Τις μέρες των Χριστουγέννων του 1963, πριν από 54 χρόνια, μετά από άγριες συγκρούσεις μεταξύ ελληνοκυπριακών δυνάμεων και Τουρκοκυπρίων και με την Τουρκία να απειλεί με απόβαση στο νησί, μπήκαν για πρώτη φορά οι βάσεις για την ουσιαστική διχοτόμηση της Κύπρου. Τότε ορίστηκε η λεγόμενη «πράσινη γραμμή», που χώρισε τη Λευκωσία. Ήταν η πρώτη πράξη της διχοτόμησης που ολοκληρώθηκε με την εισβολή και τον Αττίλα του 1974.
Εκείνες τις μέρες το Κυπριακό πρόβλημα έμπαινε σε μια νέα φάση, με κύριο χαρακτηριστικό την γενίκευση των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των δυο κοινοτήτων και την Αθήνα και την Άγκυρα να βρίσκονται στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης.
Το καλοκαίρι του 1963, η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας πολιτικής κρίσης που κορυφώνεται μετά την δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη στις 22 Μαΐου. Στις 11 Ιουνίου παραιτείται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και η κυβέρνησή του. Ακολουθεί η ορκωμοσία μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον άνθρωπο των Ανακτόρων Παναγιώτη Πιπινέλη. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να σταθεί κι έτσι στις 28 Σεπτεμβρίου ορκίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη και προκηρύσσονται εκλογές για τις 3 Νοεμβρίου. Οι εκλογές αναδεικνύουν πρώτο κόμμα την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου με σχετική πλειοψηφία. Ο Παπανδρέου θα σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά θα επιμείνει να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές που θα γίνουν στις 16 Φεβρουαρίου του 1964 και θα του δώσουν ευρεία πλειοψηφία.
Στην Κύπρο οι αντιπαραθέσεις των δύο κοινοτήτων κορυφώνονται καθώς αναδεικνύονται οι αδυναμίες και τα λάθη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου που οδήγησαν στην κολοβή και προβληματική ανεξαρτησία της Μεγαλονήσου. Οι Τουρκοκύπριοι , υποκινούμενοι από την Τουρκία προβάλουν συνεχώς εμπόδια στη λειτουργία του κράτους χρησιμοποιώντας κυρίως ως όπλο το δικαίωμα του βέτο που αναγνωρίζει στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο το Σύνταγμα. Οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος εμφανίζονται σε όλους τους τομείς της ζωής και τους θεσμούς (όπως είναι για παράδειγμα οι δήμοι) δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στη λειτουργία του Κυπριακού Κράτους.
Οι ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες
Την ίδια στιγμή και οι δυο πλευρές η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ετοιμάζουν «αμυντικά σχέδια» μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ανοιχτής σύγκρουσης. Και στις δυο κοινότητες οι ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, κυρίως της άκρας δεξιάς και με έντονα τα εθνικιστικά χαρακτηριστικά ενισχύονται. Στις τουρκοκυπριακές περιοχές φτάνουν όπλα και στρατιωτικοί από την Τουρκία. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά συγκροτούνται ένοπλες ομάδες ορισμένες από τις οποίες έχουν σαφή αντικομμουνιστική τοποθέτηση, είναι εναντίον του ΑΚΕΛ, ακόμη και του προέδρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στις ομάδες αυτές που συνδέονται με την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), που βρισκόταν στο νησί με βάση τις συμφωνίες με τις οποίες συστάθηκε η Δημοκρατία της Μεγαλονήσου, ξεχωριστό ρόλο παίζουν δύο πρόσωπα που θα τα βρούμε έντεκα χρόνια μετά να πρωταγωνιστούν στο προδοτικό πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1974. Ο Νίκος Σαμψών που οι πραξικοπηματίες διόρισαν «πρόεδρο» της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο τότε ταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης, ο κορυφαίος Εφιάλτης της προδοσίας.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο πρόεδρος Μακάριος, πιεζόμενος και από εθνικιστικά στοιχεία εκδηλώνει την πρόθεση να επιδιώξει αναθεώρηση του Συντάγματος που προέκυψε από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Mετά από 53 χρόνια μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως με την κίνησή αυτή του αρχιεπισκόπου και προέδρου της Κύπρου τέθηκε ουσιαστικά και πάλι επί τάπητος το θέμα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και μπήκε στο περιθώριο η θέση της αυτοδιάθεσης ενώ από την άλλη πλευρά δόθηκε και η δυνατότητα στην Άγκυρα να προωθήσει τα σχέδια της για διχοτόμηση του νησιού.
