Όταν ένα κράτος έχει στρατηγική, αυτή προσδιορίζει τα όπλα που προμηθεύεται. Όταν δεν έχει, τα όπλα που προμηθεύεται προσδιορίζουν τη στρατηγική του.
Όταν ένα κράτος έχει στρατηγική, αυτή προσδιορίζει τα όπλα που προμηθεύεται. Όταν δεν έχει, τα όπλα που προμηθεύεται προσδιορίζουν τη στρατηγική του.
Αυτό που κυρίως μας τρομάζει στην υπόθεση των φρεγατών και της ελληνογαλλικής συμφωνίας, είναι η εκ νέου επιβεβαίωση της έλλειψης σοβαρότητας και επεξεργασμένων ιδεών και στρατηγικών, αλλά και σοβαρού διαλόγου στον ελληνικό χώρο για την αμυντική και εξωτερική πολιτική, ή και για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Όπως σε κάθε ζήτημα ο “δήμος” δεν μπορεί να κουβεντιάσει σοβαρά με επιχειρήματα, τα υποκαθιστά με χαρακτηρισμούς και ταμπέλες και διασπάται σε “φατρίες” φανατικών, που πετάνε κοτρώνες η μία στην άλλη και εξοστρακίζουν τους αντιπάλους τους. Το μόνο που τις ενώνει πραγματικά είναι το μίσος για οποιονδήποτε άνθρωπο ξεφεύγει λίγο από τα συνήθη, για να εμφανίσει ανεξαρτησία σκέψης, πρωτότυπες ιδέες και σοβαρότητα.
Για παράδειγμα, στα ελληνοτουρκικά είτε πρέπει να κατεβάσουμε τα βρακιά στην Τουρκία, για να μην πάμε σε πόλεμο ή πρέπει να πάμε αύριο το πρωί σε πόλεμο. Ή πρέπει να αγοράσουμε όλα τα όπλα που υπάρχουν, είτε να μείνουμε ανοχύρωτη χώρα. Είτε να κουβεντιάσουμε τα πάντα με την Τουρκία, είτε να μην κουβεντιάσουμε τίποτα. Είναι ωσάν το έθνος να μην έχει παρά μόνο μια ατελή, δυαδική εγκεφαλική λειτουργία: Ναι, Όχι.
Η έλλειψη σοβαρότητας και επαγγελματισμού και η αδυναμία σοβαρού διαλόγου σε οποιοδήποτε θέμα συνιστούν τον ιδιαίτερο τρόπο που εκδηλώνονται, την πεμπτουσία, τη “μητέρα” όλων των ελληνικών κρίσεων. Απεδείχθη αυτό περίτρανα σε κάθε συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, όπως απεδείχθη επίσης στα Μνημόνια και τις Δανειακές, τον κορονοϊό, την οικονομία, την κλιματική αλλαγή και κάθε άλλο θέμα.
Μια συζήτηση αλλού γι’ αλλού
Αυτό φάνηκε ήδη, και στην κυριολεκτικά “αλλού για αλλού” σύγκρουση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το θέμα των φρεγατών και της ελληνογαλλικής συμμαχίας, που δυστυχώς βρίθει ανακριβειών ακόμα και ως προς τα πραγματολογικά ακόμα στοιχεία της υπόθεσης. Για ένα πρώτο σχόλιο επί της συζήτησης βλ. εδώ. (Αξιοσημείωτη, αν δεν είναι προβοκάτσια, βρήκαμε και την παρατήρηση της Καθημερινής ότι ο Βενιζέλος πέταξε, στο θέμα της ΑΟΖ, μια “πεπονόφλουδα” στον Τσίπρα και αυτός την πάτησε). Φαίνεται επίσης στο ότι τα υποτιθέμενα εξειδικευμένα ινστιτούτα που διαθέτουμε δεν μας έχουν εμφανίσει καμία άξια λόγου ανάλυση του θέματος. Αλλά φαίνεται και στην παρουσίαση της αγοράς των φρεγατών από ένα σύστημα ενημέρωσης που είναι ασφαλώς το πιο ολοκληρωτικό και πιο ελεγχόμενο από τον καιρό της στρατιωτικής δικτατορίας, αν και με άλλο τρόπο σήμερα. Σύμφωνοι, αδέρφια, οι φρεγάτες είναι ένα πολύ καλό όπλο. Αλλά εσείς εκδίδετε εφημερίδες – για τη διαφήμιση των φρεγατών μπορεί να βγάζει φυλλάδια η εταιρεία που τις κατασκευάζει. Νομίζουμε ότι λίγη σεμνότητα, μια κάποια παρουσίαση και των αντίθετων απόψεων θα βοηθούσε τελικά όχι μόνο τις πωλήσεις των εφημερίδων, αλλά και την αξιοπιστία τους, δηλαδή τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν.
