AKZELERATIONISMUS: ΕΝΑ ΝΕΟ ΤΕΧΝΟΟΥΤΟΠΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ
Στο πλαίσιο της συζήτησης για το μέλλον της εργασίας και του καπιταλισμού ανήκει και το, εκπορευόμενο από τη δεκαετία του ’70, αλλά αποκτήσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, κυρίως στους καλλιτεχνικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, πολιτικοφιλοσοφικό ρεύμα του Akzelerationalismus (Avanessian / Mackay (Hg.), #Akzeleration# 2, 2014). Αφετηρία του ρεύματος αυτού είναι η θέση ότι οι αντιφάσεις του καπιταλισμού πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω όξυνσης και επιτάχυνσής τους. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί η τεχνολογική επανάσταση μέχρι των άκρων, έτσι ώστε να αντιστραφεί η κρατούσα εξέλιξή της προς όφελος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και να οδηγήσει στην υπέρβασή τους, ενεργοποιώντας την λανθάνουσα χειραφετητική της δυναμική. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, η επιστημοτεχνική επανάσταση πρέπει να αξιοποιηθεί, όχι για να καταστρέψει τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά για να τον αντιστρέψει υπέρ κοινωνικών σκοπών. Πρόκειται για ένα εγχείρημα υπέρβασης των κυρίαρχων ρευμάτων της Αριστεράς, στα οποία ανήκει και ο πρόσφατα εμφανισθείς «υπερβατικός μιζεραμπιλισμός», ο οποίος επηρεάστηκε έντονα από την κριτική θεωρία της Σχολής της Φραγκφούρτης. Υπό το κράτος της ασκηθείσας έντονης κριτικής για τον τεχνοουτοπιστικό χαρακτήρα της θεωρίας αυτής επιχειρήθηκε αργότερα η λείανση των «γωνιών» του επίμαχου σχήματος μέσω εξορθολογισμού και «αποκάθαρσης» της βασικής τους θέσης για επιτάχυνση της τεχνολογικής εξέλιξης από τα τεχνοοουτοπιστικά στοιχεία, όπου ως κεντρική πια αποστολή του ακσελερασιοναλισμού αναδεικνύεται το πολιτικο-επιστημολογικό καθήκον «αποσαφήνισης των πραγματικών μηχανισμών της πολιτικοοικονομικής καταπίεσης και χειραγώγησης, έτσι ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ανάπτυξη μιας χειραφετητικής πολιτικής» (Avanessian / Mackay (Hg.), σ. 41). Στο πλαίσιο αυτό η Αριστερά οφείλει να επεξεργαστεί ένα κοινωνιοτεχνολογικό μοντέλο ηγεμονίας, το οποίο είναι σε θέση να επαναπρογραμματίσει και να μετασχηματίσει τις νέες τεχνολογίες και να τις καταστήσει μοχλό της μετακαπιταλιστικής μετάβασης. Στην κρίσιμη μεταβατική φάση και τη διαγραφόμενη εξέλιξη προς μία κοινωνία χωρίς εργασία κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η διασφάλιση ενός, άνευ όρων παρεχόμενου, βασικού εισοδήματος, όπου τα συνδικάτα καλούνται να μεταβάλουν ριζικά αποστολή, τακτική και στρατηγική αποχαιρετώντας την κοινωνία της εργασίας.
Ο ακσελερασιοναλισμός, παρά την συμβολή του στον πολιτικοφιλοσοφικό διάλογο για τον ψηφιακό καπιταλισμό, τις αντιφάσεις, και την περαιτέρω πορεία του, καθώς και στην απομυθοποίηση του δόγματος ΤΙΝΑ, εμφανίζει σημαντικές ασάφειες και κενά, ιδίως ως προς την αποσαφήνιση και συγκεκριμενοποίηση των μέτρων και των πολιτικών, μέσω των οποίων οι νέες τεχνολογίες από μηχανισμοί υποταγμένοι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θα μετασχηματιστούν σε όχημα μετακαπιταλιστικής μετάβασης
ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ αυτό «νέο» ρεύμα, που δεν παραλείπει και αυτό να αναφερθεί στο, προδρομικό για τις βασικές του θέσεις, «απόσπασμα για τις μηχανές» του Marx, δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο. Τούτο δε καθώς στηρίζεται εμφανώς σε παλαιότερες και καλλίτερα επεξεργασμένες θεωρίες. Ωστόσο, παρά την έντονη κριτική που προκάλεσε, εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτικοφιλοσοφικού ενδιαφέροντος στον ευρύτερο χώρο της «αριστερής διανόησης». Πάντως, ο επιχειρούμενος μεταγενέστερα «εξορκισμός» του τεχνολογικού ντετερμινισμού, δεν φαίνεται τελικά ότι αποφεύγει την πτώση στην παγίδα του.
