Στον ανταγωνισμό και δη στην επαναλειτουργία του δικτύου της Μαρινόπουλος, υπό τις Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης (ΕΥΣ), αποδίδει εμμέσως πλην σαφώς ο όμιλος Ahold-Delhaize, την πίεση που συνέχισε να δέχεται και το δεύτερο τρίμηνο η θυγατρική του στην Ελλάδα, η ΑΒ Βασιλόπουλος.
Όπως αναφέρει στην χθεσινή ανακοίνωση του για την πορεία των μεγεθών του ομίλου το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η συγκριτική αύξηση των πωλήσεων παρέμεινε αρνητική, με τις τάσεις των πωλήσεων να βελτιώνονται ωστόσο προς το τέλος του τριμήνου.
Σε άλλο σημείο των ανακοινώσεων του πολυεθνικού ομίλου αναφέρεται πως: “οι ισχυρές επιδόσεις στη Ρουμανία και την Τσεχία, αντισταθμίστηκαν από τις συνέπειες των συνεχιζόμενων αλλαγών στο ανταγωνιστικό περιβάλλον στην Ελλάδα”.
Η ΑΒ είχε απορροφήσει μεγάλο μέρος των πελατών του συγκεκριμένου δικτύου της πρώην Μαρινόπουλος, όταν αυτό κατέρρεε. Συγκεκριμένα από τους πελάτες του Μαρινόπουλου, η ΑΒ “πήρε” το 40%, που μεταφράζεται σε τζίρο 200 εκατ. ευρώ, καθώς ο συνολικός τζίρος που μετακινήθηκε ήταν περί τα 550-600 εκατ. ευρώ.
Ο μεγάλος κερδισμένος της κατάρρευσης του δικτύου της Μαρινόπουλος το 2016, “είδε” πέρυσι τα μεγέθη του να πιέζονται από την επαναδραστηριοποίηση του συγκεκριμένου δικτύου υπό τη Σκλαβενίτης.
Πέρυσι οι πωλήσεις της επιχείρησης εκ των market leaders του κλάδου υποχώρησαν σε επίπεδο ομίλου στα 2,1 δισ. ευρώ από 2,174 δισ. ευρώ που ήταν το 2016 με τις πωλήσεις της μητρικής να έχουν διαμορφωθεί στα 2,091 δισ. ευρώ από 2,181 δισ. ευρώ που ήταν το 2016.
Για τη συγκεκριμένη περιφέρεια, αναφέρεται ότι οι καθαρές πωλήσεις αυξήθηκαν 2,7% σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, φθάνοντας το 1,498 δισεκ. ευρώ.
Ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων το δεύτερο τρίμηνο οφείλεται σε συγκρίσιμη αύξηση πωλήσεων κατά 0,5%, όπως και στην προσθήκη 120 καταστημάτων, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν καταστήματα ευρείας κατανάλωσης.
Η Ρουμανία παρουσίασε πολύ ισχυρό τρίμηνο με συγκρίσιμη αύξηση των πωλήσεων κατά 11%, ενώ η Τσεχία παρουσίασε επίσης ισχυρή ανάπτυξη.
Όλες οι χώρες εμφάνισαν βελτίωση περιθωρίου σε σύγκριση με πέρυσι, αλλά αυτό αντισταθμίστηκε από τα υψηλότερα λειτουργικά έξοδα, κυρίως λόγω του υψηλότερου κόστους εργασίας.