Στην προηγούμενη αρθρογραφία για το θέμα της ελληνογαλλικής συμφωνίας τονίσαμε ορισμένα βασικά ζητήματα όπως το απαράδεκτο του ότι αυτή αφήνει εκτός την Κύπρο, ότι δεν μεταφέρει καμμία παραγωγική και τεχνολογική δυνατότητα στην Ελλάδα και ότι εμπλέκει τη χώρα στους επικίνδυνους, αλλά και αποτυχημένους τυχοδιωκτισμούς της Γαλλίας σε Αφρική και Μέση Ανατολή. Στο ζήτημα της εξοπλιστικής τεχνολογίας και της σχέσης ανάμεσα στην επιλογή εξοπλισμών και την στρατηγική της χώρας στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου κυρίως εστιάζουμε σε αυτό το άρθρο, δεν μπορούμε να είμαστε τόσο κατηγορηματικοί όσο στα άλλα σημεία, γιατί δεν διαθέτουμε όλα τα στοιχεία που χρειάζονται για να είμαστε κατηγορηματικοί. Διαθέτουμε όμως αρκετά για να παραθέσουμε προβληματισμούς και ερωτηματικά, με την ελπίδα (που πάντα πεθαίνει τελευταία) να τροφοδοτήσουμε την εντελώς αναγκαία να αναπτυχθεί σκέψη και συζήτηση για τα ζητήματα αυτά.
Οικονομικές και τεχνολογικές παράμετροι της εξοπλιστικής στρατηγικής
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα βασικό κίνητρο (όχι ασφαλώς το μόνο) για την αγορά οπλικών συστημάτων από τους Έλληνες πολιτικούς είναι ο φόβος τους ότι η Τουρκία θα προκαλέσει μια κρίση, όπως στα Ίμια το 1996, και θα τους ξεγυμνώσει αποκαλύπτοντας την ανεπάρκειά τους. Ο φόβος όμως δεν είναι καλός σύμβουλος στην εξωτερική και αμυντική πολιτική, όπως και οπουδήποτε αλλού. Σε τέτοια ζητήματα χρειάζεται γνώση, μελέτη, ανεξαρτησία και ορθολογισμός στην επιλογή των απαραίτητων όπλων και την επεξεργασία κατάλληλων διπλωματικών στρατηγικών, όχι φόβος, που οδηγεί κατά κανόνα είτε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, είτε σε επικίνδυνους “εξυπνακισμούς” και τυχοδιωκτισμούς. Ούτε ασφαλώς η λύση στο “πρόβλημα Τουρκία” μπορεί να προέλθει από τη διαρκή συσσώρευση οπλικών συστημάτων, χωρίς σκέψη για το αν και υπό ποίες συνθήκες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και χωρίς επεξεργασμένη στρατηγική απέναντι στην γείτονα. Στα ζητήματα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής χρειάζεται κατεπειγόντως η “σοβαροποίηση” της χώρας, και μόνο αυτή δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Η απλή συσσώρευση οπλικών συστημάτων, έστω και των καλύτερων και πιο εξελιγμένων, δεν είναι πάντα η λύση στο αμυντικό πρόβλημα και ενίοτε μπορεί να το επιδεινώσει. Η ΕΣΣΔ είχε παρατάξει δεκάδες χιλιάδες άρματα μάχης στην ανατολική Ευρώπη στη διάρκεια του παλαιού ψυχρού πολέμου, το μόνο αποτέλεσμα των οποίων ήταν