Η Iskra δημοσιεύει ως προβληματισμό μια άλλη άποψη για την συμμαχία Ρωσίας και Κίνας:
«”Αντιδυτικό μέτωπο”, “άξονα του αυταρχισμού” και “σινορωσική συμμαχία με στόχο την αναδιανομή ισχύος στον κόσμο” διέγνωσαν πολλοί στην κοινή παρουσία του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν κατά την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο
Ωστόσο, πέρα από τον συμβολισμό της φωτογραφίας, ο Πούτιν δεν κατάφερε να εξασφαλίσει πολλά από τον Σι πέρα από μια 30ετή ενεργειακή συμφωνία για την παροχή φυσικού αερίου από τη ρωσική Απω Ανατολή στη βορειοανατολική Κίνα και μια σύντομη υποστήριξη στο αίτημα της Μόσχας για εγγυήσεις ασφαλείας από το ΝΑΤΟ.
Οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Βρετανία είναι δεκαπλάσιες σε σχέση με τη Ρωσία, ενώ το 16,9% όλων των κινεζικών εξαγωγών κατευθύνεται προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (το αντίστοιχο ποσοστό προς τη Ρωσία είναι 1,9%). Οπως λέει ρητά ο Φενκ Γουγιούν, διευθυντής των ρωσικών και κεντροασιατικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Φουντάν της Σαγκάης, στο περιοδικό Economist, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι πολύ σημαντικότερες για το Πεκίνο από τη δοκιμαζόμενη ρωσική οικονομία.
Το Πεκίνο δεν έχει άλλωστε την πολυτέλεια να ρισκάρει κυρώσεις τη στιγμή που παλεύει να ανακάμψει οικονομικά από την πανδημία, αφού γνωρίζει ότι σε περίπτωση που η υποστήριξή του προς τη Μόσχα γίνει πιο σθεναρή, θα πλήττονταν οι εμπορικές του σχέσεις με τη Δύση.
Στον αντίποδα, η Ρωσία έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη την Κίνα, καθώς αναζητάει αγορές για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριό της. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελικό κείμενο της συνάντησης Σι – Πούτιν, ενώ η Ρωσία επανέλαβε την αφοσίωσή της στην πολιτική της μιας Κίνας όσον αφορά στην Ταϊβάν, δεν υπάρχει κάποια ειδική μνεία στην Ουκρανία εκ μέρους του Πεκίνου.
Στο κείμενο των 5.000 λέξεων οι δύο πλευρές μιλούν για μακρά δημοκρατική παράδοση, προκαλώντας ειρωνικά σχόλια σε δυτικούς αναλυτές, που θυμούνται την πλατεία Τιενανμέν, την περιστολή των ελευθεριών στο Χονγκ Κονγκ καθώς και τις ρωσικές επιθέσεις εναντίον στελεχών της αντιπολίτευσης και των επικριτικών ΜΜΕ. «Το δικαίωμα να κρίνει αν μια χώρα είναι δημοκρατική το έχει μόνο ο λαός», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών είναι στενότερες από κάθε άλλη στιγμή εδώ και δεκαετίες, όμως το Πεκίνο δεν θα διακινδυνεύσει ρήξη με την Ουάσιγκτον για χάρη της Μόσχας.
Πούτιν και Σι ενώνουν επίσης τις φωνές τους κατά της αυξανόμενης αμερικανικής επιρροής στην περιοχή Ινδίας – Ειρηνικού, λέγοντας ότι η εξέλιξη συνιστά απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και τη σταθερότητα. Οι δύο χώρες εμφανίζονται προβληματισμένες για την εντατική συνεργασία των Ηνωμένων Πολιτειών με την Αυστραλία και τη Μεγάλη Βρετανία στην περιοχή μετά την υπογραφή της συμφωνίας AUKUS τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Παρά τις διακηρύξεις, όμως, Ρωσία και Κίνα έχουν πολλά δυνάμει σημεία σύγκρουσης (κυρίως οικονομικά και εδαφικά) που θα μπορούσαν να τις χωρίσουν, όπως συνέβη και πριν από 60 χρόνια με τις συνοριακές συγκρούσεις του 1969. Για παράδειγμα, η Κίνα δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας γιατί παγίως υποστηρίζει την αρχή τής μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, έχοντας πολλά ανοιχτά μέτωπα και η ίδια (Ταϊβάν, Θιβέτ, Σινγιάνγκ). Μπορεί οι διεθνείς παρατηρητές να σημειώνουν ότι οι διμερείς σχέσεις Κίνας – Ρωσίας είναι στενότερες από κάθε άλλη στιγμή μετά την εποχή Στάλιν και Μάο, αλλά ο συνδετικός κρίκος είναι η προσπάθεια εκμετάλλευσης της κρίσης των ΗΠΑ.
Η χειραψία Νίξον – Μάο
Μισό αιώνα μετά την ιστορική χειραψία τού τότε Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον με τον Μάο Τσετούνγκ στο Πεκίνο, στις 21 Φεβρουαρίου 1972, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων επαναδιαμορφώνεται τις τελευταίες εβδομάδες. Η συζήτηση για νέο Ψυχρό Πόλεμο επανακάμπτει. Ο Πούτιν επέλεξε να επισκεφθεί την Κίνα, στο τρίτο μόλις ταξίδι του στο εξωτερικό από τα τέλη του 2019, επιδιώκοντας μια έμπρακτη χειρονομία από τον Σι.
Πολιτικοί αναλυτές όμως κάνουν λόγο για «θετική ουδετερότητα» της Κίνας έναντι της Ρωσίας και όχι για κάποια συντονισμένη προσπάθεια να συρθούν οι ΗΠΑ σε μια διμέτωπη σύγκρουση. Από μόνη της η διατήρηση αυτού του φόβου στη Δύση είναι πολύτιμη και για τις δύο χώρες. Η αυξανόμενη εγγύτητα Μόσχας – Πεκίνου εξελίσσεται σε πλεονέκτημα για αμφότερα τα καθεστώτα, σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ είναι διχασμένες και οι δημοκρατίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης αποδυναμώνονται. H Δύση δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για ένα νέο ανατολικό μπλοκ, καθώς πρόκειται στην πραγματικότητα για μια καιροσκοπική συμμαχία περιορισμένου σκοπού με αφορμή π.χ. τη σημερινή κρίση στην Ουκρανία ή μελλοντικά μια σύγκρουση για την Ταϊβάν.
Η Ρωσία αποτελεί για την Κίνα μια καλοδεχούμενη ζώνη ανάσχεσης προς τις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το Πεκίνο θέλει να παρασυρθεί στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Μόσχας. Τα κινεζικά εθνικά συμφέροντα είναι υπερβολικά σημαντικά και το Πεκίνο δεν πρόκειται να ευνοηθεί από μια πιο ενισχυμένη Μόσχα. Ούτε, τέλος, η φραστική υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία αλλάζει κάτι στη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία.»
Πηγή: kathimerini.gr