Η αντίδραση από την τουρκική πλευρά στις προθέσεις του Μακαρίου ήταν άμεση. Ο υπουργός Εξωτερικών Ερκίν δήλωσε στις 3 Απριλίου 1964: «Η Τουρκική Δημοκρατία είναι αποφασισμένη και ακλόνητος εις την θέλησίν της όπως εφαρμοσθούν κατά γράμμα αι συμφωνίαι και το Σύνταγμα και προστατευθούν τα τουρκικά δικαιώματα».
Επιφυλακτική ήταν και η κυβέρνηση των Αθηνών που φοβόταν μια εκτός ελέγχου έκρηξη στο νησί που θα οδηγούσε σε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία.
Όμως ο Μακάριος επέμεινε να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση. Οι προτάσεις του Μακαρίου, όπως αναφερόταν και στον διεθνή Τύπο, ήταν λογικές και απέβλεπαν στη μείωση των διχοτομικών στοιχείων των συμφωνιών της Ζυρίχης και στην εξασφάλιση της ενότητας του Κυπριακού Κράτους καθώς και στην δυνατότητά του να λειτουργήσει. Αυτό που αμφισβητήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση αλλά και πολλούς αναλυτές ήταν αν τα 13 σημεία υποβλήθηκαν την κατάλληλη στιγμή αιφνιδιάζοντας ακόμη και την Αθήνα.
Η αγγλική προβοκατόρικη ενθάρρυνση
Στο σχέδιο του αυτό ο Μακάριος είχε και τη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας. Εκείνες τις μέρες η βρετανική κυβέρνηση, μέσω του ύπατου αρμοστή σερ Άρθουρ Κλαρκ, έπαιξε για μια ακόμη φορά ένα βρώμικο προβοκατόρικο παιχνίδι σε βάρος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Με δυο λόγια: Οι Άγγλοι ήθελαν να οδηγήσουν τα πράγματα στην Κύπρο σε συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ των δύο κοινοτήτων για να επαναφέρουν την κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο, στο πλαίσιο μια γενικότερης προσπάθειας να ανακτήσουν τις θέσεις που είχαν στο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (τ. Δ΄ 1961-1964, σ. 367) σημειώνει για τα αγγλικά σχέδια: «Σε τι αποβλέπει η αγγλική κυβέρνηση με την ανάμιξή της στην κυπριακή κρίση; Υποστηρίζεται βάσιμα ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση. Η εξάπλωση του νασερισμού, η εξέγερση στην Υεμένη, η κατάρρευση της «Ομοσπονδίας της Νότιας Αραβίας» (βρετανικού αποικιακού κατασκευάσματος), η ανεξαρτησία της Αλγερίας, η ίδρυση του ΟΠΕΚ, οι εθνικοποιήσεις στην Αίγυπτο και, κυρίως, η ολοένα σημαντικότερη παρουσία του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο οδηγούν τη βρετανική διπλωματία σε αναθεώρηση της πολιτικής της στο Κυπριακό.
Η ανεξαρτησία , έστω και με τους περιορισμούς των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στους αδέσμευτους περικλείουν κινδύνους για την αυτοκρατορική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας. Γι’ αυτό το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσινγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο όμως τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η «διπλή ένωση», όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου, ότι εξασφαλίζει τη νατοποίηση της Κύπρου. Στη γραμμή αυτή θα βοηθήσουν ενεργητικά οι «ενωτικοί», φιλογριβικοί και άλλοι, στην Κύπρο και την Ελλάδα».
Λάδι στη φωτιά από τους ακροδεξιούς
Δεν είναι τυχαίο ότι λάδι στη φωτιά ρίχνουν συνειδητά ακροδεξιά έντυπα στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η εφημερίδα του Σαμψών «Μάχη» αποκαλύπτει στις 9 Νοεμβρίου ότι μεταξύ των αξιωματικών του τουρκικού αποσπάσματος στην Κύπρο κυκλοφορεί φυλλάδιο στο οποίο αναφέρεται ότι, όταν ο αντιπρόεδρος Κιουτσούκ δώσει το σύνθημα, η τουρκική δύναμη θα επέμβει. Δυο μέρες μετά, η ίδια εφημερίδα αποκαλύπτει ένα, προερχόμενο από «διαρροή», απόρρητο σχέδιο άσκησης που διεξάγουν οι βρετανικές δυνάμεις με το όνομα ROUND TABLE. Το σενάριο της άσκησης ήταν η αντιμετώπιση μιας εκρηκτικής κατάστασης που θα δημιουργούσαν απόπειρα ακραίων στοιχείων να καταλάβουν την εξουσία, οχλοκρατικές εκδηλώσεις και κοινοτικές ταραχές.
