Μένοντας στις επίσημες ανακοινώσεις, συνεντεύξεις Τύπου και δηλώσεις που ακολούθησαν την σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 22 Μαρτίου, οι «εχθροί» είναι εκτός των πυλών. Ολίγον οι ΗΠΑ, μετά τις διαβεβαιώσεις της Ουάσινγκτον ότι δεν θα ισχύουν για την από δω μεριά του Ατλαντικού οι νέοι δασμοί στα προϊόντα αλουμινίου και χάλυβα, πολύ η Ρωσία, με τη Δυτική Ευρώπη να υποκύπτει στο μίσος των ανατολικοευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών εκμεταλλευόμενη τη δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα στην Αγγλία, κι εναλλάξ η Αγγλία, ακολουθώντας κατά γράμμα το σαβουάρ βιβρ μέχρι να ολοκληρωθεί το Brexit, οι Βρυξέλλες εμφανίζονται να συγκροτούν ένα ενιαίο και αρραγές μέτωπο…
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ολότελα διαφορετική. Εντός της ΕΕ, οι αντιθέσεις οξύνονται και νέα μέτωπα δημιουργούνται με ένα κοινό χαρακτηριστικό: στο ένα άκρο βρίσκεται πάντα η Γερμανία. Το πλήθος και η σύνθεση του άλλου μπλοκ εναλλάσσεται. Αυτό που ωστόσο παραμένει στη θέση του, είναι το Βερολίνο!
Το πρώτο και σημαντικότερο ζήτημα που διχάζει τους ευρωπαίους ηγέτες είναι το σχέδιο Σαρκοζύ, που ως γνώρισμά του έχει τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και την δημιουργία θέσης ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών. Το γαλλικό σχέδιο επί της ουσίας σηματοδοτεί την εμβάθυνση των σχεδίων οικονομικής ενοποίησης της γηραιάς ηπείρου και την οργανική σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στο κοινό πρότζεκτ. Μέχρι πρόσφατα η Μέρκελ αξιοποιούσε την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης (που διήρκεσε 6 ολόκληρους μήνες!) και την προεκλογική περίοδο που ακολούθησε στη Γερμανία αμέσως μετά την εκλογή του Μακρόν τον Ιούνιο του 2017 για να αποφύγει να απορρίψει επίσημα το γαλλικό σχέδιο. Η αιτία της διαφωνίας τους έγκειται στις πιθανά κόστη που μπορεί να προκύψουν για τη Γερμανία από μια τέτοια ενοποίηση, την οποία λοιδορεί ως «ένωση μεταβιβάσεων», υπονοώντας ότι στο τέλος της ημέρας θα βρεθεί το Βερολίνο να χρηματοδοτεί τα αδύναμα κράτη μέλη της ΕΕ.
Οι γερμανικές αντιρρήσεις εκφράστηκαν δημόσια και καθαρά από τον Γιενς Σπαν, υπουργό Υγείας του μεγάλου συνασπισμού, και μέλος της ηγεσίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με άρθρο που έγραψε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (22 Μαρτίου), όπου από την αρχή κιόλας ξεκαθάριζε: «Τα πολλά εκατομμύρια των ανθρώπων που ψήφισαν τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε Γαλλία, Πολωνία, Γερμανία και Ιταλία, δεν θα πειστούν από προτάσεις όπως η δημιουργία υπουργού Οικονομικών στην ευρωζώνη ή η εισαγωγή υπερεθνικών ψηφοδελτίων για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Το όνειρο ορισμένων ηγετών να διαλύσουν τα εθνικά κράτη στις “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης” απλώς δε χαίρει της υποστήριξης της πλειοψηφίας των πολιτών και των κυβερνήσεων. Κάθε προσπάθεια επιβολής ενός ουτοπικού οράματος μόνο θα διχάσει παραπέρα, αντί να ενώσει, την Ευρωπαϊκή Ένωση». Στη συνέχεια πρόκρινε τους τομείς που χρήζουν περαιτέρω συνεργασίας κι είναι οι πέρα για πέρα προβλέψιμοι τομείς στους οποίους η Γερμανία διαπρέπει …εδώ κι έναν αιώνα: εξωτερικά σύνορα και άμυνα, επικρίνοντας μάλιστα τα κράτη – μέλη της ΕΕ για το βαρύ τους «ατόπημα» να να δαπανούν για πολεμικούς εξοπλισμούς το ένα τρίτο των όσων δαπανούν οι ΗΠΑ…
Διχασμός υπάρχει και στους όρους δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, παρότι όλα τα κράτη μέλη συμφωνούν για την ανάγκη να υποκατασταθεί η λειτουργία του ΔΝΤ από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό, ώστε να πάψουν Κίνα και Ρωσία να έχουν ουσιαστικό λόγο για τα τεκταινόμενα στα δημόσια οικονομικά κρατών μελών της ΕΕ. Το μήλο της έριδας σχετίζεται με τους όρους «διάσωσης» εκείνων των κρατών που θα βρεθούν σε ανάγκη αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους τους. Από τη μια μεριά υπάρχει ένα μπλοκ κρατών που επιμένει ότι κάθε είδους αναδιάρθρωση πρέπει να συνοδεύεται από απώλειες για τους ιδιώτες κατόχους κρατικών ομολόγων. Αυτή η προϋπόθεση «είναι ουσιώδης αν τα πράγματα πάνε άσχημα», δήλωνε στους Financial Times στις 20 Φεβρουαρίου ο ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Γόπκε Χέκστρα. Στο ίδιο στρατόπεδο συντάσσεται και η Γερμανία, η οποία ωστόσο το 2010-2012 δεν δίστασε να επιλέξει το χρόνο που θα γίνουν οι απώλειες, διατηρώντας το δικαίωμα να χειριστεί την έξοδο των υπερεκτιθεμένων στο ελληνικό χρέος δικών της, γερμανικών τραπεζών, ώστε να υποστούν τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Το ίδιο είχε πράξει και η Γαλλία, μεταθέτοντας το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων για το 2012, έτσι ώστε να βρουν χρόνο οι δικές τους τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα. Σχετική ερώτηση που είχε καταθέσει στη Βουλή ο τότε βουλευτής της ΝΔ και σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ήταν εξαιρετικά διαφωτιστική.