Ο ακσελερασιοναλισμός, παρά την συμβολή του στον πολιτικοφιλοσοφικό διάλογο για τον ψηφιακό καπιταλισμό, τις αντιφάσεις, και την περαιτέρω πορεία του, καθώς και στην απομυθοποίηση του δόγματος ΤΙΝΑ, εμφανίζει σημαντικές ασάφειες και κενά, ιδίως ως προς την αποσαφήνιση και συγκεκριμενοποίηση των μέτρων και των πολιτικών, μέσω των οποίων οι νέες τεχνολογίες από μηχανισμοί υποταγμένοι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θα μετασχηματιστούν σε όχημα μετακαπιταλιστικής μετάβασης. Εξάλλου, ιδιαίτερα προβληματικές και συνάμα εξωπραγματικές εμφανίζονται οι θέσεις του έναντι της εργασίας και των συνδικάτων. Δεν είναι έτσι υπερβολική η αιτίαση ότι η προτροπή του για τον τρόπο αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών αναδίδει περισσότερο μία σοσιαλρεφορμιστική, παρά μία ανατρεπτική, αντι-ή μετακαπιταλιστική αντίληψη.
Πρέπει να επισημανθεί ότι όλες σχεδόν οι προαναφερθείσες κατασκευές για την εξέλιξη του ψηφιακού καπιταλισμού και το μέλλον της εργασίας, με εξαίρεση ίσως τη θεωρία των Hardt – Negri, φαίνεται ότι θεωρούν μεν ως αναγκαία για την υλοποίησή τους την εναλλακτική ενεργοποίηση του κράτους. Ωστόσο, δείχνουν να αγνοούν ή, έστω, να υποτιμούν τη βασική εξάρτηση του κράτους και των μηχανισμών του από τα προτάγματα και τις ανάγκες λειτουργίας και αναπαραγωγής του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος. Πολλώ μάλλον καθώς, όχι μόνο οι δυνατότητες μιας σχετικά αυτόνομης εναλλακτικής αξιοποίησής του τόσο για λόγους αντικειμενικούς (νεοφιλελευθερισμός, χρεοκρατία, αγορές, παγκοσμιοποίηση, ψηφιοποίηση) όσο και υποκειμενικούς (συσχετισμός κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, σχέση κεφαλαίου – εργασίας, κρίση συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, πολυδιάσπαση και ετερογένεια του πρεκαριάτου ως δυνάμει ανατρεπτικού υποκειμένου) είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, αλλά και η ίδια η αστική δημοκρατία βρίσκεται σε κατάσταση προϊούσας αποσταθεροποίησης από τις αγορές. Έτσι δεν μπορούν να εξηγήσουν πειστικά, πως η όποια, ευαγγελιζόμενη τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης των παραγωγικών και οικονομικών σχέσεων με κυρίαρχο κοινωνικό πρόσημο, θεωρία θα μπορέσει να πραγματωθεί ειρηνικά, μέσω εναλλακτικής χρησιμοποίησης του κράτους, πως, με άλλα λόγια, οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις, οι αγορές και το κράτος που βασικά τις υπηρετεί, υπό την «ασφυκτική πίεση» των νέων τεχνολογιών θα αναγκαστούν να παραδοθούν αμαχητί. Πολλώ μάλλον όταν διαθέτουν ένα τεράστιο οπλοστάσιο καταστολής και άσκησης πολιτικής βίας, κυβερνοεπιτήρησης, κοινωνικού ελέγχου και «αποικιοποίησης του φαντασιακού» (Curcio) μέσω του διαδικτύου και τέλος ιδεολογικής χειραγώγησης μέσω της κοινωνικής μηχανικής. Και ναι μεν για τους θιασώτες του τεχνοφοβικού ντετερμινισμού (π.