«Οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν» είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου, αναφερόμενος στους οικονομικούς δείκτες της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα στην Ελλάδα των Μνημονίων και της επιτροπείας των δανειστών, άνθρωποι και αριθμοί δυστυχούν αντάμα.
Το πολιτικό και οικονομικό σκηνικό στη χώρα καθορίζουν δηλώσεις, προτάσεις, σχέδια, επικοινωνιακές τακτικές και άφθονη προπαγάνδα για το πώς η Ελλάδα θα μπορέσει να βγεί από τη βαθιά ύφεση στην οποία την έχουν οδηγήσει. Όλα επιδιώκουν να καλλιεργήσουν την ψευδαίσθηση ότι τα χειρότερα και δυσκολότερα είναι πίσω μας και ότι ένα ελπιδοφόρο μέλλον ανοίγεται μπροστά μας αν εφαρμόσουμε τις «σωτήριες μεταρρυθμίσεις» του γερμανικού Imperium και του ΔΝΤ. Ουσιαστικά αποσκοπούν στο να μετασχηματιστεί όχι μόνο η οικονομική συμπεριφορά των πολιτών αλλά και ο τρόπος που σκέπτονται, αξιολογούν και κατανοούν την πραγματικότητα, ώστε να διαμορφωθεί ένας «μνημονιακός ιδιότυπος» παγκοσμιοποιημένου ραγιά, που, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις, θα υποταχθεί.
Την αμφιβολία και τη σύγχυση, μεταξύ των πολιτών, εντείνει και η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) με τον τρόπο και το χρόνο που ανακοινώνει τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία. Την Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας, το πρώτο τρίμηνο του 2017, αυξήθηκε κατά 0,4% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016. Πρόκειται για προσωρινά στοιχεία σε τρέχουσες τιμές με εποχική και ημερολογιακή διόρθωση.
Δεκαοκτώ μέρες πριν, στις 15 Μαϊου, η ΕΛΣΤΑΤ είχε ανακοινώσει ότι το ΑΕΠ, το πρώτο τρίμηνο του έτους είχε μειωθεί κατά 0,5%. Η ανακοίνωση αυτή αποτέλεσε «βούτυρο στο ψωμί» της αντιπολίτευσης, πολλών οικονομικών παραγόντων και όλων των συστημικών μέσων ενημέρωσης που κατηγόρησαν, για ακόμη μια φορά, την κυβέρνηση ότι με την πολιτική της οδηγεί τη χώρα σε βαθύτερη ύφεση. Μόνο που η οικονομική πολιτική δεν καθορίζεται από την ελληνική κυβέρνηση αλλά από τους δανειστές. Στελέχη της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ, μέχρι σήμερα, όπου σταθούν κι’ όπου βρεθούν, ισχυρίζονται ότι επί διακυβέρνησης των κομμάτων τους είχε αρχίσει η ανάπτυξη που στη συνέχεια, λόγω της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αντιστράφηκε σε ύφεση. Τί κι’ αν τα στοιχεία καταγράφουν για το 2014 μείωση του ΑΕΠ κατά 1,5% (βλέπε πίνακα) σημασία έχει η επικοινωνία που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Η αρχική εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ προκάλεσε άφθονη πολιτική σπέκουλα και προπαγάνδα. Αλλά και η κυβέρνηση που υποστήριζε, όλο το προηγούμενο διάστημα, ότι η οικονομία έχει μπει ήδη σε πορεία ανάπτυξης, είδε τους ισχυρισμούς της να διαψεύδονται και να γελοιοποιούνται επί δεκαοκτώ μέρες. Η διαφορά μεταξύ της πρώτης εκτίμησης για μείωση του ΑΕΠ κατά 0,4% και της δεύτερης για αύξησή του κατά 0,5% είναι πολύ μεγάλη για να αποδοθεί σε στατιστικές προσαρμογές. Η ΕΛΣΤΑΤ στην τελευταία ανακοίνωσή της παραδέχεται ότι στην αρχική εκτίμησή της δεν είχαν ενσωματωθεί τα στοιχεία για το εξωτερικό Ισοζύγιο Πληρωμών του μηνός Μαρτίου, οι τριμηνιαίοι δείκτες εργασιών του κλάδου των υπηρεσιών καθώς και τα στοιχεία έρευνας του εργατικού δυναμικού. Αφού, όμως, δεν υπήρχαν όλα αυτά τα στοιχεία γιατί έπρεπε να εκδοθεί η πρώτη ανακοίνωση; Μετά δεκαοκτώ μέρες είναι τώρα η σειρά της κυβέρνησης να «πανηγυρίζει» για μια πολύ μικρή και άνευ ουσίας αύξηση του ΑΕΠ, σε ένα μόνο τρίμηνο. Σημειώνουμε ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2016 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,1%. Όπως είπαμε, οι επικοινωνιακές εντυπώσεις και η προπαγάνδα κυριαρχούν και επικαλύπτουν τη δυστυχία ανθρώπων και αριθμών.
