Απολύτως πιθανή θεωρείται η αύξηση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 72 έτη, έως το 2060, εφόσον τόσο στη χώρα μας όσο και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχιστούν οι ασκούμενες πολιτικές που, με στόχο την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος και της γήρανσης του πληθυσμού, καταλήγουν στην εύκολη λύση της παράτασης του εργασιακού βίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βασικό επιχείρημα την απορρόφηση των πιέσεων που ασκεί η γήρανση του πληθυσμού στη δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ψηφίστηκε το 2010, κατά τη διάρκεια του πρώτου μνημονίου, διάταξη που ισχύει ακόμη και σήμερα, σύμφωνα με την οποία το γενικό όριο συνταξιοδότησης θα προσαρμόζεται ανάλογα με την πορεία του προσδόκιμου ζωής. Η πρώτη εξέταση θα γίνει το 2021 και θα ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής τη δεκαετία 2010-2020. Από το έτος 2021 και μετά, η αναπροσαρμογή του ορίου ηλικίας θα εξετάζεται κάθε τρία χρόνια.
Όριο στα 68 έτη
Όπως επισημαίνουν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας Βασίλης Μπέτσης, οι ασφαλισμένοι, στο άμεσο μέλλον, εφόσον δεν υπάρξει κάποια νομοθετική αλλαγή από την κυβέρνηση, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, από τα 67 στα 68. Και αυτό, γιατί, σύμφωνα με τους δύο ειδικούς, το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες το 2010 ήταν 78 έτη και για τις γυναίκες 83,3 έτη, ενώ για το 2020 εκτιμάται ότι θα είναι 79,1 έτη και 84,3 έτη αντίστοιχα. Δηλαδή, το προσδόκιμο ζωής στο τέλος του 2020 θα είναι αυξημένο κατά 1,1 έτος για τους άνδρες και κατά 1 έτος για τις γυναίκες. Ο κ. Ρομπόλης, μάλιστα, αποκαλύπτει πως στην τελευταία μελέτη για τη γήρανση του πληθυσμού της Ε.Ε. (2018), έχει ληφθεί υπόψη ως υπόθεση εργασίας ότι το 2060 το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα είναι το 72ο έτος.
Αλλά και η πρόσφατη μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) «φωτογραφίζει» μεγάλες ανατροπές στο ασφαλιστικό τα επόμενα χρόνια, μεταξύ των οποίων η περαιτέρω αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και το «σφράγισμα» κάθε «παράθυρου» που παραμένει ακόμη ανοικτό και οδηγεί στην πρόωρη έξοδο από την αγορά εργασίας. Μάλιστα, ο ΟΟΣΑ συνιστά να δοθούν στους εργαζομένους κίνητρα ώστε να συνεχίσουν να δουλεύουν ακόμα και μετά τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων αυξημένων ορίων ηλικίας.
Μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων, άλλωστε, προβλέπει ότι το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου θα αυξάνεται κατά δύο χρόνια ανά δεκαετία, με αποτέλεσμα το 2060 το 32% του πληθυσμού της Ε.Ε. να είναι άνω των 65 ετών, έναντι ποσοστού 19% το 2015 και μόνο 13% το 1960. Έτσι, η αναλογία ανενεργού – ενεργού πληθυσμού, δηλαδή ο βαθμός εξάρτησης των συνταξιούχων και λοιπών μη απασχολουμένων από τους εργαζομένους, από περίπου 1,05 στην Ε.Ε. το 2015 (δηλαδή 105 μη εργαζόμενοι ήταν εξαρτημένοι από 100 εργαζομένους), θα αυξηθεί στο 1,36 το 2060.
Για την Ελλάδα προβλέπεται ότι 169 μη εργαζόμενοι θα εξαρτώνται από 100 εργαζομένους (αναλογία 1,69), καθώς η χώρα μας μαστίζεται από γήρανση, παράλληλα με την υπογεννητικότητα και τη διαρροή εγκεφάλων (brain drain) στα χρόνια των μνημονίων.
Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν, σύμφωνα με τους κ. Ρομπόλη και Μπέτση, με τον πιο εύληπτο τρόπο το έλλειμμα μιας συγκροτημένης μεσομακροπρόθεσμης δημογραφικής πολιτικής, που παρατηρείται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.