Τα 13 σημεία του Μακαρίου
Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Μακάριος πρότεινε στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Κιουτσούκ 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος: Κατάργηση του δικαιώματος βέτο όχι μόνο στον αντιπρόεδρο αλλά και στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενοποίηση της Δικαιοσύνης και όχι χωριστά δικαστήρια για κάθε κοινότητα, αναλογική συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη δημόσια διοίκηση, ενιαία αστυνομία, κατάργηση χωριστών δήμων και των διατάξεων που προέβλεπαν χωριστές πλειοψηφίες για τη θέσπιση ορισμένων νόμων από τη Βουλή των Αντιπροσώπων κ.α.
Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος με την καθοδήγηση της Άγκυρας απέρριψε τις προτάσεις του Μακαρίου. Η ένταση ανεβαίνει στο νησί και στις 21 Δεκεμβρίου ξεσπούν οι πρώτες συγκρούσεις. Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί σταματούν για έλεγχο δυο αυτοκίνητα με δύο ζευγάρια Τουρκοκυπρίων, που κινούνται σε κακόφημη συνοικία της Λευκωσίας, στα σύνορα του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού τομέα. Οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται τον έλεγχο, γίνεται επεισόδιο, στην περιοχή σπεύδουν και άλλοι ομοεθνείς τους, αλλά και Ελληνοκύπριοι και το λόγο έχουν τελικά τα όπλα. Κανείς δεν γνωρίζει ακόμη ποια πλευρά άνοιξε πυρ. Η ουσία είναι ότι έρευσε το πρώτο αίμα: Δύο Τουρκοκύπριοι νεκροί κι ένας βαριά τραυματισμένος Ελληνοκύπριος αστυνομικός.
Η γενίκευση των συγκρούσεων
Οι συγκρούσεις γενικεύονται τις επόμενες ημέρες με δεκάδες νεκρούς. Τουρκοκύπριοι ένοπλοι οχυρώνονται σε σπίτια στη Λευκωσία και βάλλουν εναντίον των Ελληνοκυπρίων. Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και ενώνονται με τους ενόπλους των παραστρατιωτικών ομάδων. Η Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ) εγκαταλείπει το στρατόπεδο της και καταλαμβάνει θέσεις στον στρατηγικής σημασίας δρόμο Λευκωσίας – Κυρήνειας. Όλη η Λευκωσία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Στόχος των Τουρκοκυπρίων είναι η κατάληψη και εκκαθάριση των βορείων προαστίων της Λευκωσίας έτσι ώστε να προετοιμασθεί ο διαμελισμός του νησιού. Αλλά και σε άλλα σημεία της Κύπρου είναι εμφανής η βάση σχεδίου επιδίωξη δημιουργίας προγεφυρωμάτων για ενδεχόμενη τουρκική απόβαση (Αμμόχωστος, Μανσούρα, Πάφος, Άγιος Ιλαρίων κ.α.).
Αγριότητες με θύματα αμάχους και από τις δυο πλευρές
Στο προάστιο της Λευκωσίας Ομορφίτα, όπου Ελληνοκύπριοι δέχονται επίθεση από Τουρκοκύπριος ενόπλους, επεμβαίνει ο Νίκος Σαμψών με τους ακροδεξιούς ενόπλους του. Την επομένη το γύρο του κόσμου κάνει η φωτογραφία του με το περίστροφο στο ένα χέρι και την τουρκική σημαία – λάφυρο στο άλλο και πίσω του αιχμαλώτους γυναίκες, παιδιά και γέροντες Τουρκοκυπρίους.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων και κυρίως από τις παραστρατιωτικές ομάδες και από τις δυο πλευρές έγιναν αγριότητες με θύματα τους αμάχους. «Ακολουθούν ανεπίτρεπτα και αξιοθρήνητα πράγματα που βαρύνουν και τις δυο πλευρές σημειώνει ο τότε πρεσβευτής και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή μετά την μεταπολίτευση Δημήτριος Μπίτσιος. Πιο συγκεκριμένα, ο μελετητής του Κυπριακού, Χρήστος Χρηστίδης, στο βιβλίο του «Κυπριακό και ελληνοτουρκικό 1953-1967», αναφέρει: «Πάντως, την παραμονή των Χριστουγέννων, οι Τούρκοι έγιναν καθαρά επιθετικοί. Ενεργούσαν προφανώς πάνω σε καλομελετημένο σχέδιο: Πιάνουν επίκαιρα σημεία στην παλιά Λευκωσία, εγκαθιστούν φυλάκια, οργανωμένα μπλόκα. Λεηλατούν τα ελληνικά και αρμένικα σπίτια που βρίσκονται μέσα ή σιμά στην τουρκική συνοικία και διώχνουν τους ενοίκους. Αναπτύσσονται ευρύτερα, καταλαμβάνουν διάφορα προάστια της Λευκωσίας και περικυκλώνουν την ελληνική συνοικία της Ομορφίτας, όπου είχαν γίνει ήδη στα περασμένα συγκρούσεις και βανδαλισμοί των Τούρκων και οι έχθρες έμεναν ζωντανές. Οι Έλληνες της Ομορφίτας ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια. Τα Χριστούγεννα σπεύδουν ομάδες, η μια με επικεφαλής τον Νίκο Σαμψών, κι οι επιχειρήσεις τους απελευθέρωσαν τους Έλληνες. Αλλά μέσα στην αλλοφροσύνη των παθών, έγιναν από μέρους των ατάκτων μας αντίποινα αξιοθρήνητα κατά των Τούρκων χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας».