χ. Robert Reich) μια τέτοια εναλλακτική χρησιμοποίηση του κράτους θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο σχεδιασμού και επιδίωξης ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου», εξορθολογιστικού και «εξημερωτικού» του καπιταλισμού, αποτρεπτικού του «τέλους της εργασίας», «αποκαταστατικού» μέχρις ένα βαθμό της «συνύπαρξης» καπιταλισμού και δημοκρατίας και διασφαλιστικού μιας στοιχειώδους εργασιακής και κοινωνικής προστασίας. Όμως, για τους a priori και ex principio αρνητές του καπιταλισμού και προφήτες της μετακαπιταλιστικής μετάβασης, τους στηριζόμενους, κατά το μείζον ή έλασσον, στην υπέρ- ή παρερμηνεία του έργου του Marx, στο βαθμό που δεν θεωρούν την μετακαπιταλιστική μετάβαση ως οιονεί νομοτελειακό αποτέλεσμα της επερχόμενης κατάρρευσης του κυρίαρχου συστήματος λόγω υπερσυσσώρευσης θετικής εντροπίας, μια τέτοια θέση θα ήταν παντελώς έωλη. Τούτο δε καθώς θα παραγνώριζε ανεπίτρεπτα τον κρίσιμο ρόλο του κράτους στη διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος.
ΕΞΑΛΛΟΥ, υποτιμούν το ρόλο της ζωντανής εργασίας που όχι μόνο δεν τείνει προς εξαφάνιση, αλλά αντιθέτως, παρά την παντοειδή, «παραδοσιακού» ή ψηφιακού τύπου, απορρύθμιση, εξακολουθεί να αποτελεί τον αιμοδότη του ψηφιακού καπιταλισμού. Πρόκειται για «μετακαπιταλιστικές φαντασιώσεις» που συνεπάγονται την απόρριψη της αντίληψης για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της εργατικής τάξης στην πορεία μετακαπιταλιστικής μετάβασης και την αναγωγή ή, ακριβέστερα, την υποστασιοποίηση του ετερόκλητου και ανομοιογενούς κοινωνικά και στερουμένου ενιαίας ταξικής συνείδησης, πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης «πλήθους» των πάσης κατηγορίας «αποεδαφικοποιημένων» νομάδων, μεταναστών, «διαδικτυομένων – εξεγερμένων», «πρεκαριοποιημένων» σε νέο ιστορικό υποκείμενο, εξοπλισμένο με τη βούληση και τη δύναμη προώθησης της διαδικασίας μετακαπιταλιστικής μετάβασης ή και ανατροπής όχι μόνο στο εθνικό πεδίο, αλλά και στο πανίσχυρο ακόμα, παρά την κρίση, πεδίο της «αυτοκρατορίας».
ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΙΑ
1Είναι αναμφισβήτητο ότι οι νέες επαναστατικές, ψηφιακές και ρομποτικές, τεχνολογίες, ήδη από την περίοδο της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, πραγματοποίησαν μία καταλυτική παρέμβαση στους υλικούς και ιδεολογικούς όρους παραγωγής και εργασίας. Βασικά χαρακτηριστικά της παρέμβασης αυτής είναι, α) η ψηφιακή χωροχρονική αποσταθεροποίηση της εργασίας (κινητή εργασία, διαρκής διαθεσιμότητα εργασίας, εργασία on demand, crowdworking, ουμπεροποίηση εργασίας), β) ο ηλεκτρονικός νεοτεϋλορικός κερματισμός της εργασιακής διαδικασίας, γ) η ρευστοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας μέσω διάσπασής της σε επιμέρους παραγωγικές μονάδες, δ) η στρατευμένη στην αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων εντατικοποίηση της εργασίας μέσω σύμπλευσης πρωτοκαπιταλιστικών και υπερεξελιγμένων μηχανισμών εκμετάλλευσης και απορρύθμισης της εργασίας και του συστήματος νομικής προστασίας της και η συνακόλουθη αύξηση του εργασιακού στρες (ψηφιακό στρες – σύνδρομο burn out), ε) η προϊούσα δυναμική κατάληψης θέσεων εργασίας από αλγόριθμους και εξελιγμένα ρομπότ και στ) η «επανεμφάνιση» και ο «εμπλουτισμός» του κοινωνικού ζητήματος μέσω μιας δυναμικής «προλεταριοποίησης» ή «πρεκαριοποίησης» μεγάλων τμημάτων της μέσης τάξης (ελεύθερων επαγγελματιών, μικροεπιχειρηματιών και ψευδοαυτοαπασχολούμενων).
