Διαβάστηκε από την ηθοποιό & σκηνοθέτρια Αγγελική Κασόλα στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής «Άπνοια Μνήμη» της Κατερίνας Θανοπούλου (εκδόσεις Άπαρσις, Αθήνα 2018) στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» την Πέμπτη, 29.11.2018.
Αγαπημένη μου Κατερίνα,
Έκτακτες περιστάσεις πέρα από το δικό μου έλεγχο είχαν ως αποτέλεσμα ετούτη τη βραδιά ποίησης, παρουσίασης των ποιημάτων σου της «Άπνοιας Μνήμης», να βρίσκομαι στο εξωτερικό. Αντί να γιορτάζω μαζί σου και μαζί με πολλούς άλλους εξαιρετικούς ανθρώπους ό,τι σημαίνει για έναν ποιητή η έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του: Ανάδυση από μια βασανιστική εφηβεία σε μια όχι λιγότερο βασανιστική ενηλικίωση.
Δεν παραξενεύομαι που κεντρική στον τίτλο και στο περιεχόμενο και της δεύτερης ποιητικής συλλογής σου παραμένει η έννοια της μνήμης – με τα λόγια σου, μιας μνήμης που «ρίχνει γροθιά». Η, επιλεκτική για όλους μας, μνήμη συνιστά ό,τι είμαστε, με μια έννοια την ίδια την ταυτότητα μας. Συμπεριλαμβάνει έτσι όχι μόνο τη συναίσθηση που έχουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας και τις κοινωνικές μας σχέσεις, αλλά και την παρουσία όλων των αγαπημένων που φύγανε – συντρόφων, οικογένειας, φίλων: Όσο τους θυμόμαστε, με τον τρόπο που τους θυμόμαστε, εξακολουθούν να υπάρχουν. Φεύγουν ολοκληρωτικά κι οριστικά όταν πεθάνει ο τελευταίος που τους γνώριζε. Όταν δεν είναι πια κανείς σε θέση να συνεχίσει να κάνει αυτό που περιγράφεις ως: «Το μυαλό να σφουγγαρίσω για να θυμηθεί.» Τότε μένουν ακόμα στον κόσμο μόνο «θραύσματα» από την παρουσία τους για όσο καιρό κι αυτά έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης σε αναζήτηση ή υπόμνηση της «αθανασίας»- θα έλεγα με τον απελπισμένο τρόπο που την τραγουδάμε ακόμα με τους στίχους του Γκάτσου και τη μουσική του Χατζηδάκι. Ή, με τα δικά σου λόγια: «Μεγαλοπρεπείς οι κούροι με μειδίαμα. Οι ζωντανοί στερούνται την αθανασία.» Και τι πιο χαρακτηριστικά τέτοια «θραύσματα» – για όσο μένουν, καθώς κι αυτοί είναι επίσης, σύμφωνα με δικό σου τίτλο, «περαστικοί περνώντας» – από κάποιους στίχους;
Η προηγούμενη, η πρώτη ποιητική συλλογή σου, παρέπεμπε σε μια χαοτική μνήμη, τέτοια όπως διαμορφώνεται μέσα από τη μακρόχρονη πορεία μιας νεώτερης Κατερίνας, που διακόπτεται μετά από χρόνια και πάλι από μια έκρηξη βεβαιοτήτων κι αμφιβολιών μετά από ένα από τα πολύ μεγάλα σοκ της ζωή μας, όπως υπήρξε το καλοκαίρι του 2015. Ανάμεσα στο 2016, που είχα την τιμή να την παρουσιάσω για πρώτη φορά σε μια γιορτή ποίησης σ’ αυτόν τον ίδιο όμορφο χώρο που βρίσκεστε σήμερα, και το 2017, που είχα την τιμή να κάνω το ίδιο στην Καλλιθέα, είχε φύγει ο σύντροφος σου. Είχα πει στην Καλλιθέα ότι η Κατερίνα της πρώτης παρουσίασης δεν είναι ίδια με την Κατερίνα της δεύτερης. Σήμερα αυτό μπορώ να το πω πλέον για την ίδια την ποίηση σου.
Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα ποιήματα των τριών τελευταίων χρόνων μιας μνήμης που δεν μπορεί ν’ ανασάνει, παίζει η απώλεια. Βεβαίως, η απώλεια του αγαπημένου. Όπου αν κι η μνήμη στην ποίηση σου είναι μουσικά κυρίως δυτικότροπη, συνδέεται κυριαρχικά με «ένα άφοβο μπλουζ», «το μπλουζ της μνήμης», τα «Μemory Blues», «ονείρατα κόσμων φευγάτων», καθώς «όταν φιλάς, σταματάει ο χρόνος», εδώ συμπλέκεται με μια κεντρική, εξίσου δική σου, ανατολίτικη αναγωγή στον Μαγιακόβσκι: «Στα ζεϊμπέκικα που χόρεψες σε θυμάμαι/ στο σπλάχνο που έθρεψες/ σε όσα έδωσες/ ΑΡΧΟΝΤΑΣ/ Η ζωή στένεψε/ το σύννεφο με παντελόνια.» Αλλά σ’ αυτή τη μνήμη που αγωνίζεται μέσα στην άπνοια συμπεριλαμβάνεται και πάλι η απώλεια ενός μέρους απ’ αυτά που πίστευες και ήσουν. Όπως γράφεις για τους παλιούς συντρόφους μας: «Οι ζωές μας αγάπες συστημικές/ κρύφτηκαν σε ορόφους/ γιγάντιας ανάπτυξης/ και πέθαναν/ γιατί ξέχασαν να τραγουδούν στ’ αστέρια». Και για όλους μας: «Οι πληγές δημιουργούν ανασφάλεια» … «στην αβάσταχτη ελαφρότητα της επιβίωσης».
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ποίηση δε φωνάζει, δεν προχωράει με σημαίες και με ταμπούρλα, είναι μια αθόρυβη, μια χαμηλόφωνη ποίηση: Συμπλέκεται με απαιτήσεις αναστοχασμού. Όπως γράφεις: «Οι καιροί συνοδεύουν τις ανάγκες/ μα κι αυτές κοπιάζεις να τις καταλάβεις», καθώς «σκλήρυνε το μυαλό με τη μνήμη», που γίνεται κάτι σαν τη «Μάνη»: «πέτρα», «σώμα», «ρυτίδα», «χαρακιά». Γι’ αυτό στη δεύτερη ποιητική συλλογή σου, με τα δικά σου λόγια, είναι «ήρεμη» «η επίγνωση της μνήμης», «ο χρόνος κι η ανάγκη ψιθυρίζουν/ καθώς έρχονται/ σιωπηροί μάρτυρες μιας επώδυνης επώασης.»
Ωστόσο παρ’ ότι, όπως γράφεις, «ίσως είναι ο καιρός της ηχηρής σιωπής», εσύ μιλάς. Ενώ θυμάσαι «οσμές… σώματος ζώντος και φέροντος/ Μυρίζει… η αγάπη», έχεις επίγνωση ότι προχωρούμε – κι εσύ προσωπικά – «σε δρόμους αχάρακτους». Σύμφωνα και με το ποίημα σου «Οι ταξιδιώτες», «Ένας-ένας ξεπεζεύουν οι γητευτές/ Υπόσχονται χίμαιρες ξανά, πετώντας ψωμί και νέα/ Μια μέρα μακριά η Γνώση/ περιμένει/ το ξεπέρασμα της ματαιότητας και του φόβου/ Μονάχα οι ταξιδιώτες ακολουθούν βλέποντας τ’ αδιέξοδα/ Άλματα κάνουν για να βγουν μπροστά/ αλλιώς γνωρίζουν πως είναι χαμένοι».
Η ποίηση σου, Κατερίνας, προσιδιάζει σ΄ ένα σημαντικό κριτήριο που έθεσε ο Μαξ Φρις για τον προσδιορισμό της «αληθινής ποίησης»:
«Παραμένει ποίημα, ακόμα κι αν το διαβάσω μέσα σε μια κουζίνα. Χωρίς κεριά, χωρίς κουαρτέτο εγχόρδων και λουλούδια. Έχει κάτι να μου πει.»
Ναι, σίγουρα έχει κάτι να μας πει, καθώς η μνήμη που ορίζει την Κατερίνα κι ορίζεται απ’ αυτή με καλλιτεχνικό τρόπο, παρά την άπνοια, παίρνει ανάσες. Κι όχι μόνο επειδή υπάρχει το καταφύγιο της δημιουργίας, εκεί που «οι τρελοί δημιουργούν/ βογκώντας στον στίχο/ κάνοντας τον τραγούδι», όπως γράφεις στο δικό σου Duende, (παρά το αρχικό γράμμα, προφανώς αφιερωμένο στο Duende του Κραουνάκη). Αλλά, πριν απ’ όλα, καθώς «όσα θυμάσαι/ όσα ξεχνάς/ στις τσέπες μένουν/ ώσπου το χέρι βαθιά να λουφάξει/ και να τα ξετρυπώσει αλήτικα».
Να τα ξετρυπώσει μέσα απ’ τις τσέπες όλων μας, Κατερίνα.