Το tweet του Ντόναλντ Τραμπ, στις 19 Δεκεμβρίου, με το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει το σύνολο των στρατιωτών του από τη Συρία, ήταν μουσική στα αυτιά του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι οι ΗΠΑ θα του δώσουν το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει με τους Κούρδους στη βορειοανατολική Συρία, με αντάλλαγμα την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων και την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ερντογάν ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι σκοπεύει να δημιουργήσει «ζώνη ασφαλείας», πλάτους 32 χιλιομέτρων, κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων. Αυτό θα σήμαινε ανηλεή στρατιωτική εκστρατεία εναντίον των Κούρδων, αφού όλες οι πόλεις τους, που ελέγχονται από την πολιτοφυλακή YPG, βρίσκονται μέσα σε αυτή τη ζώνη.
Ο Ιεμπραχέμ Μουσλέμ, διπλωματικός εκπρόσωπος του συροκουρδικού κόμματος PYD στην Ελλάδα, επέστρεψε πρόσφατα από τη Ροτζάβα, το συριακό Κουρδιστάν. Μας περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση στις κουρδικές περιοχές Αφρίν και Τζαραμπλούς, τις οποίες κατέλαβε σε δύο διαδοχικές εισβολές ο τουρκικός στρατός. «Οι περιοχές αυτές έχουν μεταβληθεί σε εμιράτα από τους τζιχαντιστές που στηρίζει η Τουρκία. Εξελίσσεται μια επιχείρηση εθνοκάθαρσης εναντίον των Κούρδων. Περίπου 200.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Αφρίν και ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Στις περιοχές αυτές οι πολίτες εφοδιάζονται με τουρκικές ταυτότητες και το νόμισμα που κυκλοφορεί είναι η τουρκική λίρα, ενώ το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα έρχονται από τα τουρκικά δίκτυα. Ολα δείχνουν ότι η Τουρκία επιδιώκει να απορροφήσει, τελικά, αυτές τις περιοχές, αλλάζοντας τα σύνορα στην περιοχή, κάτι που ανταποκρίνεται στην αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης από τον Ερντογάν».
Οι εξελίξεις
Μια παρόμοια, δραματική ανατροπή δεν φαίνεται πιθανή χωρίς την ανοχή των ΗΠΑ ή της Ρωσίας, κατά προτίμηση και των δύο. Ωστόσο, οι εξελίξεις του τελευταίου δεκαπενθήμερου επεφύλασσαν δύο διαδοχικές ψυχρολουσίες για την Αγκυρα. Η πρώτη ήρθε στις 14 Ιανουαρίου από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προειδοποίησε ότι δεν θα διστάσει «να καταστρέψει οικονομικά» την Τουρκία αν επιχειρήσει να εξοντώσει τους Κούρδους μαχητές, βασικό αιμοδότη του αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Είναι αλήθεια ότι η εικόνα πολιτικού φρενοκομείου που εκπέμπει η κυβέρνηση Τραμπ, με τις αλλεπάλληλες αλλαγές πολιτικής και τις αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές των διάφορων κέντρων εξουσίας, δεν επιτρέπει καμία ασφαλή πρόβλεψη. Εξίσου είναι γεγονός, όμως, ότι μέχρι στιγμής ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης δεν έχει φύγει από τη Συρία. Την ίδια στιγμή, η στρατηγικής σημασίας πόλη Μανμπίτζ, την οποία εποφθαλμιά η Τουρκία, εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Κούρδων, ενώ στα περίχωρά της βρίσκονται στρατιώτες του Ασαντ και της Ρωσίας, εμποδίζοντας τουρκική επίθεση.
Με την Αμερική να μην του δίνει, προσώρας, το πράσινο φως, ο Ερντογάν κατέφυγε στη Ρωσία. Η ρωσική εφημερίδα Kommersant ανέφερε ότι στόχος του Τούρκου προέδρου ήταν μια κυνική συναλλαγή: να επιτρέψει η Τουρκία στον Ασαντ να αλώσει τον τελευταίο θύλακο αντικαθεστωτικών (κατά βάση, της Αλ Κάιντα) στο Ιντλίμπ, με αντάλλαγμα την ανοχή της Ρωσίας στην εκστρατεία εναντίον των Κούρδων.
Ωστόσο, η συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο Κρεμλίνο, την περασμένη Τετάρτη, του επεφύλασσε μια δεύτερη, ακόμη περισσότερο οδυνηρή, ψυχρολουσία. Ο Ρώσος ηγέτης δεν αναφέρθηκε καν στην αξίωση που είχε εγείρει ο επισκέπτης του περί «ζώνης ασφαλείας» κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ανδρών.
Αντίθετα, κατέστησε σαφές ότι η Ρωσία ρίχνει το βάρος της υπέρ μιας συνδιαλλαγής μεταξύ Ασαντ και Κούρδων. Οι σχετικές συνομιλίες έχουν ήδη ξεκινήσει και οι Κούρδοι έχουν καταθέσει κείμενο δέκα σημείων που προβλέπει έλεγχο των συνόρων με την Τουρκία από τον στρατό του Ασαντ, ενσωμάτωση των δυνάμεών τους στον συριακό στρατό και διατήρηση της προχωρημένης αυτοδιοίκησης των περιοχών τους.
Παράλληλα, ο πρόεδρος Πούτιν εξέφρασε, ευγενικά μεν, πλην σαφέστατα, τη δυσφορία του για τη δράση των τζιχαντιστών στο Ιντλίμπ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν αποκλείεται να αναλάβει σύντομα δράση ο συριακός στρατός για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, αν η Τουρκία δεν διώξει την Αλ Κάιντα (που μετονομάστηκε Αλ Νούσρα και ύστερα Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ). Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να διαπραγματευτεί από πιο αδύναμες θέσεις: ο Ασαντ έχει κερδίσει πλέον τον εμφύλιο πόλεμο και σύντομα θα αναγνωριστεί από τον Αραβικό Σύνδεσμο, ενώ ο Πούτιν έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο για την πολιτική λύση του Συριακού, είτε το θέλει η Αγκυρα είτε όχι.
*Πηγή: Καθημερινή