Η Άγκυρα απειλεί με επέμβαση
Την ίδια ώρα τουρκικά αεροσκάφη πετούν πάνω από τη Λευκωσία, πολεμικά σκάφη πλέουν προς το νησί και η Άγκυρα απειλεί με επέμβαση. Στην Ελλάδα οι Ένοπλες Δυνάμεις τίθενται σε κατάσταση ετοιμότητας. Ο κίνδυνος σύγκρουσης με εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι άμεσος. Τελικά μετά από πρόταση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλου και με συμφωνία της Άγκυρας οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμις Κύπρου) και ΤΟΥΡΔΥΚ μπήκαν κάτω από τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Γιανγκ. Έτσι, στις 26 Δεκεμβρίου, βρετανικά τεθωρακισμένα πήραν θέσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος της τουρκικής εισβολής παραμένει και αποτρέπεται μετά την αυστηρή προειδοποίηση που απηύθυνε στην ΄Άγκυρα η Σοβιετική Ένωση, ότι δεν θα παραμείνει αδιάφορη σε μια εισβολή αλλά και την παρέμβαση των Αμερικανών.
Στις 28-29 Δεκεμβρίου υπογράφεται συμφωνία για κατάπαυση των εχθροπραξιών και τον διαχωρισμό της Λευκωσίας. Η πόλη χωρίζεται και η «πράσινη γραμμή» που πήρε το όνομά της από το πράσινο μολύβι που χρησιμοποίησε ο στρατηγός Γιανγκ για να χωρίσει στο χάρτη τις ελληνοκυπριακές από τις τουρκοκυπριακές συνοικίες έμεινε στην ιστορία. Η γραμμή αυτή, ξεκινούσε από το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, περνούσε από την Πύλη Πάφου και δια των οδών Πάφου και Ερμού, συνέχιζε στην περιοχή Αγ. Κασσιανού και κατέληγε στην περιοχή Καϊμακλίου – Β. Πόλου. Αυτή ήταν και η πρώτη πράξη της διχοτόμησης του νησιού.
Λίγες μέρες αργότερα συγκλήθηκε στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου η Πενταμερής Διάσκεψη για την Κύπρο. Αλλά τα όσα έγιναν μετά θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλου σημειώματος…
Βασική βιβλιογραφία προσιτή στον Έλληνα αναγνώστη
— Σπύρου Λιναρδάτου «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» τ. Δ΄ 1961-1964, εκδόσεις Παπαζήση.
— Χρήστου Χρηστίδη «Κυπριακό και ελληνοτουρκικό 1953-1967» ( χωρίς εκδότη).
— Νίκου Κρανιδιώτη «Ανοχύρωτη Πολιτεία» , τ. Α΄, Εκδόσεις «Εστία»
— Σούλας Ζαβού « Τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Καστανιώτη.
— «Δοκίμιο Ιστορίας ΚΚΕ 1949-1968», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
— «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα» , τ. 9ος 1961-1967, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
— Σπύρου Μαρκεζίνη « Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 1936-1975», τ. Γ΄ 1952-1975, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος.
— Τάσου Τρίκκα «ΕΔΑ 1951-1967- Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς», τ. Β΄, Εκδόσεις Θεμέλιο.
— «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις» (συλλογική εργασία) , Εκδόσεις «Γνώση».
— «Κύπρος 1959-1969», Εκδόσεις Αλφάδι, ένα φωτογραφικό λεύκωμα με συγκλονιστικές φωτογραφίες από τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1963.
*Πηγή: imerodromos.gr