να βοηθήσουν στην κατάρρευση της ίδιας. Η ίδια η Ελλάδα, στην περίοδο 1974-2010, εξοπλίστηκε σαν αστακός και έβαλε και τη Γαλλία στο παιχνίδι, προσπάθησε κάπως να το κάνει και με τη Ρωσία, για να αμυνθεί απέναντι στην τουρκική απειλή. Δεν φρόντισε όμως παράλληλα να κάνει αυτές τις αγορές όπλων παραγωγική και τεχνολογική επένδυση, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στη χρεωκοπία της. “Κερδίσαμε τον πόλεμο (που δεν έγινε), χάσαμε όμως την ειρήνη” και ως αποτέλεσμα των όλων πολιτικών που ασκήσαμε, ανετράπη πλήρως ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας, που δεν μπορεί ασφαλώς να μετράται μόνο με αριθμούς τεθωρακισμένων, αεροσκαφών και πλοίων, αλλά επίσης οικονομικής, διεθνούς πολιτικής ισχύος και βαθμού σοβαρότητας και ανεξαρτησίας του κράτους. Δυστυχέστατα, αυτή την παράδοση ακολούθησε και η νυν κυβέρνηση στη συμφωνία της με τη Γαλλία, αποφεύγοντας τον μετασχηματισμό της αγοράς όπλων που αποφάσισε σε παραγωγική και τεχνολογική επένδυση (τη στιγμή μάλιστα που ο μισός πληθυσμός της χώρας δεν θα έχει σε λίγο να φάει και πάνω από τους μισούς μικρομεσαίους επιχειρηματίες είναι στο κόκκινο, επιβιώνοντας μόνον γιατί δεν πληρώνουν και συσσωρεύουν χρέη προς Εφορία και ΕΦΚΑ).
Ο σκοπός που χρειαζόμαστε όντως ένα πολύ καλό Ναυτικό είναι για να βυθίσουμε τον τουρκικό στόλο, αν χρειαστεί, όχι για να βυθίσουμε την ελληνική οικονομία.
Και για αυτό απαιτείται πολύ μεγάλη προσοχή και πολύ καλός σχεδιασμός, όταν η χώρα αγοράζει μεγάλα οπλικά συστήματα.
Επανάσταση στην τέχνη του Πολέμου
Δεν είδαμε επίσης πουθενά να παίρνει κανείς από τους αρμόδιους, τους πολιτικούς ή τους ειδικούς, υπόψιν του στην Ελλάδα τη θυελλώδη τεχνολογική επανάσταση και τις ανατρεπτικές επιπτώσεις της στην τέχνη του πολέμου, που έχει αρχίσει εδώ και τέσσερις δεκαετίες, όταν οι αντιαεροπορικοί Stinger άρχισαν να κατεβάζουν πανάκριβα ελικόπτερα και αεροπλάνα. Αυτής της επανάστασης είδαμε το αποτέλεσμα πρόσφατα, όταν λίγα drones και μερικοί πύραυλοι Κρουζ εξουδετέρωσαν όλα τα πανάκριβα αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά συστήματα και τα F-16 της Σαουδικής Αραβίας ανατινάζοντας τις μισές εγκαταστάσεις της Αράμκο. Και τα drones των ενεργούντων από κοινού Ισραήλ και Τουρκίας (ας τα βλέπουν αυτά να μας τα εξηγήσουν οι αναρίθμητοι διαφημιστές της ελληνο-ισραηλινής “συμμαχίας”), έδωσαν μια διαφορετικά αδύνατη νίκη των Αζέρων επί των Αρμενίων (που έσπευσε μάλιστα να χαιρετίσει, αν είναι δυνατόν, ο Πρέσβης στο Μπακού μιας ασυνάρτητης Ελλάδα).