Ανοικτός είναι ο δρόμος για μια ριζοσπαστική χειραφετητική αξιοποίηση της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» και των τεραστίων δυνατοτήτων που αυτή περικλείει. Ο ριζοσπαστικός αυτός εναλλακτικός δρόμος προϋποθέτει βεβαίως την απελευθέρωση της τεχνολογίας από τη λογική της οικονομίας της αγοράς, της κεφαλαιακής συσσώρευσης και του κέρδους, δηλ. απαιτεί τη ριζική αλλαγή του τελολογικού, κοινωνικοοικονομικού προσανατολισμού της
Υπό το πρίσμα της νέας αυτής, οικονομικής, οικονομικοτεχνικής και εργασιακής πραγματικότητας, όπου η γνώση φαίνεται να επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις και το software το hardware, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, αν και στη νέα βιομηχανική επανάσταση οι αρρυθμίες, οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις του τρόπου παραγωγής, η τάση διπλής απαξίωσης τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας, μπορούν να ξεπεραστούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, ή αν αυτή τη φορά η κεντρική αντίφαση μεταξύ δυνάμεων παραγωγής και παραγωγικών σχέσεων έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο όξυνσης, ώστε η ρήξη να βρίσκεται ante portas. Βεβαίως ο καπιταλισμός κατά τη μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή του έχει επιδείξει θαυμαστές ικανότητες προσαρμοστικότητας, επιβίωσης και αναπαραγωγής. Φαίνεται όμως ότι αυτή τη φορά οι εγγενείς αντιφάσεις του κεφαλαίου οξύνονται δραματικά. Πράγματι, παρότι οι «εφεδρικοί στρατοί» και οι «αντισταθμιστικοί μηχανισμοί» εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμη σχετικά ικανοποιητικά, φαίνεται ότι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, κινούμενος στην τροχιά της ευρισκόμενης σε δομική κρίση ψηφιακής παγκοσμιοποίησης, βρίσκεται στη δίνη μιας αυξανόμενης εντροπιακής δυναμικής. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι αυξάνονται οι φωνές τόσο εντός όσο και εκτός του κυρίαρχου συστήματος, που εκφράζουν το φόβο ότι η οικονομία, για να διαφυλάξει τον επικαθοριστικό της ρόλο στην πολιτική και το δίκαιο, «θα αναγκαστεί από τα πράγματα» να καταφύγει σε αυταρχικές μεθόδους βίας και καταστολής. Η συζήτηση για το ασυμβίβαστο μεταξύ αγορών και αστικής δημοκρατίας είναι ενδεικτική για τη δυστοπική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι η επιστημονικοτεχνική επανάσταση εμπεριέχει τεράστιες δυνατότητες βελτίωσης των βιοτικών και εργασιακών συνθηκών των ανθρώπων και αντιμετώπισης των απειλούντων την ανθρωπότητα κινδύνων. Ωστόσο, ο εγκλωβισμός της στις κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ελάχιστα, πάντως όχι απειλητικά για το σύστημα, περιθώρια αφήνει για εναλλακτική αξιοποίησή της. Έτσι η ψηφιοποίηση αναδεικνύει με ιδιαίτερη ένταση την σύμφυτη με τον καπιταλισμό βασική αντίφαση που αφίσταται μεταξύ της μείωσης του εργάσιμου χρόνου μέσω αυτοματοποίησης αφενός και συρρίκνωσης των περιθωρίων άντλησης υπεραξίας από την εκτοπισθείσα εργασία, δηλ. αναίρεσης της λειτουργίας του εργάσιμου χρόνου ως μοναδικής πηγής πλούτου, αφετέρου.