Από το 2010 που η Ελλάδα μπήκε στα Μνημόνια έχει απωλέσει πάνω από το ένα τέταρτο του πλούτου της. Το ΑΕΠ από το 2010 μέχρι το 2016 έχει μειωθεί κατά 26,12% και από 237,6 δις. ευρώ έχει περιοριστεί στα 175,6 δις. (βλέπε πίνακα). Μέσα σε επτά χρόνια, που οι δανειστές σε συνεργασία με τις εγχώριες μνημονιακές κυβερνήσεις ανέλαβαν να σώσουν τη χώρα, οι Έλληνες έγιναν κατά 62 δις. ευρώ φτωχότεροι το χρόνο. Αν διαιρέσουμε το ποσό αυτό με τα περίπου δέκα εκατομμύρια του ελληνικού πληθυσμού τότε αναλογούν 6.200 ευρώ σε κάθε άτομο – από τα νήπια μέχρι τους υπερήλικες – δηλαδή, μια τετραμελής οικογένεια έγινε φτωχότερη κατά 24.800 ευρώ, κατά μέσον όρο, το χρόνο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή μιας χώρας σε καιρό ειρήνης.
Η πραγματική μείωση του ΑΕΠ είναι ακόμη μεγαλύτερη αν υπολογίσουμε ότι σ’ αυτό περιλαμβάνονται όλοι οι έμμεσοι φόροι (όχι οι άμεσοι όπως π.χ. ο φόρος εισοδήματος) που επιβαρύνουν την παραγωγή και την κατανάλωση. Ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 26,32%, από το 19% στο 24%. Ο χαμηλός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 44,44%, από το 9% στο 13%. Παράλληλα έγιναν αλλεπάλληλες αυξήσεις στον ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων (βενζίνες, πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο, υγραέριο κλπ.). Αυξήθηκαν επίσης οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα αλκοολούχα ποτά, τον καπνό και σ’ άλλα προϊόντα. Πρόσφατα, ειδικός φόρος κατανάλωσης επιβλήθηκε στον καφέ και το κρασί. Η αύξηση των φόρων αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ. Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε γίνει καμιά αύξηση των έμμεσων φόρων από το 2009, η μείωση του ΑΕΠ θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από το 26,12% που καταγράφεται μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικές των Μνημονίων, της λιτότητας, της εσωτερικής υποτίμησης, της φοροεπιδρομής και των «μεταρρυθμίσεων» πρέπει να σταματήσουν άμεσα πριν διαλύσουν οριστικά την Ελλάδα και πριν οι δανειστές λαφυραγωγήσουν όλη τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία της χώρας.
*Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Η Επανάσταση του Grexit – Το Σχέδιο», εκδόσεις Α.Α.Λιβάνη, καθώς και του Δοκιμίου «Το νόμισμα και τα φετίχ του» που έχει αναρτηθεί στο http://greekattack.wordpress.com
**Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» στις 9-6-2017