Η Τουρκία έχει κάνει κολοσσιαία πρόοδο και στην ανάπτυξη δικής της πολεμικής βιομηχανίας και στα drones.
Ίσως εκεί, στην ανάπτυξη μικρών ευφυών οπλικών συστημάτων, δυνάμενων να κατασκευασθούν στην ίδια τη χώρα, ακόμα και με υλικά του εμπορίου, πρέπει να κατευθυνθεί η αιχμή της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας πριν είναι αργά, όπως και στην απόκτηση όπλων στρατηγικού χαρακτήρα, ικανών να επιφέρουν στον αντίπαλο απαράδεκτο κόστος και επομένως να τον αποτρέψουν από τον πειρασμό μιας επίθεσης.
Φυσικά χρειάζονται και παραδοσιακές μεγάλες πλατφόρμες. Αλλά δεν θα μπορέσει η Ελλάδα να αντέξει τέτοιον ανταγωνισμό εξοπλισμών με την Τουρκία, προκύπτει κατά συνέπεια ακόμα ένας πολύ σοβαρός λόγος να αρχίσει να σκέφτεται αντισυμβατικά.
Φρεγάτες χωρίς το Scalp Naval
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι γαλλικές φρεγάτες είναι πολύ καλύτερες από τις αμερικανικές που παρολίγον να προμηθευτούμε λόγω εξάρτησης από τον κεντρικό “Προστάτη” μας (ελπίζω να εκτιμάτε την ευπρέπειά μας), τις Ηνωμένες Πολιτείες δηλαδή. Κάτι η τύχη, η ανάγκη δηλαδή της Ουάσιγκτον να χρυσώσει το χάπι των Γάλλων μετά την υπόθεση των υποβρυχίων της Αυστραλίας, κάτι η αντίσταση του Πολεμικού Ναυτικού, μας επέτρεψε τουλάχιστον να γλυτώσουμε τις αμερικανικές μπακατέλες.
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι έβαλε παρασκηνιακά το χεράκι του στην τελική επιλογή και το Ισραήλ, που διαθέτει εξάλλου “άριστες σχέσεις” και με την Αθήνα και με το Παρίσι.
Για το Ισραήλ έχει εντελώς ζωτική σημασία η προστασία των θαλάσσιων διαύλων επικοινωνίας του με την Κύπρο, την Κρήτη, τη δυτική Μεσόγειο και την Ευρώπη. Σε αυτή τη στρατηγική επιδίωξη των Ισραηλινών, όντως μπορούν να συνδράμουν σημαντικά οι ελληνικές φρεγάτες. Ελπίζουμε να μη τις δούμε να ανακατεύονται και στον “πόλεμο των τάνκερ”, το καινούριο παιχνίδι που ανακάλυψαν το Ισραήλ και το Ιράν.
Σε αντίθεση με τις αμερικανικές φρεγάτες, οι γαλλικές είναι ολοκληρωμένες λύσεις, που περιλαμβάνουν μαζί με το πλοίο, τους κατάλληλους αισθητήρες και οπλικά συστήματα που το κάνουν μια αυτόνομη πλατφόρμα με πολύ μεγάλες δυνατότητες και άμυνα μιας πολύ εκτεταμένης περιοχής, όπου όντως “απαγορεύουν” σχεδόν τη δράση της εχθρικής αεροπορίας (με την επιφύλαξη όμως ότι δεν λειτουργούν εν κενώ, θα έχουν και αντίπαλο). Κάθε ναύαρχος θα το ήθελε στον στόλο του, αν και δεν νομίζουμε ότι είναι πια το μαγικό “υπερόπλο”, όπως το διαφημίζει η κυβέρνηση και περίπου όλα τα μέσα ενημέρωσης.
