνηση που ισχυριζόταν ότι οι (σε μεγάλο βαθμό θεατρικού, προεκλογικού χαρακτήρα) επιχειρήσεις της εναντίον του ΡΚΚ στα όρη Καντίλ του βόρειου Ιράκ είχαν τη συγκατάθεσή τους.
Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφατες κινήσεις καλής θέλησης της κυβέρνησης Τραμπ καθόλου δεν προδικάζουν τις τελικές αποφάσεις της. Στο Συριακό, είναι πολύ δύσκολο για τους Αμερικανούς να «πουλήσουν» εντελώς τους Κούρδους της YPG, του μόνου αξιόμαχου συμμάχου που διαθέτουν επί συριακού εδάφους. Οσο για τα F-35, παραμένει άκρως αμφίβολο αν φτάσουν τελικά στην Τουρκία – κάτι που σε κάθε περίπτωση δεν θα γίνει πριν από το 2020. Η τελική απόφαση ανήκει στην πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος την εξαρτά από το κατά πόσον ο Ερντογάν θα ακυρώσει, τελικά, τη συμφωνία για τους S-400. Το μεγάλο ερώτημα, που εύλογα τίθεται είναι αν ένας ενδεχόμενος συμβιβασμός του Ερντογάν με τις ΗΠΑ στο Συριακό και στο Κουρδικό συνοδευθεί από ανταλλάγματα σε άλλα μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου.
*Πηγή: Καθημερινή – 24/6/2018