Τώρα όμως η Γαλλία και Γερμανία βρίσκονται σε αντικρουόμενα στρατόπεδα. Στο πλευρό της Γαλλίας, που μέσω του υπουργού Οικονομικών της Μπρούνο Λε Μερ χαρακτήρισε ως «κόκκινη γραμμή» για το Παρίσι το αυτόματο κούρεμα στους ιδιώτες επενδυτές, συντάσσεται επίσης και η Ιταλία, που έχει να διαχειριστεί ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος ύψους 2,3 τρις. ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο 130% το ΑΕΠ της. Το ενδεχόμενο ενός οριζόντιου κουρέματος των ιταλικών ομολόγων, στην καθόλου υποθετική περίπτωση (αν ειδικά η πτώση των τιμών των μετοχών συνεχιστεί) αναδιάρθρωσης του ιταλικού χρέους θα σημάνει την κατάρρευση των ιταλικών τραπεζών που όσο κι αν έχουν μειώσει την έκθεσή τους από το 2014, ακόμη και σήμερα σχεδόν το 10% των τοποθετήσεών τους είναι σε ιταλικά κρατικά ομόλογα.
Αλληλένδετη με τα παραπάνω εξόχως διχαστικά σχέδια είναι η Ένωση Κεφαλαιακών Αγορών που προωθεί η ΕΕ κι αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ως το 2019. Με βάση ομιλία του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, στις 12 Μαρτίου θα αποτελείται από 3 πυλώνες: Την πλήρη ελευθερία των κεφαλαίων να κινούνται σε όλη την έκταση της ΕΕ, την άρση κάθε λογής εμποδίων στην μεταφορά κεφαλαίων και τον εκσυγχρονισμό του ρυθμιστικού πλαισίου. Με απλά λόγια κι όπως το έθεσε ο ίδιος ο λετονός αντιπρόεδρος «θέλουμε ένας διαχειριστής κεφαλαίων με έδρα το Μιλάνο να είναι σε θέση να προσφέρει εύκολά τα κεφάλαια του στη Ρίγα χωρίς να συμβιβάζεται με την προστασία του επενδυτή».
Στόχος των Βρυξελλών είναι να βαθύνει την ενοποίηση των κεφαλαιακών αγορών, που σήμερα είναι κατά βάση εθνικές και κατακερματισμένες. Η ενοποίηση δηλαδή που έχει επέλθει είναι δυσανάλογη της ενιαίας αγοράς εμπορευμάτων, όπως δείχνει το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά αμοιβαία κεφάλαια (UCITS) που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε περισσότερες από τρεις χώρες αποτελούν μόνο το 37% του συνόλου. Μια τέτοια εξέλιξη ωστόσο θα λειτουργήσει υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος των πιο αδύναμων. Θα απογειώσει τη χρηματιστικοποίηση εντός της ΕΕ σε βάρος των θέσεων εργασίας ακόμη και της οικονομικής σταθερότητας. Τα οφέλη θα κατανεμηθούν εντελώς δυσανάλογα σε βάρος μικρών τραπεζών και σχετικών προϊόντων (από αμοιβαία κεφάλαια μέχρι επενδυτικά προϊόντα), δίνοντας ώθηση στην πιο άγρια κερδοσκοπία.
Τούτων δοθέντων, προκαλούν απορία τα εγκώμια του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ και του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις 19 Μαρτίου με θέμα τις «πηγές χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας». Είπε μεταξύ άλλων: «Η Ένωση Κεφαλαιαγορών, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε ελκυστικές επενδύσεις με ανταγωνιστικούς και διαφανείς όρους, αναμένεται να αυξήσει τις τοποθετήσεις των εν λόγω επενδυτών σε κεφαλαιακά προϊόντα επιχειρήσεων εντός της ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και τα χαμηλά επιτόκια στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων».
Οι διθύραμβοι του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας θυμίζουν τις διαφημίσεις που προηγήθηκαν της ένταξης στην ΕΟΚ όταν έταζαν στους έλληνες γεωργούς ότι τα προϊόντα τους θα πουλιούνται σε μια αγορά 300 εκ. καταναλωτών. Το αποτέλεσμα το είδαμε: Ο αγροτικός πληθυσμός τείνει προς εξαφάνιση, το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο από πλεονασματικό έγινε ελλειμματικό κι έχει γεμίσει η αγορά από σκόρδα Τουρκίας και πατάτες Αιγύπτου, ελέω των αποφάσεων της ΕΕ. Γιατί η ένωση κεφαλαιαγορών να αποτελέσει ευλογία για την ελληνική οικονομία; Πολύ περισσότερο όταν η πολύ πιο ήπια απελευθέρωση των κεφαλαίων που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον από τη δεκαετία του ’80 και μετά πουθενά επ’ ουδενί δεν ευνόησε παραγωγικές και μακροχρόνιες επενδύσεις… Γιατί αυτό να συμβεί εντός της ΕΕ, που έχει εξελιχθεί στο πιο προχωρημένο εργαστήρι της παγκοσμιοποίησης;
Πηγή: Περιοδικό Επίκαιρα