Η κυβέρνηση μιλάει για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μετά την επέκταση σε όλο τον κλάδο τεσσάρων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, το μέτρο αφορά περίπου 75.000 εργαζόμενους. Από τα δύο λοιπόν περίπου εκατομμύρια μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα στους 75.000, δηλαδή περίπου στο 4 με 5% υπάρχει επέκταση της κλαδικής σύμβασης. Θετικό γι’ αυτούς αλλά τα μεγέθη είναι τέτοια που αποκαλύπτουν την κυβερνητική υποκρισία. Για να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας απαιτείται:
- Η επέκταση μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης να γίνεται χωρίς τους όρους που έχει βάλει η κυβέρνηση και καθίσταται απαγορευτική για τη συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών.
- Ο κατώτερος μισθός να επανέλθει για όλους στα 751 € και να καθορίζεται με υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
- Να καταργηθεί η πράξη 6/2012 του Υπουργικού Συμβουλίου που κατέστησε τις συλλογικές συμβάσεις κενό γράμμα.
- Να επανέλθουν σε ισχύ οι ρυθμίσεις παλαιότερων συλλογικών συμβάσεων που σε μία νύχτα καταργήθηκαν. Να επανέλθουν οι ωριμάνσεις, οι τριετίες, τα χρονοεπιδόματα.
- Να επανέλθει η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του νόμου 1876/90. Σύμφωνα με αυτή οι όροι συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε συνεχίζουν να ισχύουν για τους μισθωτούς που αφορούν επ’ αόριστον.
- Να επανέλθει η εξάμηνη μετενέργεια.
Πέρα από τα παραπάνω υπάρχει το θέμα της δυνατότητας ενός συνδικάτου να επιβάλει την υπογραφή ικανοποιητικής συλλογικής σύμβασης. Αυτά που ζήσαμε τα τελευταία οχτώ χρόνια έχουν καταστήσει την εργατική πλευρά πολύ πιο αδύνατη απ’ ότι ήταν το 2010. Τα μνημόνια, οι κυβερνητικές πολιτικές, η εκτίναξη της ανεργίας, η ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών λειτούργησαν καθοριστικά στο να αποθρασυνθεί η εργοδοτική πλευρά και σήμερα να καταπατείται κάθε δικαίωμα μισθός, ωράριο, εργασιακή σχέση, ασφάλιση κ.α. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η πλάστιγγα της συλλογικής διαπραγμάτευσης έγειρε υπέρ των εργοδοτών και χρειάζεται αντίβαρο. Και το αντίβαρο δεν μπορεί να είναι άλλο από την επαναφορά του θεσμικού πλαισίου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) στα προ μνημονίου επίπεδα. Ο ΟΜΕΔ ήταν το τελευταίο αποκούμπι των σωματείων που δεν μπορούσαν να σπάσουν την εργοδοτική αδιαλλαξία. Με τις ρυθμίσεις που έγιναν στραγγαλίστηκε και δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του. Η επαναλειτουργία του είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες προκειμένου να ξαναμπεί σε τροχιά η υπόθεση συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Αυτό που απαιτείται είναι η άμεση παρέμβαση στη βάση όσων περιγράψαμε. Διαφορετικά η εργοδοτική αυθαιρεσία θα συνεχιστεί και μάλιστα χωρίς αντίπαλο.
Η προοπτική της ΓΣΕΕ (αναφερόμαστε στο θεσμό όχι στην ηγεσία) αν δεν επανακτήσει δυνατότητα υπογραφής Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης μπαίνει σε επισφάλεια. Αυτό σε συνδυασμό με το χτύπημα που συνεχίζουν να δέχονται οι κλαδικές, οι ομοιοεπαγγελματικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ομοσπονδιών και των πρωτοβάθμιων σωματείων. Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.