Αφού όμως η κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτό το όπλο είναι αποφασιστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί για ποιόν λόγο η τελική συμφωνία αγοράς των φρεγατών δεν περιλαμβάνει, κατά τα φαινόμενα, την τοποθέτηση επί των φρεγατών του Scalp Naval που είχαν αρχικώς προτείνει οι Γάλλοι, αλλά δεν ήθελαν οι Αμερικανοί να δοθεί στην Ελλάδα, μην τυχόν και κάνει μεγάλη ζημιά στην Τουρκία…
Σημειωτέον ότι το Scalp Naval ανήκει στην κατηγορία των στρατηγικών όπλων, δυνάμενων να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές σε πολύ μεγάλο βεληνεκές, εξισορροπώντας κάπως το μεγάλο τουρκικό πλεονέκτημα του στρατηγικού βάθους και δυνάμενα επίσης να επιφέρουν απαράδεκτα κόστη στην Τουρκία, άρα αποτρεπτικά πολέμου.
Από το Αιγαίο στη Μεσόγειο
Το σημαντικότερο αναπάντητο ερώτημα γύρω από τις φρεγάτες είναι όμως άλλο. Γιατί προτιμήθηκαν φρεγάτες, καταλληλότερες για την Ανατολική Μεσόγειο και όχι κορβέτες καταλληλότερες για το Αιγαίο;
Εφόσον σκοπός των εξοπλισμών μας είναι η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, θεωρούν άραγε στην Αθήνα ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα κριθεί κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι στο Αιγαίο ή στη Θράκη; Θεωρούν ότι το Αιγαίο είναι επαρκώς εξασφαλισμένο και στρέφουν την προσοχή τους στη Μεσόγειο;
Και αν έχει έτσι, τότε γιατί δεν φρόντισαν (στην πραγματικότητα δεν νομίζουμε ότι τους πέρασε καν από το μυαλό) να υπογράψουν μια τριγωνική συνθήκη αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής Ελλάδας-Κύπρου-Γαλλίας, αντί μιας συμφωνίας που δυνητικά, για λόγους που εξηγήσαμε στην αρθρογραφία, δεν είναι απλώς ελλιπής, αλλά και απειλεί εν δυνάμει το ίδιο το δόγμα του “ενιαίου αμυντικού χώρου”. Και δεν την υπέγραψαν τη στιγμή μάλιστα που η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πολύ μεγάλη πολιτική ανάγκη αναγνώρισής της διεθνώς, εφόσον αμφισβητείται από την Τουρκία η ίδια η νομιμότητά της.
Μια άλλη ιδέα είναι ότι η προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο εξυπηρετεί ενδεχομένως τις ελληνικές διεκδικήσεις στην περιοχή. Αλλά οι διεκδικήσεις αυτές είναι ανέφικτες και πολύ καλώς έκανε η κυβέρνηση και τις εγκατέλειψε σχεδόν επισήμως. Πολλοί βεβαίως υποπτεύονται την κυβέρνηση ότι θέλει να κάνει απαράδεκτες παραχωρήσεις στην Τουρκία στο Αιγαίο. Καλώς την υποπτεύονται και καλώς το λένε, γιατί έτσι τη δυσκολεύουν να τις κάνει. Το να μην κάνουμε όμως παραχωρήσεις στο Αιγαίο δεν σημαίνει να πάμε να κάνουμε τυχοδιωκτισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο, υπογράφοντας συμφωνίες για αγωγούς που δεν θα γίνουν ποτέ, αλλά που μπορούν να μας φέρουν, όπως και μας έφεραν, στα πρόθυρα σύγκρουσης, για λογαριασμό ενδιαφερομένων τρίτων δυνάμεων. Ούτε να ελπίζουμε στα σοβαρά σε μια ΑΟΖ επί τη βάσει της “μέσης γραμμής” που δεν είναι το μόνο κριτήριο της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπέι και την οποία απέφυγε και η ίδια η Ελλάδα να αποδώσει στον εαυτό της (συμφωνία με την Αίγυπτο)!
Ελπίζουμε ότι οι αρμόδιοι θα μας διαφωτίσουν επί αυτών των ζητημάτων.