2Εξάλλου, σε πείσμα της όποιας μηχανοφοβικής αντίληψης για «κυριαρχία των ρομπότ» επί του ανθρώπου και των όποιων τρομολαγνικών σεναρίων, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι πάσης φύσεως μηχανισμοί αυτοματοποίησης, οι βιομηχανικές και τεχνολογικές επαναστάσεις δεν παύουν ούτε στιγμή να είναι προϊόντα της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, δηλ. αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας, δημιουργικότητας και ευρηματικότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι η όποια λειτουργία και αξιοποίησή τους υπόκειται στον ανθρώπινο σχεδιασμό, προγραμματισμό και έλεγχο. Η τεχνολογία δεν είναι από τη φύση της ούτε καλή, ούτε κακή ούτε ευλογία ούτε κατάρα. Η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει όμως ότι η τεχνοεπιστήμη αποτελεί μία οικονομικοπολιτικά ουδέτερη κατηγορία προικισμένη με ίδια λογική και αυτόνομη εξελιξιακή δυναμική. Βεβαίως ένα επιστημονικοτεχνικό επίτευγμα ως προϊόν μιας αποστειρωμένης οικονομικοπολιτικά εργαστηριακής έρευνας, πράγμα που, ιδίως σήμερα, σπανίως συμβαίνει, θα μπορούσε να εμφανίσει μία καταρχήν ουδετερότητα. Ωστόσο αυτή αίρεται, εφόσον το επιχείρημα αυτό εισέρχεται στο στάδιο της εφαρμογής, όπου και αποκτά συγκεκριμένο τελολογικό προσανατολισμό. Έτσι, καθώς το κίνητρο και ο προσανατολισμός έχουν συνήθως οικονομικοπολιτικό πρόσημο, καθώς με άλλα λόγια η αξιοποίηση της τεχνοεπιστήμης καλείται να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο πλέγμα οικονομικών προταγμάτων, συμφερόντων και δυνάμεων, αποκτά το στίγμα του ετεροκαθορισμού. Πολλώ μάλλον αν εντάσσεται στην πολιτική εξορθολογισμού μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Όπως έχει ορθά επισημανθεί (Reinecke, Electronic Illusions, 1984, σ. 214 – 215), το αν και κατά πόσο η τεχνοεπιστήμη είναι ουδέτερη δεν εξαρτάται από τη θεωρητική, εγγενή δυνατότητά της να βλάψει ή να ωφελήσει τους πολλούς, αλλά από το κίνητρο, τον σχεδιασμό και την αξιοποίησή της. Η προϊούσα χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από ιδιωτικούς ομίλους και συναφείς, κρατικούς ή μη, οργανισμούς, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης οργάνωσης της οικονομίας της αγοράς, φανερώνει την οικονομικοπολιτική εξάρτηση της τεχνοεπιστήμης. Εξάλλου, η έλλειψη οικονομικοκοινωνικής ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης συνδέεται άρρηκτα με την έλλειψη δυνατότητας ανάπτυξης αυτόνομης δράσης. Πράγματι «η ιδέα ότι η επιστήμη και η τεχνολογία είναι αυτόνομες από την κοινωνία και ότι, αντίθετα, οι ίδιες αποτελούν βασικούς παράγοντες που την κατευθύνουν, ίσως είναι μία από τις πιο ύπουλες φαντασιώσεις του καιρού μας. Είναι βέβαια αληθές ότι η επιστήμη και η τεχνική καθοδηγούν την έρευνα και δημιουργούν οράματα προς νέες εξελίξεις, όμως αυτές οι εξελίξεις καθοδηγούνται αυστηρά από την κρατούσα κοινωνία της αγοράς και όχι αντίστροφα» (Bookchin, Re-enchanting Humanity, 1995, σ. 154).
3Οι επισημάνσεις αυτές αποκαλύπτουν «ότι η πορεία της τεχνολογίας δεν είναι προκαθορισμένη, ότι η όλη τεχνολογική διαδικασία, από την εφεύρεση έως την εφαρμογή, είναι γεμάτη από επιλογές, διαμάχες και διαπραγματεύσεις (ότι) η προσέγγιση (αυτή) απομυστικοποιεί την τεχνολογία και παραμερίζει την αντίληψη ότι υπάρχει μία αδιάλλακτη λογική τεχνολογικής ανάπτυξης» (Pelaez / Holloway, Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή, 1993, σ. 189 – 190). Υπό το πρίσμα αυτό, η ψηφιακή επανάσταση δεν συνιστά ένα «εξωτερικό συμβάν που επιβάλλει μία δεδομένη ανάπτυξη στην κοινωνία», αλλά ως σύστημα υψηλής εκλογίκευσης, προγραμματισμού και ρύθμισης του πλέγματος παραγωγικές δυνάμεις-σχέσεις παραγωγής, όχι μόνο δεν απαλλάσσεται από την εγγενή αντίφαση που το διέπει. Αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη σε εγγενείς αντιστάσεις (τεχνολογικές κρίσεις).
Από τις παραπάνω επισημάνσεις καταρρίπτεται η οποιαδήποτε αιτιοκρατική αντίληψη για το ρόλο της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» στην κοινωνία. Τόσο η «δαιμονοποίηση» (τεχνοφοβικός ντετερμινισμός) όσο και η «θεοποίησή» της (οπτιμιστικός ντετερμινισμός), καθώς υποστασιοποιούν έναν ανύπαρκτο δυϊσμό μεταξύ εργασίας και γνώσης και υποβάλλουν μία τεχνητή αντινομία, μία αγεφύρωτη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, δεν αποτελούν ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του κοινωνικού τους ρόλου και της εξελιξιακής τους δυναμικής. Αντιθέτως συνιστούν προβολές ενός κεφαλαιοκρατούμενου κοινωνικού είναι στην κοινωνική συνείδηση. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες, συνδεόμενες με την εγκλωβισμένη στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και τα προτάγματα της κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας, αλματώδη τεχνολογική εξέλιξη, απειλές όχι μόνο κατά της εργασίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού, αλλά κατά της ίδιας της επιβίωσης του ανθρώπου, η όποια διαγραφόμενη, δυστοπική εξέλιξη του μέλλοντος δεν αποτελεί έναν αιτιοκρατικά καθορισμένο μονόδρομο. Ούτε, άλλωστε, η αντιμετώπιση των διαγραφόμενων απειλών και κινδύνων περιορίζεται νομοτελειακά από συμβατές με το σύστημα που τις γεννά και τις αναπαράγει λύσεις. Αντιθέτως ανοικτός είναι ο δρόμος για μια ριζοσπαστική χειραφετητική αξιοποίηση της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» και των τεραστίων δυνατοτήτων που αυτή περικλείει. Ο ριζοσπαστικός αυτός εναλλακτικός δρόμος προϋποθέτει βεβαίως την απελευθέρωση της τεχνολογίας από τη λογική της οικονομίας της αγοράς, της κεφαλαιακής συσσώρευσης και του κέρδους, δηλ. απαιτεί τη ριζική αλλαγή του τελολογικού, κοινωνικοοικονομικού προσανατολισμού της. Όπως δε παρατηρείται εύστοχα (Δρόμος της Αριστεράς, 4/1/2018), «κάθε φορά που ξεπηδάει ένα νέο κύμα τεχνολογίας, προτείνει και ένα όμορφο μέλλον που μπορεί να κατασκευαστεί από αυτήν. Το είδαμε αυτό τον 19ο αιώνα, τις δεκαετίες του ’60, του ’90 με την εμφάνιση του διαδικτύου, κ.λπ. Το βλέπουμε ξανά και ξανά και πολλοί λένε ότι αυτή είναι η βάση για μία κοινωνικοποιημένη κοινωνία. Η απάντηση σε αυτό είναι ναι, θα μπορούσε να είναι. Αλλά δεν πρόκειται να είναι ποτέ, διότι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι κυρίαρχες. Και όσο όλες οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι κυρίαρχες και η ταξική κυριαρχία υπάρχει, θα διασφαλίσουν ότι αυτές οι νέες τεχνολογίες θα χρησιμοποιηθούν για να αποσπάσουν και άλλη αξία από την εργασία, να αφαιμάξουν τον πληθυσμό και να κλέψουν από αυτόν όσο μπορούν».
*Τα κείμενα είναι προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου με τίτλο «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ψηφιοποίηση, ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη», κεφάλαιο Δ΄
**Πηγή: edromos.gr